Μια έξοδος στις αγορές προκειμένου να αντλήσει η Ελλάδα χρήματα για να εξοφλήσει πρόωρα τα δάνεια του ΔΝΤ ή να αντικαταστήσει άλλες ακριβότερες πηγές χρηματοδότησης, θα είχε νόημα αυτή τη στιγμή δηλώνει στο liberal.gr, o καθηγητής Π. Λιαργκόβας. Ταυτόχρονα τονίζει πως η όποια δυσκολία στην αποδοχή του αιτήματος για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων οφείλεται στη δυσπιστία των εταίρων.
Ο καθηγητής Οικονομικών στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου αναφέρει ότι η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι σημαντική αφού αυτά προσδιορίζουν και το είδος της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται. Κάνοντας λόγο για δυσπιστία των εταίρων που οφείλεται στην πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης υπογραμμίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις που προωθούν από τη σημερινή κυβέρνηση και η ταχύτητα που αυτή δείχνει θα επαναφέρει την αξιοπιστία και όταν τα αποτελέσματα γίνουν ορατά θα υπάρξει και αναθεώρηση των στόχων.
Τέλος, δηλώνει πως η αύξηση των επενδύσεων και ο στόχος που τίθεται είναι εφικτός. «Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει στο επόμενο διάστημα να κινητοποιήσει επενδύσεις ύψους 100 δισ. ευρώ στους κλάδους του τουρισμού, της ναυτιλίας, στον πρωτογενή τομέα και την μεταποίηση τροφίμων, στην ενέργεια, στην έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη, τη βιομηχανία, τα logistics και φυσικά στον κατασκευαστικό κλάδο» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Λιαργκόβας.
Συνέντευξη στον Χρήστο Ν. Κώνστα:
- Γιατί είναι τόσο σημαντικός ο πολιτικός στόχος για τη μείωση των ασφυκτικών δημοσιονομικών περιθωρίων με το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5%;
Είναι σημαντικός γιατί τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα προσδιορίζουν το είδος της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται, που δεν είναι άλλο από την πολιτική λιτότητας. Όταν απαιτείται να έχεις περίσσευμα ίσο με 3,5% του ΑΕΠ στην τρέχουσα διαχείριση, δεν έχεις την ευχέρεια να μειώσεις τη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών ή/και να αυξήσεις τις δαπάνες. Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη η χώρα μας να διατηρεί τη δημοσιονομική της ισορροπία. Αλλά γιατί να δημιουργούμε τέτοια πλεονάσματα; Ο στόχος της βιωσιμότητας του χρέους μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί με μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ αντί με εξοντωτική λιτότητα.
- Ποιες είναι οι εναλλακτικές στρατηγικές αν οι εταίροι δεν δεχθούν αλλαγή του δημοσιονομικού στόχου;
Η δυσκολία αποδοχής από τους εταίρους του δίκαιου αιτήματος για μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, οφείλεται γενικότερα στη δυσπιστία που εξακολουθούν να έχουν αυτοί απέναντι στη χώρα. Την ευθύνη όμως γι' αυτό την έχει η προηγούμενη κυβέρνηση. Αντίθετα, η σημερινή κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, να κερδίσει αξιοπιστία και να αυξήσει την προσφορά, δηλαδή το ΑΕΠ. Όταν τα αποτελέσματα αρχίσουν να γίνονται ορατά, οι εταίροι μας θα δείξουν την απαραίτητη κατανόηση και θα αποδεχθούν την αναθεώρηση του στόχου.
- Θα μπορούσε μήπως -κατά την άποψη σας- μια νέα στρατηγική αποκρατικοποιήσεων της κυβέρνησης να συμβάλει στον στόχο για αύξηση του ΑΕΠ και ταυτόχρονα στη μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα;
Οι αποκρατικοποιήσεις ήταν πάντα στην αιχμή των μνημονίων όχι μόνο γιατί μέσω αυτών αυξάνεται το ΑΕΠ καθώς ο ιδιώτης-ανάδοχος προχωρά σε νέες επενδύσεις αλλά και διότι τα έσοδά τους βοηθούν στην μείωση του υπέρογκου χρέους. Οι περισσότερες αποκρατικοποιήσεις για τις οποίες γίνεται λόγος σήμερα, είχαν ξεκινήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση. Όμως, για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και καθαρά ιδεοληπτικοί, όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκαν αλλά δημιουργήθηκαν και τεράστιες ζημιές στις εν λόγω επιχειρήσεις, π.χ. ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, ΛΑΡΚΟ, Εγνατία Οδός, ΕΒΖ και ΕΛΠΕ. Για κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να υπάρξει και μια ξεχωριστή στρατηγική με γνώμονα πάντοτε το δημόσιο συμφέρον.
- Τον τελευταίο καιρό ανακοινώνονται διάφορα ονόματα για θέσεις συμβούλων του Πρωθυπουργού… Πώς κρίνετε εσείς αυτές τις επιλογές;
Θα έλεγα αυτό που έλεγα και για μένα όταν αναλάμβανα τη θέση του Συντονιστή στο Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επί κυβέρνησης Σαμαρά: «Να με κρίνετε όταν θα δείτε το έργο μου». Πολλοί τότε είχαν βιαστεί και θεωρούσαν ότι τοποθετήθηκα εκεί για να «χαϊδεύω τα αυτιά της κυβέρνησης». Τη συνέχεια την ξέρετε… Θα έλεγα, λοιπόν, να περιμένουμε να κρίνουμε τις επιλογές προσώπων βλέποντας τα αποτελέσματα του έργου τους…
- Πόσο πιθανή είναι μια νέα έξοδος της Ελλάδας στις αγορές; Με ποιες προϋποθέσεις και με τι στόχους;
Μια νέα έξοδος στις αγορές για την άντληση 1-2 δισ. ευρώ θα είχε νόημα αυτήν τη στιγμή μόνο εάν αυτή η πρόσθετη χρηματοδότηση διοχετευτεί στην αντικατάσταση άλλων ακριβότερων πηγών χρηματοδότησης, όπως για παράδειγμα η πρόωρη εξόφληση των δανείων από το ΔΝΤ. Αυτό με βρίσκει σύμφωνο γιατί θα μειώσει περαιτέρω την ετήσια επιβάρυνση εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας.
- Ποια είναι τα μεγάλα έργα υποδομής που μπορούν να αλλάξουν τα ποσοτικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας; Πώς κινείται η κυβέρνηση στον τομέα αυτό;
Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει στο επόμενο διάστημα να κινητοποιήσει επενδύσεις ύψους 100 δισ. ευρώ στους κλάδους του τουρισμού, της ναυτιλίας, στον πρωτογενή τομέα και την μεταποίηση τροφίμων, στην ενέργεια, στην έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη, τη βιομηχανία, τα logistics και φυσικά στον κατασκευαστικό κλάδο. Μεγάλα έργα υποδομής στους παραπάνω τομείς θα βελτιώσουν την καθημερινότητα του πολίτη, θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, θα βοηθήσουν ολόκληρες περιοχές να αναβαθμιστούν και θα συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η ταχύτητα αντίδραση της κυβέρνησης στη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας και στην επιτάχυνση των μεγάλων έργων είναι εντυπωσιακή. Μένει να δούμε πώς οι διάφορες νομοθετικές πρωτοβουλίες και ο αναπτυξιακός νόμος θα εφαρμοστούν στην πράξη.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής Οικονομικών στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.