Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Σήμερα έχουμε τη χαρά να συνομιλούμε με τον Χρήστο Αλεφάντη, διευθυντή σύνταξης του περιοδικού δρόμου «σχεδία». Τον ευχαριστούμε θερμότατα για τον χρόνο του και για όλα όσα μάς είπε, όπως επίσης ευχαριστούμε και εσάς που αγοράζετε συστηματικά, κάθε μήνα, τη «σχεδία», καθώς και, εκ των προτέρων, όλους εσάς που θα κοινοποιήσετε αυτή τη συζήτηση. Είναι πολύ σημαντικό.
* * *
— Αγαπητέ κύριε Αλεφάντη, πώς θα περιγράφατε με δυο λόγια τη «σχεδία» σε κάποιον που δεν την ξέρει καθόλου;
Χ.Α.: Η «σχεδία» είναι ένα περιοδικό δρόμου. Αυτό που τη διαφοροποιεί από τον υπόλοιπο Τύπο, τα υπόλοιπα περιοδικά, είναι ότι δεν πωλείται στη συνήθη σημεία διάθεσης Τύπου, περίπτερα, ψιλικατζίδικα κλπ., αλλά αποκλειστικά και μόνο στους δρόμους της πόλης (στην περίπτωση της Ελλάδας, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη) από ανθρώπους όπως εσείς κι εγώ, μοναχά που οι συγκεκριμένοι είναι πολύ πιο φτωχοί από μας. Είναι άνθρωποι που έχουν βρεθεί στον δρόμο, άστεγοι, μακροχρόνια άνεργοι, συνάνθρωποί μας που βιώνουν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό σε πολύ ακραίες μορφές.
Αυτό που συμβαίνει δε με τη «σχεδία» και με όλα τα περιοδικά δρόμου του πλανήτη είναι ότι από την τιμή πώλησης του περιοδικού, που είναι 4 €, το μεγαλύτερο ποσοστό (τα 2,50 €, εκ των οποίων τα 1,52€ καθαρά: το υπόλοιπο είναι εισφορά ΕΦΚΑ, παρακράτηση φόρου και χαρτόσημο) αποτελεί έσοδο για τους ίδιους. Με άλλα λόγια, η «σχεδία» παρέχει τη δυνατότητα σε συνανθρώπους μας που έχουν χάσει τα πάντα να εξασφαλίσουν με αξιοπρέπεια ένα μικρό έστω έσοδο την ημέρα για να καλύψουν κάποιες από τις πιο βασικές τους ανάγκες. Και αυτό συμβαίνει κάνοντας μια δουλειά, στην ουσία, και όχι επαιτώντας.
Το σημαντικότερο όμως, όπως θα σας πουν και οι ίδιοι, είναι ότι η «σχεδία» είναι μια κοινωνική διαδικασία που ενεργοποιεί και ενδυναμώνει τον άνθρωπο, που κάνει το αόρατο ορατό. Γνωρίζετε και εσείς πολύ καλά ότι το πιο σκληρό στην απόλυτη φτώχεια είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός, πώς σε ξεχνούν όλοι, πώς περνάς στο περιθώριο. Μέσα από τη «σχεδία», λοιπόν, κάποιοι άνθρωποι κάνουν αποφασιστικά βήματα στον δρόμο προς την πλήρη κοινωνική επανένταξη. Ξυπνούν το πρωί και έχουν ένα στόχο: θα έρθουν από το γραφείο, θα πούμε μια «καλημέρα», θα πάνε στο πόστο τους με το περιοδικό στο χέρι για να δηλώσουν «παρών» και «παρούσα», να μιλήσουν με τον κόσμο. Αυτή η αποκατάσταση της αίσθησης του ανήκειν, ότι δεν είμαι αόρατος αλλά ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας, είναι πολύ πιο σημαντική από όλα τα λεφτά του κόσμου. Δεν το λέω εγώ, το λένε οι ίδιοι.
— Ήταν πράγματι μία άριστη περιγραφή. Πόσοι είναι, λοιπόν, σήμερα οι πωλητές της «σχεδίας»; Και πόσοι ήταν τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας της;
Χ.Α.: Καθημερινά στους δρόμους της πόλης βγαίνουν κάπου 150 άνθρωποι, από 20 ώς 75 χρόνων — ίσως και παραπάνω. Την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας της «σχεδίας», την Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013, 15 άνθρωποι φόρεσαν το κόκκινο γιλέκο. Από τότε έχουν περάσει από τη «σχεδία» εκατοντάδες άνθρωποι, από τον απλό ανειδίκευτο εργάτη που ήταν το πρώτο θύμα της κρίσης μέχρι αρχιτέκτονες, δημοσιογράφους και λογιστές που αναζητούσαν μια «σχεδία», κάπου να πιαστούν. Στον βαθμό που γνωρίζω, είμαστε το μόνο περιοδικό δρόμου που, σε κάποια φάση, είχε μια μεγάλη λίστα αναμονής. «Wow! Πώς συμβαίνει αυτό; Για εμάς είναι αδιανόητο, δεν υπάρχουν τόσοι πωλητές», είχε σχολιάσει, θυμάμαι, η εκπρόσωπος του αυστραλιανού περιοδικού δρόμου «The Big Issue», όταν είχα μοιραστεί την εμπειρία μας αυτή σε ένα συνέδριο. «Μια φοβερή οικονομική κρίση χρειάζεστε και θα δείτε και εσείς πώς γίνεται», ήταν η απάντηση.
— Καταλαβαίνω… Είστε οπότε σε επαφή με τα «ομόλογα» περιοδικά στην Ευρώπη και αλλού. Πώς είμαστε εμείς σε σχέση με άλλες χώρες; Αγοράζουμε αναλογικά περισσότεροι ή λιγότεροι τη «σχεδία»;
Χ.Α.: Η σημαντικότερη διαφορά με τα περιοδικά δρόμου της Ευρώπης, ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής, τέλος πάντων, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Ξέρετε, στον ευρωπαϊκό Βορρά για παράδειγμα, η αστεγία είναι κυρίως συνδεδεμένη με ζητήματα που έχουν να κάνουν με προσωπικές επιλογές, όπως είναι η χρήση ή η κατάχρηση ουσιών, και με ζητήματα ψυχικής υγείας. Στο Όσλο, επί παραδείγματι, στο περιοδικό δρόμου απασχολούνται 500 άνθρωποι, και οι 500 είναι νυν (όχι πρώην) χρήστες ουσιών, όπως μου έλεγε ο ελληνικής καταγωγής art director του περιοδικού, Δημήτρης Κουτσομύτης.
Οι πωλητές της «σχεδίας» είναι όλοι μα όλοι θύματα της κρίσης. Άνθρωποι που είχαν μια φυσιολογική ή, τέλος πάντων, μια ζωή που το πάλευαν, και ήρθε η κρίση και διέλυσε τα πάντα. Υπάρχουν άνθρωποι στη «σχεδία» μας, υπέροχοι, αγωνιστές της ζωής, πάρα πολύ φτωχοί που δεν είπαν ποτέ στην οικογένειά τους ότι, «Ξέρεις, έχασα τα πάντα. Είμαι άστεγος». Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, να σας πω ότι η «σχεδία» πουλά κάπου 23.000 αντίτυπα τον μήνα (είχαμε μάλιστα μια πτώση το 2018, όταν η επιβολή ΕΦΚΑ στο εισόδημα των πωλητών μάς εξανάγκασε να αυξήσουμε την τιμή από τα 3€ στα 4€), μια πραγματικότητα που την κατατάσσει στις πρώτες θέσεις μεταξύ των μηνιαίων περιοδικών όσον αφορά την κυκλοφορία, ενδεχομένως στην πρώτη θέση, αν συνεκτιμηθεί ότι η «σχεδία» διανέμεται μόνο στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Αυτό δείχνει ότι ο απλός κόσμος έχει αγκαλιάσει το περιοδικό. Και όταν λέμε το περιοδικό, εννοούμε τον ίδιο τον άνθρωπο. Γιατί η «σχεδία» είναι ο άνθρωπος που την πουλάει.
— Οι άνθρωποι που αγοράζουν το περιοδικό το διαβάζουν; Γιατί, αν προσωπικά ξέρω κάτι για τη «σχεδία», είναι ότι έχει καλά πρωτογενή κείμενα, ότι είναι δηλαδή ένα έντυπο που διαβάζεται.
Χ.Α.: Καταρχάς, σας ευχαριστώ θερμά για τον καλό σας λόγο. Η «σχεδία» γράφεται λέξη προς λέξη. Μας νοιάζει, αγωνιζόμαστε να είναι και ένα πολύ καλό περιοδικό ώστε να έχει μια πραγματική αξία γι' αυτόν που την παίρνει στα χέρια του, πέρα από το γεγονός ότι με την αγορά της αυτομάτως συμμετέχει σε μια πράξη αλληλεγγύης και κοινωνικής υποστήριξης. Υπηρετούμε τις αρχές της εποικοδομητικής δημοσιογραφίας, προσπαθούμε, με άλλα λόγια, να μιλάμε για λύσεις, να μη στεκόμαστε μόνο στα προβλήματα. Ως δημοσιογράφος κιόλας, χαίρομαι πάρα πολύ που ο κόσμος δεν αγοράζει απλά, αλλά διαβάζει το περιοδικό. Και όχι μόνο το διαβάζει, αλλά ενεργοποιείται μέσα από αυτό.
Πριν από τρία χρόνια είχαμε αναζητήσει μια δωρεά για να πραγματοποιήσουμε μια έρευνα για τον κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο που έχει η κυκλοφορία του ελληνικού περιοδικού δρόμου. Την έρευνα διενήργησε η Deloitte, περιελάμβανε δε και μια έρευνα αναγνωστικού κοινού. Εκεί θα διαβάσετε ότι το 48,4% των αγοραστών δηλώνει ότι διαβάζει «πάντα» το περιοδικό, ενώ το 30,4% μας διαβάζει «περιστασιακά». «Συχνά» μας διαβάζει το 18,6%. Μόλις το 2,5% δήλωσε ότι δεν διαβάζει «ποτέ» το περιοδικό που αγοράζει. Η «σχεδία» δεν αφορά μόνο τον άνθρωπο που φορά το κόκκινο γιλέκο, αλλά συμβάλλει τόσο στην ενημέρωση των πολιτών όσο και στην ενεργοποίησή τους σε κοινωνικά θέματα.
«Θεωρείτε ότι η “σχεδία” ή άλλες πρωτοβουλίες που υποστηρίζονται από το περιοδικό σάς ώθησαν να γίνετε πιο ενεργός πολίτης, συμμετέχοντας πιο ενεργά σε κοινωνικές πρωτοβουλίες;» ήταν μία από τις ερωτήσεις που περιλαμβάνονταν στην έρευνα «αναγνωστικού κοινού και αναγνωρισιμότητας». Στην κλίμακα από το 1 ώς το 10, το 31,7% των ερωτηθέντων βρίσκεται μεταξύ του 7-8 και το 16,1% μεταξύ του 9-10, γεγονός που σημαίνει ότι σχεδόν ένας στους δύο αναγνώστες του περιοδικού συμμετέχουν πιο ενεργά στην κοινωνική μας ζωή, εξαιτίας των ερεθισμάτων που λαμβάνουν από τη «σχεδία». Το περιοδικό φαίνεται ότι μας βοηθά, επίσης, να αντιληφθούμε καλύτερα τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Στην ερώτηση «Θεωρείτε ότι η “σχεδία” σάς έχει βοηθήσει να αντιληφθείτε καλύτερα την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα, τόσο σε σχέση με ζητήματα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και γενικότερα», και στην κλίμακα από το 1 ώς το 10, το 36,6% τοποθετείται μεταξύ του 7 και του 8, και το 22,4% (πάνω από 1 στους 5, δηλαδή) μεταξύ του 9 και του 10. Θεωρούμε πολύ σημαντικά αυτά τα ευρήματα.
— Και είναι, πράγματι. Πείτε μας, ποια είναι η ρουτίνα ενός πωλητή της «σχεδίας»; Μια καθημερινή του ημέρα, σε σχέση πάντα με το περιοδικό.
Χ.Α.: Εννοείται ότι οι πωλητές είναι όπως όλοι εμείς. Θέλω να πω ότι δεν έχουν την ίδια ρουτίνα, αλλά ο καθένας έχει τη δική του ζωή και προσπαθεί με τον δικό του τρόπο να ξανακερδίσει ό,τι έχει χαθεί. Υπάρχουν άνθρωποι που η μόνη τους σχέση μαζί μας είναι να έρχονται στο γραφείο, να παίρνουν τα περιοδικά και να πηγαίνουν στο πόστο τους για να τα διανείμουν. Μέχρι εκεί. Υπάρχουν, από την άλλη, άνθρωποι που συμμετέχουν πολύ ενεργά σε πολλές από τις δραστηριότητές μας —«σχεδία» δεν είναι μόνο η διανομή του περιοδικού— είτε πρόκειται για μια επίσκεψη στο Μουσείο Μπενάκη για να ξεναγηθούμε στην έκθεση του σπουδαίου Έλληνα ζωγράφου Γιάννη Μόραλη, είτε για να συμμετάσχουν στα εργαστήρια 3D κολάζ που έχουμε ξεκινήσει αυτό τον καιρό, είτε ακόμη για να έρθουν μαζί μας στον Εθνικό Κήπο να παίξουμε Petanque. Έχουμε και ομάδα Petanque.
— Που είναι ένα καταπληκτικό παιχνίδι — στο οποίο δεν είμαι καθόλου καλός… Πάμε σε κάποια άλλα πράγματα, αν θέλετε. Καταρχάς, πόσοι είναι σήμερα οι άστεγοι στην Ελλάδα; Κατά προσέγγιση φυσικά.
Χ.Α.: Δεν το γνωρίζω, και θεωρώ ότι κανείς δεν μπορεί να σας πει με βεβαιότητα. Αυτό που σίγουρα μπορώ να σας πω είναι ότι πρόκειται για πολλές χιλιάδες — είτε πρόκειται για ανθρώπους που ζουν στον δρόμο είτε, ακόμη, και για ανθρώπους που, όταν έχασαν τα πάντα και βρέθηκαν με το ένα πόδι στο παγκάκι, εμφανίστηκε ένας δικός τους άνθρωπος, φίλος, συγγενής, μάνα και τους είπε, «Χρήστο, δεν θα σε αφήσω να μείνεις στον δρόμο. Θα σε φιλοξενήσω εγώ». Και αυτός άστεγος είναι.
— Ναι… Και μοιράζονται στις δύο μεγάλες πόλεις, να υποθέσουμε, αναλογικά και με τον πληθυσμό τους; Σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη;
Χ.Α.: Νομίζω ότι, όσο πιο μεγάλη η πόλη, τόσο πιο έντονο το πρόβλημα. Θεωρώ ότι στην Αθήνα τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα.
— Αν έχει κάποια σημασία αυτό, πόσοι είναι Έλληνες και πόσοι ξένοι; Ποιο είναι το ποσοστό των άστεγων γυναικών; Τι ποσοστά αλκοολισμού ή και χρήσης ναρκωτικών έχουμε ανάμεσά τους;
Χ.Α.: Η συντριπτική πλειοψηφία είναι Έλληνες, ενώ υπάρχουν και ελάχιστοι Σύροι, Κούρδοι, συμπολίτες μας από χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ κ.λπ. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία για εμάς, όπως αντιλαμβάνεστε. Εμείς δεχόμαστε ότι όποιος περνάει το κατώφλι μας έχει ανάγκη και προσπαθούμε να τον υποστηρίζουμε να υποστηρίξει ο ίδιος τον εαυτό του.
— Προφανώς. Από την άλλη, πώς καταλήγει κανείς να μείνει άστεγος; Μπορεί άραγε να τύχει στον καθένα; Υπάρχουν κάποια μοτίβα που ακολουθούνται;
Χ.Α.: Αν διαβάσετε τις ιστορίες τους που δημοσιεύουμε κάθε μήνα στην τελευταία σελίδα (θα τις βρείτε όλες και στην ιστοσελίδα μας www.shedia.gr), θα διαπιστώσετε ότι, ναι, μπορεί να συμβεί στον καθένα. Αυτό τουλάχιστον είναι το δικό μου συμπέρασμα. Στα πρόσωπα των πωλητών της «σχεδίας» βλέπω τον φίλο μου, την αδελφή μου, τον πατέρα μου, εμένα τον ίδιο.
— Μάλιστα. Και τώρα, τι γίνεται με αυτό το θέμα από πλευράς Πολιτείας — της κεντρικής διοίκησης και των Δήμων;
Χ.Α.: Η Πολιτεία, η κεντρική διοίκηση, η κοινωνία ολόκληρη πιάστηκε παντελώς απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει αυτό που μας συνέβη και που συμβαίνει ακόμη. Προσπάθησε και προσπαθεί να διαχειριστεί ένα μεγάλο πλέον κοινωνικό πρόβλημα και όχι να το λύσει.
— Ναι… Η οργανωμένη Εκκλησία βοηθά;
Χ.Α.: Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι και η οργανωμένη Εκκλησία έχει βοηθήσει στη διαχείριση του προβλήματος. Ωστόσο, πάντα τίθεται το ερώτημα αν θα μπορούσε κανείς να κάνει το «κάτι παραπάνω». Είναι ένα ερώτημα που απευθύνουμε καθημερινά και στους εαυτούς μας τους ίδιους.
— Καταλαβαίνω. Υπάρχει, νομίζω, ένα τετράπτυχο που πρέπει να αντιμετωπιστεί εδώ: της σίτισης αρχικά, της στέγασης, της περίθαλψης και της μέριμνας για την, ας την πούμε, αποκατάσταση των αστέγων — εννοώ, ενέργειες για να μην ξαναβρεθεί στον δρόμο ο άνθρωπος και για να μπορέσει να ξαναστηθεί στα πόδια του… Μπορεί να βρει δουλειά ένας άστεγος, και πού;
Χ.Α.: Ξέρετε, εμείς αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε εδώ μέσα από τη «σχεδία» και όλες μας τις δράσεις είναι να δούμε πέρα από τη σίτιση και τη στέγαση, που, δεν χωρά αμφιβολία, είναι πράγματα θεμελιώδη. Το σημαντικότερο είναι να μπορέσει ο άνθρωπος να ξανασταθεί στα πόδια του, να ξαναπιστέψει στον εαυτό του, στην κοινωνία την ίδια. Πάνω σε αυτό έχουμε επεξεργαστεί ένα πλάνο, που ελπίζω να μας δοθεί η ευκαιρία να συζητήσουμε μια άλλη φορά, επειδή αντιλαμβάνομαι ότι θέλει χώρο και χρόνο. Εφόσον βέβαια πιστέψει ότι μπορεί ο άνθρωπος, καθώς βέβαια αυξάνονται οι πιθανότητες να βρει δουλειά στο αντικείμενό του ή όπου αλλού.
— Μετά χαράς να την κάνουμε! Πείτε μου όμως τώρα κάτι άλλο: τι ποσοστό των αστέγων δεν θέλει βοήθεια, αρνείται να πάει στις δομές κλπ., για μία σειρά από λόγους; Κάποιοι ίσως είναι «αντικοινωνικοί» πεισματάρηδες κλοσάρ που δεν εμπιστεύονται ή και μισούν το κράτος, κάποιοι δεν θέλουν να βρίσκονται σε χώρους όπου απαγορεύεται η κατανάλωση αλκοόλ κ.ο.κ. Και τι γίνεται με αυτούς τους ανθρώπους;
Χ.Α.: Ο άνθρωπος που πια έχουμε συνηθίσει να λέμε «νεοάστεγο», τον άστεγο δηλαδή που προέκυψε στα χρόνια της κρίσης, δεν είναι ο κλοσάρ, ο αντικοινωνικός που γνωρίζουμε από τη Γαλλία, για παράδειγμα. Όπως σας είπα, είναι ο καθημερινός άνθρωπος, ο «νοικοκύρης» που διαλύθηκε το νοικοκυριό του εξαιτίας της κρίσης και μόνο. Γνωρίζω ότι στη «σχεδία» υπάρχουν άνθρωποι που όταν βρέθηκαν στο δρόμο επέλεξαν να μην πάνε σε δομές υποστήριξης, υπνωτήρια κλπ. Ζούσαν σε μία άρνηση, δεν μπορούσαν να χωνέψουν αυτό που τους συνέβαινε. Δεν ήθελαν να ταυτιστούν, να ιδρυματοποιηθούν, αλλά κάθε άλλο παρά «αντικοινωνικοί» ήταν. Είχαν συνθλιβεί και ψυχολογικά. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν, να διαχειριστούν την πραγματικότητα.
— Καταλαβαίνω… Τι ρόλο παίζει, αν παίζει, το Μεταναστευτικό στην αστεγία;
Χ.Α.: Στους δρόμους της χώρας βλέπω και πολλούς μετανάστες που είναι άστεγοι. Δυστυχώς, βλέπω και πολλούς μετανάστες στον δρόμο που έχουν ακολουθήσει το μονοπάτι της χρήσης ουσιών. Είναι πολύ θλιβερό.
— Ναι… Πώς αντιμετωπίζει γενικά η κοινωνία τους αστέγους; Με φόβο, με περιφρόνηση, με απέχθεια; Πόσοι βοηθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο;
Χ.Α.: Με αγάπη, κατανόηση και συμπόνια. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που βλέποντας τον πωλητή της «σχεδίας» ξέρουν, συνειδητοποιούν πόσο κοντά έφτασαν ή βρίσκονται και οι ίδιοι στο να βρεθούν στον δρόμο. Πόσες φορές θα σταθούν άγνωστοι μπροστά σε έναν πωλητή, θα τον αγκαλιάσουν και θα ξεσπάσουν σε κλάματα… Ίσως επειδή σκέφτονται τι έχουν περάσει οι ίδιοι, ή άλλοτε, πάλι, επειδή φοβούνται γι' αυτό που έρχεται. Μπορώ να σας διηγηθώ άπειρες, συγκλονιστικές ιστορίες που μας μεταφέρουν καθημερινά οι διανομείς της «σχεδίας». Ιστορίες καλοσύνης, ανιδιοτελούς προσφοράς. Έχουμε επιλέξει να πορευτούμε με αυτό το κομμάτι της κοινωνίας, το κομμάτι που αγωνίζεται. Αυτό είναι που μας δίνει δύναμη και ελπίδα. Γιατί υπάρχει αγάπη.
— Και είναι τρομερά ενθαρρυντικό αυτό. Από την άλλη, βρισκόμαστε, ημερολογιακά τουλάχιστον, κοντά στην αρχή του χειμώνα. Είναι έτοιμοι οι χώροι φιλοξενίας των αστέγων; Είναι εξασφαλισμένοι οι πόροι για τη βοήθειά τους; Συνήθως μαθαίνει κανείς για τους αστέγους την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οπότε παρατίθεται ένα εορταστικό γεύμα…
Χ.Α.: Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν είναι έτοιμοι οι χώροι, ελπίζουμε όλοι προς ναι. Επανέρχομαι σε αυτό που λέγαμε πριν, ότι πρέπει να φύγουμε από τη λογική της διαχείρισης και να περάσουμε στη λογική της λύσης. Και λύσεις υπάρχουν. Όσον αφορά τα εορταστικά γεύματα των Χριστουγέννων, απ' ό,τι ξέρω, ελάχιστοι πωλητές της «σχεδίας» προσέρχονται σε αυτά. Ίσως επειδή προτιμούν το δικό μας χριστουγεννιάτικο πάρτι και ας μην έχει αλκοόλ. Ή, οκέι, για να τα λέμε όλα, καμιά φορά έχει λίγο κρασάκι.
— Ωραία! Λοιπόν: τελειώνοντας, θα θέλαμε να μας μιλήσετε για το «Σχεδία Home». Ήταν μία μεγάλη και τρομερά ευχάριστη έκπληξη αυτή για όλους μας.
Χ.Α.: Το «σχεδία home» είναι ένα κοινωνικό πρόγραμμα το οποίο προετοιμάζαμε τα τελευταία πέντε χρόνια, από το 2014 στην ουσία. Πρόκειται για έναν κόμβο αλληλεγγύης, αλλά και εφαρμοσμένης κοινωνικής καινοτομίας, όπου δεν μιλάμε μοναχά για τις προκλήσεις και τα προβλήματα, αλλά προσπαθούμε να δώσουμε λύσεις. Σε ένα ιστορικό κτίριο, στην καρδιά της Αθήνας, λοιπόν, έχει δημιουργηθεί ένας πολυχώρος που περιλαμβάνει εργαστήρια επαναχρησιμοποίησης, πωλητήριο, εκθετήριο μα και ένα καφέ-μπαρ και εστιατόριο. Στο κτίριο αυτή τη στιγμή εργάζονται πάνω από 20 άτομα, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι άνθρωποι που όχι μόνο η αγορά εργασίας μα και η ζωή η ίδια, σε πολλές περιπτώσεις, τους είχε γυρίσει την πλάτη.
Στο εστιατόριο, για παράδειγμα, ο σπουδαίος μάγειρας και άνθρωπος Λευτέρης Λαζάρου όχι μόνο έχει σχεδιάσει το μενού, αλλά έχει εκπαιδεύσει κιόλας τους ανθρώπους που το μαγειρεύουν. Οι περισσότεροι είναι πρώην πωλητές της «σχεδίας» που δεν είχαν βράσει ένα αβγό στη ζωή τους. Και σήμερα, μετά από πολύμηνη εκπαίδευση, έχουν φτάσει στο σημείο να μαγειρεύουν «φαγάκι» που έχει την υπογραφή του κ. Λαζάρου και να έχουν μια κανονική δουλειά. Το ίδιο συμβαίνει και στο μπαρ και στο καφέ και στο πωλητήριο και στα εργαστήρια και σε όλους τους τομείς δραστηριότητας.
Πέρα από τον κ. Λαζάρου, υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που συνέβαλαν στην υλοποίηση αυτού του οράματος, από σπουδαίους μουσικούς παραγωγούς που μας έφτιαξαν καταπληκτικές playlist και bartenders που έκαναν κατάθεση ψυχής φτιάχνοντας μια αξεπέραστη λίστα από κοκτέιλ, μέχρι τον αρχιτέκτονα, τον μόδιστρο, τους ανθρώπους από Ιδρύματα που μας βοήθησαν στο ξεκίνημα… ποιον να πρωτοαναφέρω. Όλη αυτή η πληροφορία συμπυκνώνεται πολύ καλά και στη νέα ιστοσελίδα μας, θαρρώ: www.shediahome.gr.
Όπως και με το περιοδικό, έτσι και εδώ, στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε έναν χώρο που ο άλλος θα θέλει να επισκεφτεί έτσι κι αλλιώς, επειδή του αρέσει πολύ το φαγητό, η μουσική, ο καφές, η ατμόσφαιρα, τα «σχεδία αρτ» αντικείμενα, και να γεμίζει δύο φορές η ψυχή του, γνωρίζοντας ότι, στην ουσία, διασκεδάζοντας, συμμετέχει σε ένα κοινωνικό πρότζεκτ.
— Αγαπητέ κύριε Αλεφάντη, σας ευχαριστώ θερμά!
Χ.Α.: Εγώ σας ευχαριστώ για την ευκαιρία να τα πούμε και σας περιμένω στο σπίτι της «σχεδίας» μας. Κολοκοτρώνη 56 και Νικίου 2, μην ξεχνάτε!