«Οι ‘Βάκχες’ είναι η κατεξοχήν τραγωδία για το συλλογικό ασυνείδητο του διονυσιακού κόσμου. Ο Ευριπίδης ενορχηστρώνει αριστοτεχνικά την έλευση ενός νέου Θεού, ο οποίος διεκδικεί την αποδοχή και την λατρεία σε μια προσπάθεια να συμβιβάσει και να εξισορροπήσει την ζωώδη με την έλλογη φύση του ανθρώπου» σημειώνει ο Κωνσταντίνος Χατζής. Ο Κωνσταντίνος Χατζής σκηνοθετεί το τελευταίο έργο του Ευριπίδη που ανεβάζει η Ομάδα Χρώμα, στο πλαίσιο του θεσμού του Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, «’Ολη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» (σε συνεργασία με το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης). Οι «Βάκχες» κάνουν πρεμιέρα τις επόμενες ημέρες σε διάφορα αρχαία θέατρα. Η πρεμιέρα τους, στο Αρχαίο Θέατρο Δημητριάδος του Βόλου, ματαιώθηκε από το ΥΠΠΟΑ λόγω κορονοϊού.
Η παράσταση, μινιμαλιστικής αισθητικής αλλά συμπυκνωμένης δύναμης , καθηλώνει, για, περίπου, μία ώρα τον θεατή. Ο λόγος διαυγής , στην ρυθμική ποιητική μετάφραση της Ομάδας Χρώμα, μεταφέρει στο κοίλον και τα τρία στοιχεία που συνυπάρχουν στο κείμενο -το τραγικό, το δραματικό και το θεατρικό. Όπως διαπιστώσαμε παρακολουθώντας πρόβα του θιάσου στο Ιδρυμα Κακογιάννη, η σκηνοθεσία (Κωνσταντίνος Χατζής) δεν πασχίζει να εντυπωσιάσει, αλλά ακολουθεί τη νοηματική γραμμή του κειμένου. Εξαιρετικό το ηχητικό περιβάλλον της παραστασης, συντελεσμένο από τις φωνές των ηθοποιών, αλλά και η κίνηση που συνοδεύει τον λόγο. Οι έξι πρωταγωνιστές, διαφορετικών θεατρικών σχολών , έχουν καταφέρει να λειτουργήσουν ως σημαντικές μονάδες (υποδυόμενοι υποδειγματικά τους ρόλους τους) αλλά και έως ένα ενιαίο αλληλοσυμπληρούμενο σύνολο (στον χορό).
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου , με διπλή παρουσία, μεταμορφώνεται , από τον έναν ρόλο στον άλλο: υποδύεται τον Πενθέα, ισχυρό, ατρόμητο και «μαγκάκι» στην αρχή, έναν «άτρωτο» νεαρό βασιλιά ο οποίος δεν φοβάται κανέναν. Μέσα σε λίγους στίχους θα μετατραπεί σε πιόνι και «υποχείριο» του Διονύσου, βαδίζοντας στο δρόμο του αφανισμού του. Η Αγαύη της μέσα στο νυφικό της θα θριαμβολογήσει για το λιοντάρι – λάφυρο του κυνηγιού της ενώ, όταν συνειδητοποιήσει την πράξη της θα επιστρέψει στη στιγμή της γέννας, για παραδοθεί, ξαπλωμένη στην ορχήστρα, εν τέλη στη γη. Γυμνόστηθη με καθηλωτική κίνηση (κίνηση/χορογραφία Χριστίνα Σουγιουλτζή, επιμέλεια κίνησης Λουκάς Θεοδοσόπουλος) κι ένα σχοινί τυλιγμένο γύρω από το λαιμό και τα μάτια της, η Ηλέκτρα Καρτάνου ερμήνευσε τον Αγγελιοφόρο Β’. Ο Τειρεσίας της Τζίνας Θλιβέρη, με τη σοφία των γηρατειών του ακολουθεί τη βακχεία και συμβουλεύει τον Πενθέα να πράξει το ίδιο και να δεχθεί τον θεό Διόνυσο στην πόλη της Θήβας.
Τρεις ηθοποιοί της νεότερης γενιάς ξεχωρίζουν με τις ερμηνείες τους, θέτοντας υποθήκη για ένα λαμπρό μέλλον. Ο Νίκος Μάνεσης ως Διόνυσος, παρά το νεαρό της ηλικίας του, δυσανάλογο με το βάρος του ρόλου, απέδωσε με πιστότητα λόγου και κίνησης τον θεό που ενανθρωπίζεται, σαγηνεύει και εκδικείται. Από τους πρώτους στίχους επιβάλλεται με την φωνή και την παρουσία του. Η Μαριάμ Ρουχάτζε «μπαίνει» με επιτυχία στο κοστούμι του Κάδμου και με υπέροχη φωνή «ψάλει» το «Χριστός Ανέστη». Ο Φρουρός του Νίκου Σαμουρίδη πειστικότατος στο ρόλο του, ακροβατεί κάποια στιγμή στηριζόμενος στα χέρια του.
Η ενδυματολογική επιμέλεια είναι της Μάγδας Λαδά, η δραματουργική επεξεργασία της Μάρθας Κοσκινά, η φιλολογική επιμέλεια της Βίκυς Χρήστου και η μουσική επιμέλεια του Κωνσταντίνου Χατζή. Βοηθός Σκηνοθέτη: Στέλλα Παπακωνσταντίνου/Μαίρη Καλδάρα.
Οι «Βάκχες» με λίγα λόγια...
Ο Θεός Διόνυσος, γιος του Δία και της Σεμέλης, επιστρέφει στην γενέτειρά του, την Θήβα, προκειμένου να διδάξει την ιερή βακχεία στην πόλη του. Βρίσκοντας αντίσταση από την Αρχή της πόλης, τον ξάδελφό του Πενθέα, ξεσηκώνει τις γυναίκες της πόλης σε μια ιερή τρέλα, την Βακχεία, προκειμένου να δείξει την δύναμή του. Ο Πενθέας τον συλλαμβάνει, προσπαθώντας να επιβάλει την δύναμή του και να φυλακίσει έναν θεό. Ο Θεός όμως έχει ήδη παρακινήσει τις Βάκχες του στον Κιθαιρώνα, όπου μέσα στην ιερή φύση, εκείνες κάνουν θαύματα εγκολπώνοντας την διάσταση της φύσης του περιβάλλοντος μέσα στην ανθρώπινη φύση. Η εκδίκηση του Θεού έρχεται σαν τον κεραυνό του Δία που είχε κατακάψει την μητέρα του Σεμέλη: παρασυρμένος από την δίψα του για να μην αποδεχτεί τον θεό, ο Πενθέας μεταμφιεσμένος ανεβαίνει στον Κιθαιρώνα προκειμένου να δει με τα ίδια του τα μάτια το μελωδικό μεθύσι των Βακχών και τα θαύματα που κάνουν. Εκεί, όμως τον κατασπαράσσει ζωντανό η ίδια του η μητέρα, Αγαύη, νομίζοντας ότι είναι νεαρό λιοντάρι. Ο Διόνυσος, θριαμβευτής επιβάλλει την δύναμή του στην Θήβα η οποία τον λατρεύει σαν θεό και θεραπευτή.