Του Σταύρου Κωνσταντινίδη
Τα Χριστούγεννα σήμαιναν διαχρονικά Θεσσαλονίκη. Μία ρουφηξιά στο Μοδιάνο με τα Χάλκινα, λίγο φρακάρισμα πεζών στη γωνία Τσιμισκή - Αριστοτέλους και οι χαλαρές νυχτερινές κατεβασιές στην Κομνηνών, στην Καρόλου Ντηλ και στη διαγώνια γοητεία της Παύλου Μελά προς τη θάλασσα.
Στην πόλη της παιδικής μνήμης έχεις αυθόρμητους αυτοματισμούς, εύκολους ρυθμούς να κόβεις με μαεστρία τα σοκάκια. Συλλαμβάνεις την αίσθηση της πόλης, τη χριστουγεννιάτικη υπερκινητικότητα στο παιχνίδι των διαδρομών. Σε πάνε τα πόδια μόνα τους, άλλες φορές παράλληλα και άλλες κόντρα στις ανθρώπινες περπατησιές
Η οδός Αριστοτέλους, το τέλειο σταυροδρόμι
Η οδός Αριστοτέλους είναι ο συμπυκνωμένος γεωμετρικός τόπος της θεσσαλονικιώτικης ταυτότητας. Στη σύγχρονη εκδοχή παραμένει ο γραμμικός καμβάς, πάνω στον οποίο στροβιλίζεται ολόκληρο το κοινωνικό μωσαϊκό της πόλης.
Εσωτερικεύει διττά την εξιδανίκευση της ιστορικής μνήμης αλλά και την πεζότητα της ζώσας πραγματικότητας. Είναι ταυτόχρονα δρόμος και μνημείο, λαϊκή αλλά και ρωμαϊκή αγορά, πεδίο πολιτικού παλμού και καθημερινού συμβιβασμού, σκληρή μετανάστευση και ανάλαφρος τουρισμός, είναι παράλληλα θάλασσα και πέτρα. Είναι το τέλειο σταυροδρόμι της Θεσσαλονίκης, που την κόβει και την ενώνει, ευθέως και διαγωνίως σε όλες τις κατευθύνσεις.
Εδώ και δέκα χρόνια, τις χριστουγεννιάτικες ημέρες της Θεσσαλονίκης επιλέγω πάντα με αίσθημα ευχάριστου ψυχαναγκασμού να είναι η Αριστοτέλους η πρωινή βόλτα μου. Είναι κάπως σαν η εισαγωγική μύηση της ημέρας. Ξεκινώντας πάντα στη φορά Βορρά - Νότου, από τη ρωμαϊκή αγορά προς τη θάλασσα, κατηφορίζω ράθυμα αλλά ευέλικτα, μπαινοβγαίνοντας αθόρυβα στα παράπλευρα στενά της.
Αφήνομαι πάντα να με πάει στον ρυθμό της, άλλοτε δεξιά και άλλοτε αριστερά, μερικές φορές γρήγορα και μερικές απελπιστικά αργά. Το ψυχοθεραπευτικό σλάλομ καταλήγει πάντα μία υπέροχη εσωτερική κινηματογράφηση, και εν τέλει η βόλτα γίνεται ένα μικρό ταξίδι μνήμης. Από εκεί, εκατό μέτρα δεξιά φθάνω στην Κομνηνών.
Η διαχρονική κομψότητα της Κομνηνών
Το σταυροδρόμι Κομνηνών - Καλαποθάκη, 50 μέτρα πάνω από τη γραμμή του νερού του Θερμαϊκού, είναι μία επιτομή της αστικής κομψότητας. Χαμηλόφωνα αινιγματικό τη νύχτα, κλασικά αστικό την ημέρα. Μια κοσμοπολίτικη σκηνογραφία της Θεσσαλονίκης με ευρωπαϊκό υπαινιγμό. Φορτωμένο ιστορικά με μυθολογικές εξάψεις μιας άλλης εποχής. Ωστόσο, καμία μικρογωνιά της πόλης δεν συμπυκνώνει σήμερα τόσο έντονα την ηρεμία του πολιτισμού της καθημερινότητας.
Τέσσερα υπέροχα κτίρια στις γωνίες (από νεοκλασικές εκδοχές του εκλεκτικισμού μέχρι δείγματα αρχιτεκτονικού μοντερνισμού), διάσπαρτα φωτιστικά σε τυχαία αρμονία, κινηματογραφική και elegance ατμόσφαιρα, ένας μικρός σιωπηλός πεζόδρομος, δύο ξενοδοχεία σαν ρευστοί, διερχόμενοι μικρόκοσμοι, το «Λουξεμβούργο» και η «Ανδρομέδα», σε διαγώνια συνομιλία. Μέσω παραλίας κατευθύνομαι στην Καρόλου Ντηλ.
Η διπλή ψυχή της Καρόλου Ντηλ
Η Καρόλου Ντηλ έχει δύο ψυχές, μία αστική και μία άλλη εναλλακτική. Όταν θέλω να πάρω μια σύντομη γεύση της κυμαινόμενης εσωτερικότητας και του πολύπτυχου ψυχισμού της πόλης, γλιστράω εναλλάξ στα πεζοδρόμια της Καρόλου Ντηλ με κατεύθυνση από τη θάλασσα προς τα πάνω. Χρειάζονται μόνο 10 λεπτά για να ακούσω την ποίηση της πόλης, αποέκεντρες γωνιές και διασταυρούμενες οπτικές φυγές.
Αστική σπινθηροβόλα αίσθηση μέχρι την Τσιμισκή. Ρομαντική και στοχαστική στην ένωσή της με τη θάλασσα, κινηματογραφική και μποέμ καθώς συναντά την Προξένου Κορομηλά, ψυχαγωγική και κοσμοπολίτικη όταν κόβει τη Μητροπόλεως, εμπορική και μεγαλοπρεπής όταν ταυτίζεται κομβικά με την Τσιμισκή.
Και μετά πάνω από την Τσιμισκή γίνεται πιο ελευθεριακή, πιο υπαινικτική και πιο εναλλακτική. Στα αριστερά, η δίοδος της Βασ. Ηρακλείου οδηγεί απευθείας στα άδυτα των ιστορικών αγορών Καπάνι και Μοδιάνο, και στα δεξιά, δύο χαμηλόφωνοι πεζόδρομοι, της Αγ. Θεοδώρας και Γεωργίου Σταύρου, με καλλιτεχνική αύρα, μαζί με τα ιστορικά, σοφιστικέ bars, σαν ακίνητα στον χρόνο. Ευθεία σβήνει τη διαδρομή της στην Ερμού, ανοίγοντας όμως το σκηνικό μιας ακόμη θρυλικής και πολυδαίδαλης αγοράς στην πλ. Αθωνος. Φτάνω μέσω Ερμού στη βυζαντινή εκκλησία της Αγ. Σοφίας και τρυπώνω στην Παύλου Μελά.
Παύλου Μελά, η περίφημη διαγώνιος
Η οδός Παύλου Μελά έφτιαξε ισχυρό brand ως η «διαγώνιος» της Θεσσαλονίκης. Είναι πράγματι ο πιο σύντομος δρόμος για να φτάσεις από την καρδιά της πόλης στον Λευκό Πύργο και τη θάλασσα. Και σχεδιάστηκε όντως σαν ίχνος μιας νοητής, συμβολικής διασύνδεσης δύο μνημείων, της Αγίας Σοφίας και του Λευκού Πύργου, από τον Ερνέστο Εμπράρ, τον Γάλλο πολεοδόμο.
Αυτή η συνειδητή διαγώνια χάραξη φαίνεται να της χάρισε έναν λοξό δυναμισμό, την έκκεντρη ματιά και την εναλλακτική της αίγλη. Σήκωσε εξ αρχής το φορτίο της πρωτοποριακής κινητικότητας ανθρώπων και ιδεών και κορύφωσε την καλλιτεχνική δημιουργικότητα με τους μποέμ θαμώνες της, τις δεκαετίες ''80 και ''90, κρατώντας πάντα μια πιο εναλλακτική ψυχή και μια πιο υποψιασμένη περισκοπική ματιά, σε σχέση τουλάχιστον με τη γειτονική main stream Τσιμισκή.
Για όλους εμάς τους νεαρούς ταξιδιώτες του ''80, η Παύλου Μελά έγινε παράθυρο στον κόσμο. Φοιτητές, ηθοποιοί, καλλιτέχνες, όψιμοι επιστήμονες της έδωσαν λάμψη ευρωπαϊκή.
Η καλοσχεδιασμένη αστική σκηνογραφία με τα φαρδιά πεζοδρόμια και τα επιβλητικά νεοκλασικά κτίρια, η γεωμετρική της ιδιοπροσωπία, η προοπτική κατεύθυνση προς τη θάλασσα και τα μεγάλα θέατρα της πόλης και η φιλελεύθερη καλλιτεχνική αύρα των ανθρώπων της την κατέστησαν διαχρονικά τον εμβληματικότερο δρόμο πολιτισμού της πόλης.
Έχω φθάσει στη θάλασσα. Περπατώντας παράλληλα στο νερό, κάνω τον μικρό απολογισμό του χρόνου.
* Αναδημοσίευση από Φιλελεύθερο Παρασκευής 28 Δεκεμβρίου