Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Διάβαζα τούτα εδώ κάπου στο Facebook λίγες ώρες πριν ανακοινωθούν στο κοινό οι κωμικές αλλαγές που επέφερε ο υπερεγκέφαλος Τσίπρας σε κάποια υπουργεία:
«Ο πρωθυπουργός δεν τόλμησε να κάνει ένα σοβαρό ανασχηματισμό, να στηριχτεί στο κόμμα του και, κυρίως, να διαρρήξει τις σχέσεις του με τους ΑΝΕΛ. […] Και όμως ο Τσίπρας δεν χρειάζεται τον Καμμένο. Για έξι μήνες μετά από την καταψήφιση της πρότασης μομφής που υπέβαλε η Νέα Δημοκρατία, η κυβέρνηση Σύριζα θα μπορούσε να παραμείνει ως κυβέρνηση μειοψηφίας. Γιατί, λοιπόν, η εμμονή αυτής της συνεργασίας;»
Δεν είναι γραμμένο από μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι γραμμένο από δεκαπεντάχρονο, δεν είναι έστω γραμμένο από προπτυχιακό φοιτητή, ή από τον Μαραντζίδη. Είναι ανάρτηση από έναν άντρα μεγαλύτερο από εμένα — που είμαι και μιας κάποιας, δεν με λες και τζόβενο: όταν γεννήθηκα, ζούσε ακόμα ο Κένεντι. Βασικά, είναι γραμμένο από επώνυμο, από γνωστό άνθρωπο, δεν υπογράφεται με τις λέξεις «Τεθλιμμένη Κεντροαριστερά» ή «Μαραμένο Ρόδο» ή «Aurora Borealis». Είναι γραμμένο από έναν Έλληνα αστό σοσιαλδημοκράτη.
Δηλαδή, για να το δούμε λιγάκι, υπάρχουν πράγματι άνθρωποι στην Κεντροαριστερά (όρο εκφυλισμένο πλέον, και στενόχωρα πολύπαθο, αλλά τι να κάνουμε), άνθρωποι που δεν έχουν άμεσο όφελος από αυτό, που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο κοντά, ας πούμε, στο Ποτάμι ή στο ΠΑΣΟΚ, με τους οποίους μάλιστα πρέπει να συνεργαστεί (ή μάλλον, οι οποίοι πρέπει να συνεργαστούν με τον ΣΥΡΙΖΑ), και όχι στους ΑΝΕΛ — στους ΑΝΕΛ του Καμμένου-με-το-μπικίνι. Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και πρέπει να συνεχίζει να παίζει πρωταγωνιστικό, κεντρικό κυβερνητικό ρόλο στην Ελλάδα.
Άνθρωποι κατά τα άλλα σοβαροί-σοβαρότατοι, με μόρφωση, με σπουδές, με χρήματα (αυτό βέβαια παίζει πολύ σημαντικό ρόλο εδώ, τον σπουδαιότερο, ας μην το ξεχνάμε: αν έχεις λεφτά, αν δεν σε προβληματίζει προσωπικά τι θα γίνει αύριο με την οικονομία, αν είσαι τακτοποιημένος, μέχρι και τον κομουνιστή μπορείς να προσποιηθείς — και εννοούμε βέβαια έναν ηγέτη κομουνιστή, έναν διανοούμενο, όχι καμιά πλέμπα), υπάρχουν άνθρωποι, έλεγα, σοσιαλδημοκράτες, που αν είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε μία κυβέρνηση της ΝΔ με τον Μητσοτάκη και σε μία κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τον Τσίπρα και με όλη τη γνωστή και μη εξαιρετέα αφρόκρεμα των στελεχών του από δίπλα, θα προτιμούσαν (και θα ψήφιζαν) την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, και δη καταστατικά. Για την ακρίβεια, την προτιμούν ήδη. Και τη στηρίζουν. Σαν να πρόκειται για κάτι προσωπικό — για κάτι σεξουαλικό, αν μου επιτρέπεται να πω κάτι τέτοιο. Σαν να πληγωνόταν, εάν έπρατταν διαφορετικά, το φύλο τους. Σαν να θέλουν να πονούν.
Κυρίως: υπάρχουν άνθρωποι στη μια πάντα του Κέντρου (όχι όλοι φυσικά: μάλλον ελάχιστοι — αλλά παρά ταύτα) που δεν έχουν καταλάβει τίποτε. Όλα αυτά τα χρόνια (από το '10 και μετά που βραχνιάσαμε να φωνάζουμε, αλλά ΕΣΤΩ από το '15 και δώθε) πέρασαν από πάνω τους χωρίς να βρουν την παραμικρή αντίσταση μέσα στο κεφάλι τους. Τίποτε. Μηδέν. Το κενό. Δεν έχουν αφήσει τον εαυτό τους να ΔΕΙ. Σαν κάτι χριστιανούς που βλέπουν τις εικόνες να δακρύζουν. «Μα είναι σπορέλαιο», τους λες, «το 'βαλε ο παπάς, νά τον που τρέχει με τα ράσα». «Όχι», επιμένουν αυτοί, «κλαίει η Παναγιά».
«Μα είναι τακίμια ο Τσίπρας με τον Καμμένο, είναι το ίδιο πράγμα, συμφωνούν σε καθετί και χαίρονται γι' αυτό, και το ομολογούν, δεν σου το κρύβουν, είναι οι δύο κεφαλές του εθνικολαϊκιστικού, ή σκέτα εθνικιστικού, Κέρβερου, είναι η διπλή προσωποποίηση της μισαλλοδοξίας — για να μην πούμε τίποτε για το κονόμι. Καραμανλικοί, Ανεξέλ, συριζαίοι, όλη η σάρα και η μάρα έχουν αφομοιωθεί πλέον εν αγάπη, έχουν γίνει σαρξ μία. Η κυβέρνηση αυτή, όχι απλώς δεν διέπεται από… αρχές, αυτό είναι αστείο ακόμη και να το συζητά κανείς, αλλά όλα τα μέλη και τα στελέχη της συμπεριφέρονται σαν κομάντο οπισθοφυλακών σε στράτευμα υπό υποχώρηση: ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε — άσε δε τις ναρκοθετημένες περιοχές, τις βομβαρδισμένες ράγες και τις καμένες γέφυρες που θέλουν να αφήσουν πίσω τους. Δες και πώς θα συμπεριφερθούν στο εξάμηνο μέχρι τις εκλογές: θα υποσχεθούν να διορίσουν και να δώσουν όσα δεν υποσχέθηκε ποτέ ούτε ο Γκόρτσος, μπας και περιορίσουν κάπως, ελάχιστα, το μέγεθος της ήττας τους». «Όχι, όχι, μα τι λες, όλα αυτά είναι συγγνωστοί συμβιβασμοί στην πορεία για μια καλύτερη κοινωνία, για έναν πιο δίκαιο κόσμο, για ένα πιο ανθρώπινο αύριο, για την παγκόσμια ειρήνη και τον αφοπλισμό». Άλαλα τα χείλη…
Δεν έχω εξηγήσεις για το φαινόμενο. Ή, τέλος πάντων, δεν έχω καταλήξει κάπου συγκεκριμένα. Υποθέτω πως είναι πολυπαραγοντικό. Η γαλλοθρεμμένη (και γενικώς καλοθρεμμένη) gauche caviar των σαλονιών, σαν τους πιστούς των εκάστοτε εσχατολογικών αιρέσεων που συναινούν ασυζητητί στην απαιτούμενη υπακοή, αγαπά ανέκαθεν τα οράματα της ριζοσπαστικής-πεζοδρομιακής Αριστεράς, ακόμη και όταν αυτά αυτοσυντρίβονται, φυσικά, από την πραγματικότητα, τον οπορτουνισμό, τη βλακεία και τον κυνισμό της ηγεσίας τους — και ψάχνει για άλλα, μέσω άλλων εκφραστών τους.
Κάπως έτσι κατέληξαν και οι δικοί μας αντίστοιχοι κεντροαριστεροί-σοσιαλδημοκράτες κλπ. να συναγελάζονται με (αν έχεις τον Θεό σου) τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ό,τι πιο αυθεντικά κωμικό έχει να επιδείξει η παγκόσμια κινηματική ιστορία όλων των εποχών. (Δεν ξεχνώ ότι είναι καταστροφείς και επικίνδυνοι οι Τσίπρας και Σία, αλλά κυρίως είναι βλάκες). Δεν θέλουν να δουν και να ακούσουν το παραμικρό. Ό,τι δεν είναι «δεξιό», θα βγουν και θα σου πουν, είναι καλό. Απλώς μπορεί να γίνει καλύτερο. Ρίχνοντας λίγο νερό στο προσέκο μας στην πορεία. Μάλιστα, εάν τούς ζητείτο, θα συναινούσαν σε μία συγκυβέρνηση και ΧΩΡΙΣ να φύγει ο Καμμένος.
Δεν θέλω να πω περισσότερα για να μην κακοκαρδίσω κάποιους. Θα κλείσω όμως με αυτό που ένας σοφός φίλος μου προσφυώς ονομάζει «λουμπενοποίηση» όλων των στρωμάτων στην Ελλάδα. Ακόμη και αυτών που παραδοσιακά θα λέγαμε ελίτ.
Και θα το αφήσω έτσι, για να το σκεφτούμε όλοι μας. Κι εγώ, και εσείς, και αυτοί. Αυτή τη λουμπενοποίηση των ελίτ.