Από την ηλικία των 6 ετών προτείνει η έκθεση Πισσαρίδη την εισαγωγή των Ελλήνων στην υπολογιστική σκέψη (computational thinking) και τις ξένες γλώσσες. Απαιτείται ριζική αναδιάρθρωση του σχολικού προγράμματος έτσι ώστε οι ψηφιακές δεξιότητες να ξεκινήσουν να αποκτώνται συστηματικά από την Α' Δημοτικού -αν όχι και νωρίτερα.
Κακά τα ψέματα, και παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα, οι Έλληνες δεν έχουν καλές επιδόσεις στην πληροφορική. Οι ψηφιακές τους δεξιότητες είναι πολύ χαμηλές, ειδικά στο κομμάτι του πληθυσμού εκείνο που περιλαμβάνει τους πολίτες μεγάλης ηλικίας. Διαθέτουμε αναλογικά τους περισσότερους ηλικιωμένους απ’ όλες τις χώρες της Ε.Ε., που δεν έχουν αγγίξει ποτέ στη ζωή τους πληκτρολόγιο και δεν έχουν κάνει χρήση του διαδικτύου.
Αλλά και γενικότερα, τα «ψηφιακά προσόντα» των Ελλήνων είναι πάρα πολύ χαμηλά. Ούτε πέντε στους δέκα (46%) δεν διαθέτουν βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι στο 58%. Και να σκεφτεί κανείς ότι με τον όρο «ψηφιακές δεξιότητες» χαρακτηρίζεται το επίπεδο εξοικείωσης του κοινού με τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ). Δεν αφορά τους ειδικούς (ICT Specialists), δηλαδή τους επιστήμονες της πληροφορικής, τους μηχανικούς τηλεπικοινωνιών, τους προγραμματιστές, τους διαχειριστές περιεχομένου, πλατφορμών κ.λπ., και όσους βιοπορίζονται χάρις τις γνώσεις τους στο συγκεκριμένο πεδίο.
Η εικόνα λοιπόν της χώρας είναι απογοητευτική. Σύμφωνα με την τελευταία αξιολόγηση του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας & Κοινωνίας (DESI 2020) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μόνον ένας στους πέντε (22%) Έλληνες πολίτες διαθέτει ψηφιακές δεξιότητες άνω του μέσου όρου, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι ένας στους τρεις (33%).
Η χώρα μάλιστα υστερεί και ως προς τους ειδικούς, δηλαδή τους επιστήμονες της πληροφορικής, τους μηχανικούς τηλεπικοινωνιών, τους προγραμματιστές, κ.ό.κ. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό με τέτοιες δεξιότητες. Μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών το 2014 εκτιμούσε την έλλειψη από την ελληνική αγορά, σε τουλάχιστον 1.500 μηχανικούς εξειδικευμένους σε θέματα ΤΠΕ. Και αυτό σε μια περίοδο κατά την οποία εισάγονταν κάθε χρόνο σε σχολές ΑΕΙ και ΤΕΙ με αντικείμενο τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών περίπου 6.000 (προπτυχιακοί) σπουδαστές και φοιτητές.
Την διάσταση αυτή αναδεικνύει και πάλι ο δείκτης DESI της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στη Ελλάδα το 2017 οι πτυχιούχοι τέτοιων σχολών αντιστοιχούσαν στο 2,9% του συνόλου των πτυχιούχων, έναντι 3,6% που ήταν στην Ε.Ε. Το πιο σημαντικό είναι ότι η απασχόληση στην Ελλάδα ειδικών στις ΤΠΕ ήταν ακόμη χαμηλότερη, αφού αντιστοιχούσε μόλις στο 1,9% του συνόλου των απασχολούμενων, έναντι 3,8% που είναι ο μέσος όρος της Ε.Ε. Εν γένει, με βάση το ανθρώπινο κεφάλαιο στις ΤΠΕ, η Ελλάδα κατετάγη στο δείκτη DESI στην 25η θέση, σε σύνολο 28 χωρών.
Όχι άδικα, η έκθεση Πισσαρίδη υπογραμμίζει την αναγκαιότητα επαναθεώρησης της κατάρτισης των Ελλήνων στα παραπάνω αντικείμενα. «Η υπολογιστική σκέψη (computational thinking) πρέπει να διδάσκεται συστηματικά από μικρή ηλικία», αναφέρει χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι «οι δεξιότητες πρέπει να αξιολογούνται, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, και οι μαθητές πρέπει να αποδεικνύουν την ικανότητά τους να λύνουν προβλήματα με τη χρήση της πληροφορικής».
Προσθέτει ακόμη ότι το πρόγραμμα σπουδών πληροφορικής πρέπει να εξελίσσεται παράλληλα με την τεχνολογία και να αποτελεί κεντρικό μέρος του προγράμματος σπουδών. Όχι απλώς ένα βοηθητικό περιθωριοποιημένο μάθημα, όπως αντιμετωπίζεται σήμερα.
Αλλά και η τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να αναβαθμισθεί και να προσφέρει περισσότερα πτυχία, όπως επίσης και η τεχνική- επαγγελματική κατάρτιση. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ε.Ε. η αναλογία απασχολουμένων ειδικών σε ΤΠΕ (3,8%), είναι υψηλότερη από την αναλογία των κατόχων πτυχίων (3,6%). Αυτό σημαίνει ότι η επαγγελματική εκπαίδευση παράγει πολλούς και ικανούς ειδικούς στις ΤΠΕ. Αλλά αυτό στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., όχι στη δική μας.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν τον ίδιο, γνωστό κανόνα. Η Ελλάδα παράγει μαζικά πτυχιούχους, οι οποίοι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της αγοράς. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τον τομέα της πληροφορικής και επικοινωνιών.