Του Γιάννη Παντελάκη
Κάποια κόμματα και βουλευτές περίμεναν, με σχετική αγωνία και για αρκετές ημέρες, τη θέση που θα πάρει το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής για τον νέο εκλογικό νόμο. Αν οι ψήφοι της θα αθροίζονταν στη μια ή την άλλη πλευρά. Το γεγονός αυτό από μόνο του σηματοδοτεί μια ήττα του πολιτικού συστήματος. Η σύνδεση των πολιτικών εξελίξεων με τη συγκεκριμένη οργάνωση αποτελεί μια εμφανή απόδειξη αδυναμίας να διαχειριστούν το πιο αποκρουστικό φαινόμενο της μεταπολίτευσης. Το οποίο, σύμφωνα και με όσα και οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις έχουν ισχυριστεί, αντιμετωπίζεται μόνο με μια ηχηρή απομόνωση.
Περίπου είκοσι ημέρες πριν οι νεοναζιστές εκδηλώσουν την πρόθεσή τους ν'' απέχουν από την ψηφοφορία για το σχέδιο εκλογικού νόμου, κάποια τουλάχιστον, κυβερνητικά στελέχη έκαναν υπολογισμούς. Ο πρόεδρος της Βουλής έλεγε πως «δεν υπάρχουν ευπρόσδεκτοι και μη ευπρόσδεκτοι ψήφοι» και ότι «θα περιμένουμε τι θα πει η Χρυσή Αυγή»! Την ίδια περίοδο ο υπουργός Π. Κουρουμπλής έκανε τους δικούς του αριθμητικούς υπολογισμούς λέγοντας πως λείπουν 3 ψήφοι ως τις 200. Δηλαδή, υπολόγιζε και εκείνες των Χρυσαυγιτών.
Οι ίδιο οι νεοναζιστές με τη στάση αναμονής που κρατούσαν άφηναν ουσιαστικά το πολιτικό προσωπικό να εκτίθεται. Και το τελευταίο δεχόταν να το κάνει. Να τους αναγάγει με κάποιο τρόπο ρυθμιστές ή κρίσιμους παράγοντες των όποιων εξελίξεων. Στο όνομα κάποιων στρατηγικών σχεδιασμών κοντόφθαλμου χαρακτήρα, επέτρεπαν στους ανθρώπους αυτούς να παίζουν κάποιο ρόλο.
Η αλήθεια είναι πως και η προηγούμενη κυβέρνηση έκανε προσπάθειες προσεταιρισμού των ψηφοφόρων της συγκεκριμένης οργάνωσης. Πάλι στ'' όνομα μικροπολιτικών τακτικών. Η περίπτωση του συνομιλητή τους Μπαλτάκου, τότε πανίσχυρου γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου, είναι η πιο χαρακτηριστική.
Η καθολική άρνηση του πολιτικού προσωπικού να τους απομονώσει, από την εμφάνισή τους κιόλας, ουσιαστικά τους ενίσχυσε. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα σε προεκλογικές περιόδους όπου κόμματα, στην προσπάθειά τους να κερδίσουν περισσότερους ψήφους (ανθρώπων που είχαν οδηγηθεί στη Χρυσή Αυγή), τους προσέγγιζαν υιοθετώντας τη θεωρία των «παραπλανημένων ψηφοφόρων». Μια θεωρία, ωστόσο, που (μετά από αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις όπου η οργάνωσε παγίωσε την τρίτη θέση στο πολιτικό σκηνικό) αποδείχτηκε ότι ήταν λάθος. Δεν πρόκειται για παραπλανημένους, αλλά απόλυτα συνειδητοποιημένους ψηφοφόρους. Ανθρώπους που, παρότι αποκαλύφθηκαν τα χαρακτηριστικά αυτής της οργάνωσης, επέμειναν να τους ψηφίζουν.
Η απομόνωση τους ως σταθερή τακτική από το σύνολο του πολιτικού προσωπικού δεν προτιμήθηκε. Κατά βάση για λόγους ψηφοθηρικούς. Επιλέχτηκε συχνά η τακτική της προσέγγισης και το αποτέλεσμα το βλέπουμε. Αποτυπώνεται στις αλληλοκατηγορίες που ανταλλάσσουν κατά βάση εκπρόσωποι των δυο μεγαλύτερων κομμάτων με αφορμή τη στάση της Χρυσής Αυγής στο θέμα του εκλογικού νόμου. Οι μεν άθροιζαν τις ψήφους στους δε και το αντίστροφο.
Από όλη αυτήν την εξέλιξη, που μπορεί να έχει τον τίτλο «περιμένοντας τους Χρυσαυγίτες», οι μοναδικοί κερδισμένοι είναι οι ίδιοι. Και σίγουρα ο μεγάλος χαμένος η ίδια η δημοκρατία, που δεν τους απομονώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο...