Ποιόν εξυπηρετεί σήμερα μια πολιτική κρίση στην Ελλάδα; Το ποιον εξυπηρέτησε στην Ιταλία το γνωρίζουμε ήδη! Κι είναι προφανές τι θα κέρδιζε η Ρωσία αν δύο κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα και η Τουρκία βρισκόντουσαν σε μια νέα θερμή περίοδο. Κι επειδή ξέρουμε ότι οι Τούρκοι αγαπούν την σιγουριά, κατανοούμε τι ακριβώς θα ήταν εκείνο που θα ενίσχυε την αυτοπεποίθησή τους! Χρειάζεται, λοιπόν, προσοχή στην διαχείριση της σημερινής κατάστασης. Απ’ όλους!
Η υπόθεση των παρακολουθήσεων μπορεί να εξελιχτεί σε μια κατασκοπευτική σαπουνόπερα. Δεν το θέλουμε αυτό! Διότι ο μόνος που θα χάσει θα είναι η ίδια η χώρα. Από την άλλη, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν δεν μπορούν να αποτελούν άλλοθι παρανομίας για τον οιονδήποτε. Και νομίζω ότι αυτό ξεκαθάρισε χτες ο κ. Μητσοτάκης, ανακοινώνοντας, ταυτόχρονα, παρεμβάσεις σε θεσμικό επίπεδο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υπόθεση αυτή θα φτάσει μέχρι τέλους. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να γίνει. Η ΝΔ δεν είναι ένα κλαμπ συνωμοτών που θα προσπαθήσει να θάψει την αλήθεια στα βοσκοτόπια. Δεν είναι αυτό, όμως, το ζητούμενο αυτή την στιγμή. Αλλά το κατά πόσο τα πολιτικά κόμματα θα βάλουν όρια στην πολιτική τους αντιπαράθεση ή αν θα επιτρέψουν στην τοξικότητα να κυριαρχήσει στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό.
Στην δημόσια σφαίρα ήρθε το θέμα των υποκλοπών. Είναι μόνο σημερινό φαινόμενο; Γιατί σήμερα και γιατί με τόση ένταση; Θα πει κάποιος ότι αυτό εξυπηρετεί την αντιπολίτευση. Σύμφωνοι. Ποιος δεν θα άρπαζε τέτοια «ευκαιρία» στην θέση τους; Αν η Νέα Δημοκρατία ήταν στην θέση τους το 2018, θα είχε τηρήσει την ίδια ακριβώς στάση. Θα ζητούσε την σύσταση εξεταστικής επιτροπής. Αν γινόντουσαν ή όχι παρακολουθήσεις το 2018 είναι μία άλλη συζήτηση. Το 2018, πάντως, άλλαξε το σύστημα των νόμιμων παρακολουθήσεων και αυτό τηρείται μέχρι σήμερα. Αλλά αυτή είναι μία άλλη συζήτηση.
Γιατί σήμερα; Ποια η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν; Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αποφανθεί κάποιος ειδικός αν έχει γίνει διαγραφή δεδομένων στο παρελθόν στα συστήματα των υπηρεσιών ασφαλείας και να κληθούν οι τότε υπεύθυνοι να πουν τι αφορούσε αυτή. Αν υπήρξε τέτοια περίπτωση διαγραφής και αν υπάρχουν ίχνη. Ή να βρεθεί τρόπος να δοθούν σε μια επιτροπή της Βουλής όλα τα ονόματα όσων έχουν νόμιμα παρακολουθήσει οι αρχές την τελευταία δεκαετία. Όχι μόνο αριθμοί τηλεφώνου, αλλά με τα ονόματα των χρηστών τους. Γιατί λοιπόν σήμερα και γιατί με τόση ένταση;
Μην πει κανείς ότι αυτό συμβαίνει διότι ο κ. Ανδρουλάκης είναι αρχηγός κόμματος. Όταν έγινε (κακώς έγινε έτσι ή αλλιώς) η νόμιμη παρακολούθηση ο κ. Ανδρουλάκης δεν ήταν αρχηγός κόμματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι η παρακολούθηση ενός πολιτικού δεν ήταν ατόπημα. Σημαίνει, όμως, ότι θα είχε αξία να ξέραμε αν ήταν πρωτοφανές ως γεγονός. Αν δηλαδή η ΕΥΠ παρακολούθησε για πρώτη φορά κάποιον πολιτικό ή δημοσιογράφο.
Σημαντικό θέμα η παρακολούθηση Ανδρουλάκη; Σημαντικό και ανεπίτρεπτο. Αλλά υπαρκτό. Και έχει σημασία ότι ο κ. Μητσοτάκης αναγνώρισε το λάθος και δεν προσπάθησε να το σκεπάσει.
Αλλά δεν πρόκειται για ένα σκάνδαλο παράνομης παρακολούθησης και δεν δικαιολογείται η ένταση που παρατηρείται.
Εκτός κι αν! Εκτός κι αν επιχειρούνται παρασκηνιακά παιγνίδια που χρειάζονται μια νομιμοποίηση σε ένα νοσηρό κλίμα. Σε μια τέτοια περίπτωση το ερώτημα εξακολουθεί: Ποιος κερδίζει από αυτή την νοσηρότητα; Σίγουρα όχι το πολιτικό σύστημα. Σίγουρα όχι η χώρα.
Θανάσης Μαυρίδης