Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Την εποχή του αντιμνημονίου, το 2011-2012 δηλαδή, αν άκουγες μια πολιτική εκπομπή χωρίς να ξέρεις ποιοι συνομιλούν και χωρίς να τους βλέπεις, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσεις τους χρυσαυγίτες από τους συριζαίους αν το θέμα της συζήτησης ήταν η οικονομία.
Στα θέματα της οικονομίας και της καθημερινότητας η ομοιογένεια στο λόγο τους ήταν σοκαριστική. Κι ας μην σπεύσει κάποιος πονηρός να μας κατηγορήσει για θιασώτες της θεωρίας των δύο άκρων την οποία δεν ασπαζόμαστε κυρίως γιατί είναι ανιστόρητη και έχουμε αρθρογραφήσει πολλές φορές για να την αποδομήσουμε.
Είναι όμως αναμφισβήτητο γεγονός ότι το αντιμνημόνιο αναδιάταξε ριζικά το πολιτικό σκηνικό σε έκταση μεγαλύτερη (και σίγουρα βαθύτερη) από αυτή που αποτύπωσαν οι κάλπες. Στην περίοδο του αντιμνημονίου πρέπει να εντάξουμε τουλάχιστον τα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, θα λέγαμε μέχρι και το τέλος του 2016 αν και η κυβέρνηση φαίνεται ότι «τα βρήκε» με το γερμανικό διευθυντήριο μέχρι τα τέλη Μαρτίου του 2016 όταν και διέλυσε τον καταυλισμό της Ειδομένης και τους έκλεισε κι εκείνη τα σύνορα.
Η «άλλη πλευρά» κατάφερε να συγκροτηθεί σε ενιαία ομάδα τον Ιούλιο του 2015.Όμως, η μοναδική ταυτότητα που κατόρθωσε να σφυραλατήσει το «Μένουμε Ευρώπη» μέσα από εκείνο το «φλογερό εξάμηνο» ήταν μια «αντισύριζα συνομολογία» και όπως όλα τα «αντί» μέτωπα/κινήματα/πολιτικές ομάδες όπως δηλαδή κάθε τι ετεροπροσδιοριζόμενο δεν πήγε πολύ μακριά. Το «Μένουμε Ευρώπη» βέβαια συναντήθηκε μαζικά μια φορά στη κάλπη: αυτή των εσωκομματικών εκλογών της Νέας Δημοκρατίας για να εκλέξει τον Κυριάκο Μητσοτάκη όχι τόσο ως την προοδευτική επιλογή που βέβαια ήταν ο Μητσοτάκης αλλά ως τον καταλληλότερο να κερδίσει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έκτοτε, ακόμα και με τον Μητσοτάκη, έναν αναμφισβήτητα ακραιφνή φιλελεύθερο πολιτικό σε κορυφαία πολιτειακή θέση, το αίτημα για τον προοδευτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας όχι μόνο δεν εκφράζεται καθαρά αλλά πέφτει μονίμως θύμα εσωκομματικών συσχετισμών τόσο στη ΝΔ όσο και στο ΚΙΝΑΛ και θυσιάζεται στο ψευδοαίτημα για «ρεαλισμό».
Το εντυπωσιακότερο όλων όμως είναι ότι ενώ δεν υπάρχει έρευνα κοινής γνώμης που να μην αποτυπώνει την επιθυμία ενός σεβαστού κόμματιού του εκλογικού σώματος για ριζικές αλλαγές στη βάση του προοδευτικού αιτήματος οι πολιτικοί που το προσωποποιούν όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή ο Γιώργος Καμίνης για να τους εμπιστευθούν τα ίδια τους τα κόμματα αναφέρονται συχνά στο κομματικό παρελθόν το οποίο το ίδιο εκλογικό σώμα έχει απορρίψει.
Οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας δεν είναι αρκετοί ώστε να το κόμμα τους να αναδειχθεί αυτοδύναμο, όπως το επιθυμούν, χρειάζεται και την ψήφο και του υπόλοιπου κομματιού του «Μένουμε Ευρώπη» εμβληματικά στελέχη του οποίου όμως να αγχώνονται αποκλειστικά για την αποκατάστασή τους είτε με έδρα είτε με κάποιο κυβερνητικό αξίωμα.
Ένας ολόκληρος κόσμος καλείται να στηρίξει ΝΔ ή ΚΙΝΑΛ ενώ οι ηγετικές τους φιγούρες λιβανίζουν νυχθημερόν τον σκληρό πυρήνα των κομμάτων τους που όμως δεν τους αρκεί για να εκλεγούν!
Θέλουμε να καταλήξουμε στην εξής παρατήρηση: ο νέος δικομματισμός δεν είναι καθόλου πειστικός γιατί έχει δημιουργηθεί μέσα από παραπλανητικά διλήμματα, συγκυριακά μέτωπα και δεν διαθέτει σαφή πολιτική ταυτότητα. Η Ελλάδα χρειάζεται σταθερότητα και ένα Πρωθυπουργό που να ξέρει και να μπορεί παρ' όλα αυτά τίποτα δεν έχει λήξει και κανείς δεν πρέπει να θεωρεί τίποτα δεδομένο.
Το αίτημα του προοδευτικού κόσμου να εκπροσωπηθεί είναι βέβαιο ότι θα παραμείνει ζωντανό και θα επιστρέψει όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Και ίσως η επιστροφή του να είναι η απόδειξη ότι η Ελλάδα έχει επιστρέψει στ' αλήθεια στην κανονικότητα.