Του Ανδρέα Ζαμπούκα
O Στέφανος Τσιτσιπάς είναι ένας παγκόσμιος πρωταθλητής και ταυτόχρονα, ένας σταρ που εργάστηκε σκληρά για να αναδείξει το προσωπικό του ταλέντο. Εκμεταλλευόμενος σε κάθε περίπτωση, το σύστημα καταξίωσης που ισχύει στην διεθνή αγορά για την αναγόρευση των ειδώλων. Ο Τσιτσιπάς είναι πρώτα είδωλο για όσους τον επευφημούν χωρίς να κάνουν αθλητισμό, πρότυπο για όσους κάνουν αθλητισμό και αποτελεσματικό μέσο προβολής του «brand» Ελλάς, σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Ταυτόχρονα όμως είναι και πρόσφορο σύμβολο πάσης χρήσεως, για όποιον επιθυμεί να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα στην αγορά ή στην πολιτική. Είτε πρόκειται για πολυεθνικές εταιρείες με αμοιβή είτε για προέδρους δημοκρατιών.
Αφήνουμε τον εαυτό μας υποσυνείδητα να ταυτιστεί με τις διακρίσεις των ικανών, προσπαθώντας να ορίσουμε μία γόνιμη συνύπαρξη μαζί τους. Είναι φανερό ότι ψάχνουμε κάτι που λείπει από την πραγματική μας ζωή, στην αντιπροσωπευτικότητα των αρίστων.
Τα ερωτήματα όμως που προκύπτουν από αυτή τη σχέση της ατομικής υπόστασης με τη συλλογική είναι πολλά. Και όχι μόνο στον χώρο του αθλητισμού. Και σε άλλους χώρους, όπου δοκιμάζεται η υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης, σπεύδουμε να διαλαλήσουμε τη σύνδεσή μας (τοπικιστική, εθνική, ομοϊδεατική, φυλετική) με κάποια επιτυχία.
Θυμάμαι, όμως, μία δήλωση του ποδοσφαιριστή Τραϊανού Δέλλα -τα σημαντικά καμιά φορά έρχονται από εκεί που δεν τα περιμένεις-, μετά την κατάκτηση του Εuro, το 2004, «Καλώς πανηγυρίζουμε τώρα, αλλά ας μην είμαστε αφελείς, μην περιμένετε να αλλάξει τίποτα στο ελληνικό ποδόσφαιρο στα επόμενα χρόνια!». Κι όμως, στα επόμενα χρόνια, πολλά άλλαξαν στο ελληνικό ποδόσφαιρο, προς το χειρότερο βέβαια. Για να αποδειχθεί ότι η κατάκτηση ενός τροπαίου, μια αριστεία συλλογικότητας, όπως ήταν η ομάδα του Ρεχάγκελ, δεν αντιπροσώπευε παρά μόνο την αρμονική συνεύρεση παικτών, που αγωνίζονταν σε ξένα πρωταθλήματα, υπό την καθοδήγηση ενός ξένου «μεθοδικού»… προπονητή!
Ετσι και με τους άριστους των πανελληνίων. Αυτούς που εισάγονται πρώτοι στις σχολές τους και όλοι μαζί πανηγυρίζουμε για την επιτυχία τους. Ποια επιτυχία; Tων ίδιων, των δασκάλων και των οικογενειών τους...
Είναι πολλά που δένουν γύρω από μία επιτυχία, την οποία θέλουμε να την κάνουμε συλλογική. Η πολιτεία μπορεί να δίνει το διαβατήριο της συμμετοχής στην προσπάθεια, αλλά δεν σημαίνει ότι αξίζει και τα συγχαρητήρια της νίκης. Άσε που αν υπολογίσουμε διαχρονικά, από πού ήταν η καταγωγή όλων των σπουδαίων Ελλήνων, θα εκπλαγούμε, γιατί κάποια άλλη κοινωνία, ξένη, τους προετοίμασε για να σηκώσουν στις πλάτες τους την ελληνική σημαία. Η ελληνική πολιτεία, αν δεν τους πολέμησε, τις περισσότερες φορές απλώς τους γύρισε την πλάτη!
Ας μην κρυβόμαστε άλλο. Υπερήφανοι θα ήμασταν, ως Έλληνες, αν είχαμε οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα και για τον τελευταίο μαθητή, αν διαθέταμε εργαστήρια, δημιουργικά πανεπιστήμια και ελεύθερες αγορές. Αν δίναμε στον Έλληνα που μεγαλώνει σ'' αυτόν τον τόπο την υποδομή, το θάρρος, τη στήριξη και την αξιοκρατία ως τρόπο ζωής για να απλώσει τα φτερά του. Να βγάλει από μέσα του την εξωστρέφεια και τον δυναμισμό, που τώρα καταπνίγει στη μιζέρια και τα αδιέξοδα.
Είναι κρίμα για τους υπόλοιπους, αλλά το «εγώ» του καθενός μας ουδεμία σχέση έχει με το «εγώ» του αρίστου και επομένως με το φαντασιακό «εμείς» στο οποίο εκλιπαρεί να ανήκει.
Οι άριστοι θα είναι πάντα άριστοι και οι εξάρσεις τους θα δίνουν επιτυχίες. Για να αξιοποιήσουμε, όμως, την επιτυχία τους ως κεφάλαιο συλλογικής προόδου, πρώτα πρέπει να πασχίσουμε για μία κοινωνία αρίστων που θα προτάξουμε στη δημοκρατία μας ως πρότυπα ανάτασης και όχι πρόσκαιρου και «ωφέλιμου» εμπαιγμού.
Ο Έλληνας εδώ και αιώνες είναι μόνος και μόνος πορεύεται μέσα στον χρόνο. Ας πιστέψουμε τουλάχιστον σ'' αυτόν και όχι στο «περιούσιο» έθνος του…