Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έλεγε από το βήμα της ΔΕΘ το 2017 τα περί ανισοτήτων στη φύση - τα οποία ο κ. Τσίπρας τα θεωρεί απόδειξη νεοφιλελεύθερου κυνισμού και τα υπενθυμίζει σε άρθρο του με τίτλο «ο κόσμος αλλάζει. Εμείς;» - ο ίδιος ως πρωθυπουργός έκανε μια ομιλία που αξίζει να ξαναδιαβαστεί λέξη προς λέξη.
Έχοντας διανύσει μια γεμάτη κυβερνητική διετία, φτάνοντας στη ΔΕΘ του 2017 με τιμώμενη χώρα την Κίνα ο κ. Τσίπρας δε μίλησε ούτε για τον Νορμπέρτο Μπόμπιο, ούτε για τον Πικετί, ούτε για τη διαχωριστική γραμμή που ορίζει το «Δεξιά και Αριστερά». Δεν πρόβαλε ως πρώτιστη ανάγκη να σταματήσει η επικίνδυνη όξυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στον «αναπτυγμένο και τον αναπτυσσόμενο κόσμο». Δεν εμφάνισε ούτε ένα «νέο εργαλείο» για «τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου» ούτε καν του εγχώριου τον οποίο κατηγορούσε για διαπλοκή με την παλιά εξουσία.
Μίλησε για «μεγάλο καθήκον όλων» ανεξάρτητα από τις διαφορές να σχεδιάσουμε και να οργανώσουμε το μέλλον για τους πολλούς.
Είπε για τη «σκληρή προσπάθεια» που πρέπει να γίνει «για μια νέα ανάπτυξη» και την «οργάνωση μιας νέας ελευθερίας». Για ένα «νέο παραγωγικό μοντέλο απαλλαγμένο από τις αρρώστιες του παρελθόντος». Διερωτήθηκε «με ποιους θεσμούς, ποια μέτρα και ποια πολιτική» θα πάμε στην «Ελλάδα της νέας εποχής» και πως «η έξοδος από τα μνημόνια δε θα συντελεστεί με όρους επιστροφής στο παρελθόν».Ήταν σαφής πως το ζήτημα «δεν είναι να βγούμε από την επιτροπεία για να κάνουμε τα ίδια λάθη που μας έβαλαν σε αυτή» ή «να επιστρέψουμε στην επίπλαστη πολιτική ευμάρεια, τη διαφθορά και τη διαπλοκή».
Μίλησε για τον αναγκαίο σχεδιασμό «για τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις που τα προηγούμενα χρόνια σπαταλήθηκαν», για την «απουσία στρατηγικού σχεδίου για τις προσλήψεις στο δημόσιο» και τις επιλογές που οδήγησαν «στη δημιουργία στρατιών συμβασιούχων». Αναφέρθηκε στα χαμένα «δις που σπαταλήθηκαν για την ψηφιοποίηση του δημοσίου χωρίς σχέδιο συντονισμό και κεντρική παρακολούθηση» και τα «δεκάδες πληροφοριακά συστήματα με βάσεις δεδομένων που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους». Υποσχέθηκε τη δημιουργία «μιας άλλης Ελλάδας». Του κοινωνικού κράτους, της δίκαιης ανάπτυξης. Της σταθερότητας. Της εμπιστοσύνης. Με θεσμούς που θα προστατεύουν και θα προασπίζουν το δημόσιο συμφέρον. Μέσα από τους οποίους «θα μπορέσουμε να οργανώσουμε τη συζήτηση για τον στρατηγικό σχεδιασμό της επόμενης μέρας ώστε η ανάπτυξη να διαχυθεί στους πολλούς».
Η πολιτική μας, διαβεβαίωνε, κινείται προς αυτή την κατεύθυνση πως να σχεδιάσουμε όλοι μαζί το αύριο, την επόμενη μέρα αυτής της χώρας.
Ο Αλέξης Τσίπρας το Σεπτέμβριο του 2017 έλεγε στο πολυπληθές ακροατήριο στο Βελλίδειο στο οποίο οι λιγότεροι ήταν υπουργοί και κομματικοί «εν αρχή είναι η οικονομία» και «δει δη χρημάτων». Εμφάνιζε με ικανοποίηση ότι η «εικόνα της Ελλάδας έχει αλλάξει ριζικά προς το καλύτερο». Χαρακτήριζε «επαναστατικής σημασίας» τις διαδοχικές αναβαθμίσεις της χώρας από τους διεθνείς οίκους, έβλεπε στην πρόβλεψη της ΕΛΣΤΑΤ για ισχνό ρυθμό ανάπτυξης 2% «χειροπιαστές προϋποθέσεις». Μιλούσε με καμάρι για τον δείκτη βιομηχανικής παραγωγής, τη μεταποιητική δραστηριότητα. Έλεγε πόσο σημαντικές είναι οι επισκέψεις των Μακρόν, Ομπάμα και Πούτιν.
Για αριστερούς και δεξιούς διαχωρισμούς δεν έλεγε. Ούτε για τον Μόμπιο και τον Πικετί. Ως πρωθυπουργός μιλούσε για σχεδιασμό, συντονισμό, αποτελεσματικότητα. Μιλούσε για το αύριο. Για το «όλοι μαζί».
Ξέρετε ποιο ήταν το δηλωμένο ως «όραμα» του κ. Τσίπρα τον Σεπτέμβριο του 2017 για το 2020, όπως το κατέθεσε από το βήμα της ΔΕΘ;
Αμφιβάλλω αν το θυμάται.
Αν και ο λογογράφος του θα πρέπει να το θυμάται κάθε μέρα!
«Όραμά μας το ψηφιακό δημόσιο. Οι συναλλαγές με τους πολίτες, το 2020 να ολοκληρώνονται μέσω υπολογιστή ή κινητού. Πιστέψτε με, αν το καταφέρουμε θα είναι το μεγαλύτερο βήμα εκσυγχρονισμού της χώρας που έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια»
Τι πραγματικά πίστευε απ' όλα αυτά που έλεγε;
Φάνηκε εν μέρει απ' όσα έκανε η κυβέρνηση του μέχρι το καλοκαίρι του 2019 οπότε και έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές. Έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στο 2017 και να φτιάξει τον Αλέξη Τσίπρα του 2021. Η επιλογή είναι δική του. Ακόμη και τώρα που η αμφισβήτηση της ικανότητας του, να γυρίσει τον ΣΥΡΙΖΑ στα σαλόνια της εξουσίας, υφέρπει στο εσωτερικό της Κουμουνδούρου και σε μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του.