Τους προκαλούμε να μην μας εμπιστεύονται και επιβεβαιώνουμε με την πρώτη ευκαιρία, τις αμφιβολίες για την ικανότητα της Ελλάδας να δείξει την απαιτούμενη αξιοπιστία προς την επενδυτική κοινότητα.
Αυτό επισημαίνει στο liberal.gr, o Μιχάλης Γκλεζάκος, καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, σχολιάζοντας τον αντίκτυπο που έχει για τη χώρα το ότι μετά τις συντάξεις, η κυβέρνηση ανοίγει και ζήτημα μη μείωσης του αφορολογήτου, των πιο βασικών δηλαδή μέτρων του Μεσοπρόθεσμου που ψηφίστηκε μόλις τον Ιούνιο στη Βουλή.
Ταυτόχρονα μιλά για την εικονική πραγματικότητα της οικονομίας, και διερωτάται για ποια ανάπτυξη μιλάμε, όταν συνεχίζουμε να έχουμε ακόμη capital controls για την εξαγωγή κεφαλαίων, το οικονομικό κλίμα καταγράφει πτώση 4 μονάδες το Σεπτέμβριο, τον πρώτο δηλαδή μήνα μετά τα μνημόνια, και η διαφθορά αυξάνεται;
«Ούτε από τα μνημόνια βγήκαμε, ούτε από την κρίση», όπως λέει ο Μ. Γκλεζάκος, σχολιάζοντας ότι συμπεριφερόμαστε σαν να «περιμένουμε την ανάπτυξη από τον... πελαργό», δίχως να πείθουμε τους ποιοτικούς επενδυτές σαν εκείνους που θα θέλαμε να φέρουμε, παρά έχουμε μείνει με το «μουτζούρη» των υψηλών πλεονασμάτων στο χέρι, και τις στάσιμες αξιολογήσεις των διεθνών οίκων.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Σχολιάστε μας το γεγονός ότι μετά τις συντάξεις, η κυβέρνηση ανοίγει και ζήτημα μη μείωσης του αφορολόγητου που πρόκειται να εφαρμοστεί από 1η/1/2020. Δεν αναιρεί στην ουσία, όλο το πακέτο της συμφωνίας με τους δανειστές;
Είναι υψηλού ρίσκου η κίνηση αναίρεσης της συμφωνίας για συντάξεις και αφορολόγητο, καθώς θα μπορούσε να προκαλέσει αρνητική αντίδραση των αγορών, εφόσον εκληφθεί ως σήμα υπαναχώρησης έναντι των συμφωνηθέντων. Το είδαμε με το σχετικό σχόλιο της Moody's. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ευρωπαίοι είναι από επιφυλακτικοί έως αρνητικοί με τη κατάργηση δύο τόσο εμβληματικών συμφωνηθέντων μέτρων. Ουδείς θέλει να μειωθούν οι συντάξεις και το αφορολόγητο, δυστυχώς όμως η κυβέρνηση τα συμφώνησε και γι'' αυτό επομένως επηρεάζουν το επενδυτικό κλίμα.
Στην ουσία, τους προκαλούμε να μην μας εμπιστεύονται και επιβεβαιώνουμε με τη πρώτη ευκαιρία, τις αμφιβολίες για την ικανότητα της κυβέρνησης να δείξει την απαιτούμενη αξιοπιστία προς την επενδυτική κοινότητα.
Εκτιμώ ότι ενδεχόμενη προσωρινή αναβολή της εφαρμογής του μέτρου μείωσης των συντάξεων, όπως και τυχόν κατάργηση της περικοπής του αφορολόγητου, θα δημιουργήσει τριβές με ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ και θα επιβαρύνει το επενδυτικό κλίμα σε μια περίοδο που έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη από άμεσες ξένες επενδύσεις.
-Ένα μήνα μετά την έξοδο από τα μνημόνια, τι εικόνα σας δίνει η Ελλάδα;
Καταρχήν εγώ δεν βλέπω καμία έξοδο από τα μνημόνια. Αυτό που τελείωσε είναι το χρηματοδοτικό πρόγραμμα, δηλαδή η δυνατότητα που είχαμε να δανειστούμε στα πλαίσια των εγκεκριμένων χρηματοδοτικών ορίων. Τώρα, αν υποτεθεί ότι θα αντιμετωπίσουμε δυσκολίες αναχρηματοδότησης του χρέους, θα πρέπει να ζητήσουμε να τρέξουν οι διαδικασίες από την αρχή (γιατί αρνηθήκαμε και την προληπτική γραμμή πίστωσης), χωρίς να έχουμε πολλές πιθανότητες να εγκριθεί το αίτημα μας.
Από την άλλη πλευρά όλα τα άλλα, όπως π.χ. οι δεσμεύσεις που είχαμε αναλάβει και θεσμοθετήσει, οι διαρκείς έλεγχοι, το βέτο των θεσμών πάνω σε αποφάσεις που αφορούν τα δημοσιονομικά, οι δεσμεύσεις της χώρας για τα υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα, παραμένουν και εκτείνονται μέχρι το 2060.
Δυστυχώς, χάσαμε οκτώ χρόνια χωρίς να αναδιαρθρωθεί η οικονομία προς την κατεύθυνση των δραστηριοτήτων υψηλής προστιθέμενης αξίας και χωρίς να αναπτυχθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της.
Έπειτα από τρία μνημόνια, απώλεια του 25% του ΑΕΠ, εκτίναξη της φτώχειας και της ανεργίας, τα κακώς κείμενα που φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για αυτήν την άνευ προηγουμένου οικονομική και κοινωνική κρίση, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό.
Από τα δύο ελλείμματα που είχαμε μπαίνοντας στην κρίση, μόνο το δημοσιονομικό έκλεισε, αλλά όχι με ανάπτυξη της οικονομίας και «φρέσκο» πλούτο. Έκλεισε με πρωτοφανή αφαίμαξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Δηλαδή, κλήθηκε η ελληνική κοινωνία να το καλύψει από τις αποταμιεύσεις και το υστέρημα της. Το δεύτερο κρίσιμο έλλειμμα, το εμπορικό, εξακολουθεί να είναι μεγάλο παρά το ότι οι εξαγωγές πριμοδοτήθηκαν από την κατάρρευση του εργατικού κόστους. Με άλλα λόγια, το …. μονίμως ζητούμενο, που είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μας, παραμένει ακόμη ζητούμενο.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στις σχετικές διεθνείς κατατάξεις παραμένουμε ουραγοί, χάνοντας διαρκώς έδαφος. Με άλλα λόγια, αν συνεχίσουμε να περιμένουμε την ανάπτυξη από τον… πελαργό, θα εκτονωθεί ακόμη και η σημερινή ισχνή ανάπτυξη και θα κάνουμε βήματα πίσω.
-Στην ουσία, αυτό δεν μας λέει και η έκθεση του ινστιτούτου Fraser που δείχνει ότι κατρακυλήσαμε στο δείκτη οικονομικής ελευθερίας στη θέση 108 της παγκόσμιας κατάταξης;
Προφανώς. Όταν έχεις capital controls για την εξαγωγή κεφαλαίου επί 3 χρόνια, όταν η Δικαιοσύνη απονέμεται με καθυστέρηση πολλών ετών, όταν η παιδεία είναι πρακτικά αποσυνδεδεμένη από την παραγωγή, όταν η γραφειοκρατία αποθαρρύνει τις παραγωγικές προσπάθειες, όταν η διαφθορά παραμένει σε υψηλά επίπεδα (Παγκόσμια Τράπεζα: Η Ελλάδα υποχώρησε το 2017 στη θέση 101), όταν το θεσμικό πλαίσιο μεταβάλλεται διαρκώς, όταν οι τράπεζες δεν έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν επαρκώς την παραγωγή, όταν η αγορά λειτουργεί με πλήθος ολιγοπωλίων, για ποια οικονομική ελευθερία μιλάμε;
Δεν είναι τυχαίο ότι χθες η Moody''s αρνήθηκε στην ουσία να μας αναβαθμίσει, διατηρώντας τη πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας χαμηλά, στο «Β3».
Όταν επίσης το οικονομικό κλίμα καταγράφει πτώση 4 μονάδες τότε για ποια ανάπτυξη μιλάμε ; Γι'' αυτό οι άμεσες ξένες επενδύσεις, αυτές που φέρνουν την ανάπτυξη, αποτελούν σπάνιο είδος (2 δισ. ευρώ το 2017) και θα συνεχίσουν να απέχουν από τη χώρα μας όσο παραμένουμε αδρανείς μπροστά σε τόσες δυσλειτουργίες της κοινωνίας και της οικονομίας μας και όσο διατηρούμε τα φορολογικά βάρη στα ύψη.
Όταν κάνει κάποιος μια παραγωγική επένδυση την «παντρεύεται» για 10-20 χρόνια, οπότε θέλει να ξέρει ότι σε όλη αυτή την περίοδο το θεσμικό πλαίσιο θα παραμένει σταθερό, η εσωτερική ζήτηση θα αναπτύσσεται, οι εξαγωγές θα διευκολύνονται άμεσα και έμμεσα, το επιχειρηματικό κλίμα θα βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου κλπ. Προφανώς εμείς δεν μπορούμε, ακόμη, να εξασφαλίσουμε αυτές τις προϋποθέσεις.
-Στο σκέλος της ποιότητας των θεσμών, βλέπετε αλλαγές; Όπως για παράδειγμα στους κρίσιμους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης και της Εκπαίδευσης;
Δεν βλέπω κάποια ουσιαστική αλλαγή. Η Δημόσια Διοίκηση παραμένει αναποτελεσματική, αποδεικνύεται ανθεκτική απέναντι στις μεταρρυθμίσεις, διατηρεί περιττές γραφειοκρατικές διαδικασίες που κοστίζουν σε χρόνο και χρήμα, δεν έχει καταφέρει να απαλλαγεί από τη διαφθορά και τη συναλλαγή και δεν είναι ικανή να προστατέψει τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία, την πολιτιστική κληρονομιά μας, το περιβάλλον κλπ.
Τα πανεπιστήμια μας αναγκάζονται να λειτουργούν με ελλιπείς υποδομές, με ανεπαρκή χρηματοδότηση και με ένα θεσμικό πλαίσιο ιδιαιτέρως περιοριστικό που επηρεάζει την ποιότητα και την προοπτική τους (βλ. αιώνιοι φοιτητές, νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ κλπ), ενώ παράλληλα τα υποχρεώνει να αντιμετωπίζουν παθητικά κρίσιμα θέματα που επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργία τους (π.χ. καταλήψεις – άσυλο).
-Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση καλύτερη ή χειρότερη απ' ότι όταν μπήκαμε στα μνημόνια;
Πιστεύω ότι τα οκτώ προηγούμενα χρόνια της πρωτοφανούς κρίσης, πληρώσαμε ένα τεράστιο κόστος χωρίς να εισπράξουμε αντίστοιχα οφέλη. Είδαμε τι έγινε με τις άλλες χώρες που βρέθηκαν σε ανάλογη θέση (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρος): Μέσα σε 2-3 χρόνια «πλήρωσαν το λογαριασμό» και συνέχισαν την πορεία τους για ένα καλύτερο μέλλον. Μόνο εμείς ξοδεύουμε τόσο εύκολα και αλόγιστα τον κρίσιμο αυτό χρόνο. Συνεχίζουμε και στηριζόμαστε στον τουρισμό και τη ναυτιλία και είναι προφανές ότι αν δεν αλλάξουμε, ακόμη και η σημερινή μικρή ανάπτυξη, θα εξανεμιστεί, και θα ξαναμπούμε σε μεγάλες περιπέτειες.
-Στην ουσία λοιπόν, λέτε, ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε και αυτή τη δεύτερη ευκαιρία;
Να μην ξεχνάμε ότι δεν θα μας δοθεί δεύτερη ευκαιρία από την ΕΕ. Να καταλάβουμε ότι αν δεν πετύχουμε να αναδιαρθρώσουμε κράτος και οικονομία και μάλιστα σύντομα, θα εγκλωβιστούμε σε μακροχρόνια μιζέρια.
Δεν είναι εύκολο να καλύπτεις τις χρηματοδοτικές ανάγκες σου από την αγορά αν δεν διαθέτεις στιβαρή οικονομία. Σήμερα, ετοιμαζόμαστε να «σαλπάρουμε» για τις αγορές με μια οικονομία που αγωνίζεται να ισορροπήσει, σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται πλέον ασταθές μετά την έναρξη «εμπορικών εχθροπραξιών», με σημαντικές αναταραχές σε αναδυόμενες οικονομίες, με μια Ιταλία που ετοιμάζεται να βάλει «δύσκολα» στην ΕΕ, με το Brexit να ολοκληρώνεται.
Σε αυτό το κλίμα, τα επιτόκια θα ανέβουν και ο κίνδυνος θα τιμολογηθεί υψηλότερα. Εμείς, με το «μουτζούρη» των οίκων αξιολόγησης που μας κατατάσσουν ακόμη πολύ χαμηλά, με ένα τεράστιο χρέος, με ένα τραπεζικό σύστημα που περνά ακόμη δοκιμασίες, πόσο εύκολο θα είναι να βρούμε τα κεφάλαια που χρειαζόμαστε; Και με ποιο κόστος;
Μην μου πείτε και εσείς για το μαξιλάρι γιατί το πρόβλημα μας δεν είναι να περάσουμε όπως-όπως 1-2 χρόνια αλλά να εξασφαλίσουμε τη μακροπρόθεσμη προοπτική μας.
Το ελάχιστο λοιπόν που πρέπει να κάνουμε είναι να "ανασκουμπωθούμε", όσο είναι ακόμη καιρός. Η πορεία μας στις ταραγμένες αγορές, για την κάλυψη των χρηματοδοτικών μας αναγκών, μοιάζει με το ταξίδι ενός προβληματικού πλοίου σε τρικυμισμένη θάλασσα. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα δεδομένα του καιρού, μπορούμε όμως να ισχυροποιήσουμε το πλοίο μας.