Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Θα θυμάστε οι παλαιότεροι εκείνο το ψευδο-αναρχικό σύνθημα που κοσμούσε έναν τοίχο στην πλατεία Εξαρχείων πριν καμιά εικοσαριά χρόνια: Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΑΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΟΤΑΝ ΚΟΒΕΤΑΙ ΤΟ ΡΕΥΜΑ. Ένα μπαμπουίνικο σύνθημα — και να συμπαθάνε οι μπαμπουίνοι. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ανθρώπινο, τίποτε πιο «πολιτισμένο», τίποτε πιο κοντά στη ζωή, από την τεχνολογία: δεν υπήρξε ποτέ και δεν υπάρχει καμία απολύτως πιθανότητα να υπάρξει κάποια στιγμή στο μέλλον — σε όποιο μέλλον. Η τεχνολογία είναι πάνω και από την τέχνη και από οτιδήποτε άλλο. Χωρίς αυτήν, μπορούμε να φτάσουμε το πολύ μέχρι τους βασιλιάδες και τους σουλτάνους, κι αυτό μόνο αν είμαστε τρομερά τυχεροί. Ενώ ΜΕ την τεχνολογία, ΜΕ την επιστήμη, ΜΕ το ρεύμα, μπορούμε να φτάσουμε στα άστρα. Το «ρεύμα» είναι το δεξί και το αριστερό χέρι της Ελευθερίας. Και η Ελευθερία, φύσει, μπορεί να πάει μόνο μπροστά.
Αλλά στο θέμα μας. Το μεσημέρι, λοιπόν, της Κυριακής που μας πέρασε αντιμετώπισα ένα πρόβλημα με τον υπολογιστή μου. Έναν υπολογιστή, μάλιστα, που είχα αγοράσει μόλις το βράδυ της προηγουμένης, καθώς ο προηγούμενος παρέδωσε το πνεύμα μετά από μερικά χρόνια βαριάς και διαρκούς εργασίας. Ο νέος αυτός υπολογιστής, ένα All-in-One PC, έφτασε στο σπίτι μας από το κατάστημα, και μας τον παρέδωσαν στην πόρτα (δωρεάν), στις 8 το βράδυ του Σαββάτου. Όχι ακριβώς ο πυρετός το σαββατόβραδο που έχουν στον νου τους πολλοί, αλλά έτσι πάει με εμάς. Μόλις τον παραλάβαμε, η γυναίκα μου —είναι πολύ καλύτερη από εμένα (και) σ' αυτά— τον έστησε, τον άνοιξε, προσάρμοσε τους κωδικούς μου, βρήκε το προφίλ μου, εγκατέστησε τα προγράμματα με τα οποία δουλεύω και, γενικώς, μου τον ετοίμασε και τον άφησε πάνω στο γραφείο μου.
Αλλά το πρωί της Κυριακής, κι ενώ επί μία ώρα εργαζόμουν κανονικά στο απαστράπτον καινούργιο μου μηχάνημα, ο υπολογιστής παρουσίασε ένα πρόβλημα: πάγωσε — δεν λειτουργούσε το πληκτρολόγιο και το ποντίκι. Τον έκλεισα από το κουμπί, τον ξανάνοιξα, άλλαξα πληκτρολόγιο και ποντίκι (έβαλα τα παλιά) και συνέχισα να δουλεύω, θέλοντας να πιστεύω ότι ήταν η κακιά στιγμή. Μετά από μια ώρα, όμως, το πρόβλημα παρουσιάστηκε ξανά. Και σε μισή ώρα ξανά και πάλι.
Μέχρι το μεσημέρι, αποδείχτηκε πως ο ολοκαίνουργιος, του κουτιού, υπολογιστής μου είχε πρόβλημα, και μάλιστα μάλλον πολύ σοβαρό. Καθώς δεν μπορώ να έχω καμία μέρα κενή στο πρόγραμμά μου (βασικά, ούτε ώρα κενή μπορώ να έχω…), έγραψα στο Facebook το πρόβλημα που αντιμετώπιζα, μήπως και κάποιος από τους φίλους που ακολουθώ και με ακολουθούν θα είχε να προτείνει κάτι.
Όπως αποδείχτηκε, είχαν πολλοί.
Έλαβα πάρα πολλές απαντήσεις, από ανθρώπους που ήξεραν και από ανθρώπους που ήξεραν πολύ-πολύ καλά, καθώς και μερικές δεκάδες μηνύματα στο Messenger. Μάλιστα, ήταν τόσο περισσότερο από όσα ήλπιζα ότι θα λάβαινα, που —χωρίς να έχω υπολογιστή, αλλά μόνο ένα τάμπλετ— δεν μπορούσα να απαντήσω καν σε όλα τους. Συνολικά, έλαβα 120 προτάσεις επίλυσης του προβλήματος. Οι περισσότερες κατέληγαν στο μάλλον ασφαλές συμπέρασμα πως, ό,τι και να συνέβαινε εντέλει, καλά θα έκανα να πήγαινα να μου τον αλλάξουν.
Αφού το είπαν οι περισσότεροι αυτό, δεν μπορούσα παρά να ακολουθήσω τη συμβουλή τους. Βάλαμε λοιπόν με τη γυναίκα μου τον καινούργιο, τσίλικο υπολογιστή πίσω στο κουτί του, τον φορτώσαμε στο αμάξι και πήγαμε στο κατάστημα από όπου τον είχαμε παραγγείλει διαδικτυακά την Παρασκευή.
Εκεί —φτάσαμε γύρω στις 4 το απόγευμα— μας περίμενε μία έκπληξη. Έξω από τον περίβολο του καταστήματος υπήρχε κίνηση. Ένα μικρό κυκλοφοριακό έμφραγμα: μποτιλιάρισμα… Μετρήσαμε περί τα δέκα αυτοκίνητα που περίμεναν στην ουρά, το ένα πίσω από το άλλο, για να πατήσουν το κουμπί στο μηχάνημα, να τους βγάλει το χαρτάκι, να σηκωθεί η μπάρα και να περάσουν στο πάρκινγκ του μαγαζιού. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο, βέβαια, από το να περιμένουμε στη σειρά μας, παρά την αγωνία μου.
Μπήκαμε κάποια φορά, ψάξαμε για θέση, πετύχαμε μία καθώς κάποιος φόρτωνε μια τηλεόραση και έφευγε τη στιγμή που περνούσαμε από δίπλα του, πήραμε στα χέρια την κούτα και, περνώντας μέσα από την κεντρική αίθουσα, όπου πρέπει να υπήρχαν περί τα τριακόσια άτομα (πέντε πάνω πέντε κάτω: ένα πραγματικό πλήθος, σε κάθε περίπτωση), πήγαμε στην πτέρυγα, όπου γίνονται οι αλλαγές, ο τεχνικός έλεγχος κλπ.
Εκεί, πήραμε άλλο χαρτάκι, με αριθμό προτεραιότητας. Κοίταξα τον μεγάλο φωτεινό πίνακα στη γωνία και είδα ότι είχαμε άλλα δέκα νούμερα μπροστά μας. Ούτε πολλά, ούτε λίγα. Αλλά σίγουρα πολύ λιγότερα αναλογικά με το πόσοι ήταν στην κυρίως αίθουσα για να ψωνίσουν.
Εκμεταλλεύτηκα τον χρόνο που είχαμε να σκοτώσουμε εκεί συμβουλεύοντας τη γυναίκα μου τι να πει στον νεαρό ή στη νεαρή που θα μας τύχαινε, καθώς εγώ δεν μιλώ τη γλώσσα εδώ που ζούμε — ήταν έξι συνολικά οι υπάλληλοι εκεί, πίσω από τον μεγάλο κεντρικό πάγκο. (Αυτό, το «κάτσε να σου εξηγήσω εγώ» είναι το λεγόμενο mansplaining, αλλά ας κάνουμε πως δεν το προσέξαμε). Της έλεγα να τους πει ότι πάθαμε μεγάλη ζημιά, ότι εγώ καταστράφηκα και τι θα κάνω τώρα, ότι πρέπει να βιαστούν γιατί η δουλειά μου εμένα δεν σηκώνει διαλείμματα και καθυστερήσεις, και διάφορα τέτοια — που φυσικά δεν είχαν καμία λογική και που, ακόμη πιο φυσικά, η γυναίκα μου δεν τα άκουγε καν.
Εν πάση περιπτώσει, το 112, το νούμερό μας, χτύπησε στον φωτεινό πίνακα και πήγαμε στο γκισέ νούμερο 3. Αφήσαμε επάνω στο πάσο το μηχάνημα μέσα στο κουτί του, και ο νεαρός —πέσαμε σε άντρα— μας ζήτησε τον αριθμό της παραγγελίας μας και στη συνέχεια μας ρώτησε τι πρόβλημα είχαμε με το μηχάνημα. Η γυναίκα μου του είπε (στα αγγλικά τελικώς: το παλικάρι μιλούσε πολύ καλύτερα αγγλικά από μένα, και μάλιστα με σωστή προφορά, όχι με αξάν Χαριλάου) και εκείνος κούνησε το κεφάλι, έβγαλε τον υπολογιστή από το κουτί, τον συνέδεσε στο ρεύμα, μας ζήτησε να πληκτρολογήσουμε —χωρίς να κοιτάει— τον κωδικό ξεκλειδώματος της οθόνης (KirkAris1914) και ΚΑΤΙ ΕΚΑΝΕ ΜΕ ΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ.
Στο διάστημα αυτό —που ήταν περίπου ενάμισι λεπτό συνολικά— εγώ συνέχιζα να λέω στη γυναίκα μου να του πει το και το, ότι καταστρέφεται η ζωή μου, ότι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, ότι εκεί μέσα υπήρχαν όλοι οι κωδικοί μου, από τα social media μέχρι εκείνον της τράπεζας, και διάφορα άλλα τέτοια. Και να βρουν μία λύση. (Εγώ τα έλεγα, η γυναίκα μου όμως δεν τα άκουγε).
Πέρασε το ενάμισι λεπτό, και ο νεαρός υπάλληλος έβαλε στην άκρη τον υπολογιστή και μας ρώτησε αν θα παίρναμε μετρητά ή άλλο μηχάνημα. Μάλιστα, το ένα χέρι του ήταν ήδη στο συρτάρι με τα χρήματα. Του λέμε, «Μηχάνημα, άλλο μηχάνημα!» Και εκείνος μας είπε, «Λυπάμαι, δεν θα είναι έτοιμο παρά σε δύο ώρες από τώρα, στις έξι και είκοσι με έξι και μισή. Και δεν γίνεται να σας το φέρουμε απόψε στο σπίτι σας, λυπάμαι: όλα τα δρομολόγια για το απόγευμα της Κυριακής έχουν κλείσει. Οπότε, ή θα ξανάρθετε σε ένα δίωρο να πάρετε τον καινούργιο υπολογιστή εσείς, ή θα σας τον φέρουμε εμείς — αλλά αύριο το πρωί». «Πόσο πρωί;» λέμε εμείς. «Στις εννιά», απάντησε αυτός. «Εντάξει», του λέμε, «τι να κάνουμε, φέρτε τον εσείς».
Δώσαμε τα χέρια και κάναμε να φύγουμε, όταν εγώ θυμήθηκα ξαφνικά: «Τους κωδικούς», είπα, «τους κωδικούς! My bank, my money!» (Έχω διακόσια ευρώ στην τράπεζα). Δεν χρειάστηκε να του το μεταφράσει η γυναίκα μου γιατί ήταν μάλλον προφανές αυτό που εννοούσα, οπότε ο άνθρωπος γύρισε την οθόνη προς το μέρος μου, που ήταν μαύρη και μπλε και μου είπε, «Μα τον έχω κάνει ήδη format, κύριε».
Και έτσι —κοκκινίζοντας— έληξε αυτή η περιπέτεια. Πατήσαμε το ακριανό γελαστό προσωπάκι στη μικρή οθόνη αφής δίπλα στο γκισέ (βαθμολογείς έτσι, από το 1 ώς το 5, την ποιότητα της εξυπηρέτησης) και βγήκαμε από το μαγαζί πηγαίνοντας να πάρουμε το αυτοκίνητό μας. (Πληροφοριακά, το πάρκινγκ ήταν δωρεάν).
* * *
Θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους φίλους —αλλά και ουσιαστικά αγνώστους!— προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν. Και σε όσους βοηθούν γενικώς όποτε παραστεί επείγουσα ή μη ανάγκη. Κανείς άνθρωπος δεν (πρέπει να) είναι νησί. Να είστε καλά.
Και θέλω επίσης να πω ότι σπάνια θα δεις στην Ελλάδα τόσο κόσμο στα μαγαζιά μία Παρασκευή απόγευμα, από όσο ένα μεσημέρι Κυριακής στις χώρες όπου τα καταστήματα λειτουργούν κανονικά και απρόσκοπτα κάθε μέρα της εβδομάδας, 8 π.μ. με 9 μ.μ.