Του Αντώνη Πανούτσου
Η ενοχική στάση της δεξιάς απέναντι στην αριστερά έχει τις ρίζες της στην μεταπολίτευση. Όταν εκχωρήθηκε στην αριστερά το προνόμιο να δίνει πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων για το ποιος ήταν χουντικός και ποιος όχι. Έτσι για να μην τον πουν φασίστα ή χουντικό κάθε πολίτης που δεν ήταν αριστερός έπρεπε να συμφωνεί με ό,τι έλεγε η αριστερά. Από το ότι οι μόνοι που πολέμησαν τους Γερμανούς ήταν οι ελασίτες, μέχρι το ότι 1949 κέρδισε τον πόλεμο ο μοναρχοφασισμός, ότι οι Αμερικάνοι ήταν οι φονιάδες των λαών και οι μόνοι που αντιστάθηκαν στην χούντα ήταν οι αριστεροί.
Αν κάποιος τολμούσε να πει ότι στο ανατολικό μπλοκ χρειαζόντουσαν τείχη για να μην φεύγουν οι πολίτες, ότι οι Σοβιετικοί επενέβαιναν στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία για να μην έχει δικαίωμα να διαλέξει ο κόσμος τον τρόπο που θα κυβερνηθεί και ότι ο Μουστακλής και ο Μήνης μόνο αριστεροί δεν ήταν, το μόνο που κατάφερνε ήταν να μην πάρει το αριστερό πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Η στάμπα του φασίστα και του χουντικού ήταν το τίμημα της αποδοχής της πραγματικότητας.
Κάθε έρευνα έπρεπε να καταλήγει στα ίδια στοιχεία. Κάθε συλλογισμός στο ίδιο συμπέρασμα. Το «Ελένη» του Γκατζογιάννη και αργότερα τα «Εμφύλια πάθη» των Καλύβα – Μαραντζίδη δεν αντιμετωπιζόντουσαν με στοιχεία. Ήταν ιερόσυλα κείμενα που αμφισβητούσαν την πολιτική αριστερή ορθότητα. Στην Ελλάδα ακόμα και η εικόνα δεν έπιανε μία μπροστά στην αλήθεια της αριστεράς. Ποτέ όμως η υπεροχή της αριστερής ορθότητας απέναντι στην πραγματικότητα δεν εκφράστηκε καλύτερα από την φράση «Δεν ξέρω τι δείχνει το βίντεο, εγώ είμαι η Αλεξάνδρα Μπαλού του ΚΚΕ και αυτό είναι αρκετό». Είναι η φράση που είπε στον Χατζηνικολάου η περιφερειακή σύμβουλος του ΚΚΕ αναφερόμενη στο επεισόδιο με τον Θάνο Τζήμερο στην συνεδρίαση της περιφέρειας. Η ενοχή του Τζήμερου προέκυπτε επειδή η Μπαλού ήταν μέλος του ΚΚΕ και ο άλλος ο Τζήμερος.
Συγκεκριμένα τώρα ο Θάνος Τζήμερος μπορεί να ανήκει στην άκρα δεξιά - η Χρυσή Αυγή λανθασμένα αναφέρεται σαν άκρα δεξιά αφού είναι ναζιστική οργάνωση – και να συμπεριφέρεται σαν χούλιγκαν και όχι σαν αρχηγός κόμματος. Μπορεί το πολιτικό του βάθος να είναι τόσο ρηχό που να ζητάει την απόλυση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων χωρίς να σκέφτεται τι θα γίνει μετά όταν θα είναι άνεργοι. Σε προσωπικό επίπεδο ο Τζήμερος είναι ο αντιπαθέστερος των ανθρώπων. Μπορεί να παρκάρει σε θέσεις αναπήρων, να κλωτσάει γάτες και να πέρδεται στην θεία λειτουργία. Οι άνθρωποι όμως έχουν το δικαίωμα να κρίνουν ποιος είναι συμπαθής και ποιος αντιπαθής. Οι θεσμοί και ο νόμος όχι.
Ότι ο Τζήμερος αποδεδειγμένα κατέβασε και έσκισε τις αφίσες του ΠΑΜΕ για την πορεία στην αίθουσα της συνεδρίασης για το ΚΚΕ μπορεί να είναι, για τον νόμο όμως δεν είναι αδίκημα. Η Ρένα Δούρου είχε δικαίωμα να χαρακτηρίσει πολιτικά όπως θέλει τον Τζήμερο αλλά όχι να τον αποβάλει από την αίθουσα. Παράνομο θα ήταν αν ο Τζήμερος χτυπούσε την Αλεξάνδρα Μπαλού και η Δούρου το είχε δει, οπότε δεν έχει παρά να το δηλώσει. Ο ξυλοδαρμός δεν θα αποδεικνύεται όμως ούτε από ένα tweet του Καράμερου, ούτε με την κάρτα μέλους της Μπαλούς.
Όσο για τον Τζήμερο κάποια στιγμή πρέπει να κάνει την αυτοκριτική του. Η εικόνα ενός πολιτικού αρχηγού που φιλοδοξεί να ηγηθεί κόμματος της δεξιάς που κατεβάζει και σκίζει αφίσες σηκώνει ποινική αλλά όχι πολιτική υπεράσπιση. Είναι από τις περιπτώσεις που πολιτικά δεν θα τις πλησίαζες ούτε με ten foot pole. Τώρα τι ο ίδιος έχει σαν εικόνα για πολιτικό ηγέτη της δεξιάς σταματάει η φαντασία. Μπορεί και να νομίζει ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έγινε εθνάρχης επειδή πήδαγε ψηλά για να κατεβάζει τις αφίσες της ΕΔΑ.