«Όπου στήσω το laptop μου, στήνω και τον μυθιστορηματικό τόπο και χρόνο». Με πολλά βιβλία ήδη στο ενεργητικό της αλλά και μυθική καριέρα όσον αφορά τη χρυσή εποχή των περιοδικών, -η Πόλυ Μηλιώρη είναι η μία εκ των δυο αδελφών Θεοφανίδη, γαλουχήθηκε μέσα στα περιοδικά, το Πάνθεον υπήρξε «το σπίτι της» κυριολεκτικά, - παραδέχεται σήμερα ότι για κείνην όλος ο κόσμος είναι γραφείο.
Τα περίπου είκοσι βιβλία της, ανάμεσά τους «Τα χρόνια που δυνάστευε ο Λέων», «Η Νανά των ανοιχτών λογαριασμών», «Ο κλήρος πέφτει στην Αρήτη», «Εγώ θα κλείσω την αυλαία»… της επιτρέπουν να πει:
«Ναι, υπάρχουν εμμονές. Και θεματικές και τεχνικές. Συνήθως γράφω ρεαλιστικά Μυθιστορήματα, όχι με γραμμική αφήγηση αλλά με πολλά flash back…. Όσον αφορά τη θεματική εμμονή μου, για δεκαετίες πίστευα ότι εκείνο που μ’ έκαιγε και ήθελα να σβήσω με ιστορίες που θα γεννιόνταν απ’ αυτή την φωτιά, ήταν οι οικογενειακές, και ειδικότερα οι αδελφικές σχέσεις. Μα τώρα πια έχω καταλήξει πως πίσω και απ’ αυτόν τον θεματικό κύκλο, όπως άλλωστε και πίσω από κάθε θέμα που προσπαθώ να φωτίσω, παλεύει να κρυφτεί ως γρίφος η υπαρξιακή αγωνία του Χρόνου».
Και μιλώντας μας στο Liberal.gr για τα μυστικά της δικής της γραφής, θα αποδεχτεί: «Είμαι σίγουρα συγγραφέας της μεταβαλλόμενης συνείδησης…»
Συνέντευξη στην Ελάνη Γκίκα
-Κυρία Μηλιώρη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Όταν, πριν από 35 χρόνια έφυγα από τη δράση της δημοσιογραφίας για την απόδραση της μυθοπλασίας, είχα ανάγκη μιας «τελετουργίας», ως γέφυρα από τον έναν χώρο - κυριολεκτικό και μεταφορικό - στον άλλον. Κράτησα λοιπόν την ανάγκη «γραφείου», το ωράριο, και το προσεγμένο ντύσιμο και το περιποιημένο παρουσιαστικό, με το οποίο ετοιμαζόμουν περίπου άλλα τόσα χρόνια για την «εργασία» μου.
Πέταξα ενθουσιασμένη όμως το δικαίωμα του οποιουδήποτε να με διακόπτει, να επεμβαίνει στο ωράριό μου, κι αν ήταν δυνατόν θα είχα σιγάσει και το τηλέφωνο, που πάντα άλλωστε το έβλεπα εισβολέα. Τώρα πια, όπως όλες οι συνήθειες που αλλάζουνε σιγά σιγά - «ανεπαισθήτως» κατά πώς λέει ο Κωνσταντίνος Καβάφης - το γραφείο μου είναι εν χρήσει όλη μέρα, μπαινοβγαίνω σ’ αυτό με όποιο ένδυμα τύχει, και το ωράριό μου ορίζεται κυρίως από το αν γράφω Μυθιστόρημα ή κείμενο για άλλου είδους βιβλίο.
Καθώς, γράφοντας Μυθιστόρημα (από τα 18 εκδομένα μου βιβλία τα 14 ανήκουνε σε αυτό το είδος), μου χρειάζεται ένας άλλος κόσμος από την καθημερινότητά μου: η καθημερινότητα των χάρτινων ανθρώπων μου. Έτσι, ζω μέσα της νύχτα και μέρα - έρχονται και στα όνειρά μου -, αλλά, κατά ίσως περίεργο τρόπο, δεν έχω ανάγκη το γραφείο μου για να γράψω.
Τον χωροχρόνο του Μυθιστορήματος τον κουβαλάω μαζί μου ακόμα και σε καφενεία, όπως παλαιότερα κουβαλούσα μαζί μου το Μυθιστόρημα που διάβαζα* και για να το πω πάλι με λέξεις του ποιητή, «τον κουβανώ μες στη ψυχή μου» - ή, η «πόλις» με ακολουθεί. Ή μάλλον, τον κουβαλάω στο laptop μου, κι όπου στήσω το laptop μου, στήνω και τον μυθιστορηματικό τόπο και χρόνο.
-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Για να ξεκινήσω, χρειάζομαι ασφαλώς την έμπνευση. Κι αυτή ναι, μπορεί να έρθει κι από μιαν εικόνα, μία φράση. Για να προχωρήσω όμως, έχω ανάγκη από πλάνο, το οποίο βέβαια δεν το βρίσκω πουθενά, το κατασκευάζω μόνη μου. Και μάλιστα μετά από πολλή σκέψη.
Πολλές φορές και με πολλές αλλαγές κατά τη διάρκεια της συγγραφής - δε λέω κάτι πρωτότυπο, επεμβαίνουν οι ίδιοι/ες οι ήρωες/ ίδες και επιβάλλουν τη δική τους αφήγηση, ακόμα και στο τριτοπρόσωπο Μυθιστόρημα, όπου ο/η συγγραφέας νομίζει ότι κρατάει γερά τη μπαγκέτα.
-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Δυσκολεύομαι να απαντήσω. Όταν μηχανεύεσαι τρόπους και τρόπους να πεις μια ιστορία με δικό της ύφος, ταιριαστό με το θέμα - τουλάχιστον αυτό κάνω εγώ, ή συμβαίνει σε μένα - δεν καταλαβαίνεις τι θα πει “παράξενο” κι “αλλόκοτο”, παρά μόνο σε σχέση με τις παρεκκλίσεις σου από το προσωπικά σύνηθες. Π.χ. ενώ συνήθως γράφω και ξαναγράφω τα Μυθιστορήματά μου, δοκιμάζοντας δομές, πρόσωπο αφήγησης, γλωσσικό ύφος κ.α., κατά παρέκκλιση έγραψα το «Εκ των Υστέρων»( Οδυσσέας 1987) μια κι έξω, αφήνοντας στην ηρωίδα μου, την Ελένη, να μου υπαγορεύσει όλη της την ιστορία.
Μια κι έξω - χωρίς διορθώσεις δηλαδή στο αρχικό πλάνο - έγραψα και το «Οι Αντρούλες» (Οδυσσέας, Πατάκης). Μια άλλη παρέκκλιση έκανα με το «Μη χαρίζεις τις γαρδένιες» (Οδυσσέας), του οποίου η έμπνευση μου ήρθε από ένα ρεπορτάζ εφημερίδας σε δίκη φόνου που είχε συνταράξει την κοινωνία.
Ο κύριος μάρτυρας, ένας ανθοπώλης που είχε βρει το πτώμα ψάχνοντας στα σκουπίδια για γραμματόσημα, με ξεμυάλισε από το γράψιμο άλλου Μυθιστορήματος, για να γίνει πρωταγωνιστής μου. Το πλάνο έγινε σε ένα απόγευμα, μετά από το μεσημεριανό διάβασμα της εφημερίδας, και το νέο Μυθιστόρημα τέλειωσε με μια, λες, αναπνοή, σε λιγότερο από μήνα, σαν εμβολισμός μέσα στον μυθιστορηματικό κόσμο στον οποίο ήδη βρισκόμουν.
-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Ναι, υπάρχουν εμμονές. Και θεματικές και τεχνικές. Συνήθως γράφω ρεαλιστικά Μυθιστορήματα, όχι με γραμμική αφήγηση αλλά με πολλά flash back. Ωστόσο, θέλοντας να δοκιμάσω - το αν το κατακτώ μένει στην κρίση άλλων - και διαφορετικές τεχνικές, έγραψα το «Συμφωνία σε απαίτηση ελάσσονα» (Πατάκης), όπου χρησιμοποίησα λέξεις και εμπειρίες δύο άλλων Τεχνών, της Ζωγραφικής και της Μουσικής* το «Χορεύοντας με τις σκιές» (Ψυχογιός) όπου εγκιβώτισα πολυσέλιδο ημερολόγιο με συνείδηση αντιμυθιστορηματικής τεχνικής έγραψα «Τα χρόνια που δυνάστευε ο Λέων»( Πατάκης), και στο «Ο κλήρος πέφτει στην Αρήτη» (Πατάκης) τόλμησα τους διαδοχικούς μονολόγους.
Και στο τελειωμένο αλλά ανέκδοτο Μυθιστόρημά μου «Οι Άλλοι» χρησιμοποίησα και τους διαδοχικούς μονολόγους - είναι πολλοί οι «άλλοι» - και τον αντιμυθιστορηματικό στόχο (ένα Μυθιστόρημα για το Μυθιστόρημα).
Όσον αφορά τη θεματική εμμονή μου, για δεκαετίες πίστευα ότι εκείνο που μ’ έκαιγε και ήθελα να σβήσω με ιστορίες που θα γεννιόνταν από αυτή την φωτιά, ήταν οι οικογενειακές, και ειδικότερα οι αδελφικές σχέσεις. Μα τώρα πια έχω καταλήξει πως πίσω και απ’ αυτόν τον θεματικό κύκλο, όπως άλλωστε και πίσω από κάθε θέμα που προσπαθώ να φωτίσω, παλεύει να κρυφτεί ως γρίφος η υπαρξιακή αγωνία του Χρόνου.
Και αν στο θέμα του οικογενειακού δεσμού η λύση του γρίφου βρίσκεται στα χέρια του/ της συγγραφέα, ο Χρόνος για όλες κι όλες μας - γραφιάδες και αναγνώστες/τριες - μένει άλυτο αίνιγμα.
-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Είτε μια ιστορία έρχεται και με βρίσκει έτοιμη, είτε πρέπει να την κατασκευάσω, πρέπει να έχει μια κομβική σύγκρουση. Είτε ο/η πρωταγωνιστής/τρια είναι ένας ή μία είτε περισσότεροι/ρες, πρέπει κάποια στιγμή να συγκρουστούν με κάτι: Με την τύχη; Με την εξουσία; Μεταξύ τους; Μου είναι αδιάφορο. Φτάνει να καταφέρω να τους παρακολουθήσω στο πώς βγαίνουν αλλαγμένοι από τη σύγκρουση, ακόμα κι αν αυτή συμβαίνει στο τέλος του βιβλίου.
Και βέβαια να καταφέρω να τους παρουσιάσω πειστικά στο «πριν» και στο «μετά» τους. Είμαι σίγουρα συγγραφέας της μεταβαλλόμενης συνείδησης, όσο και αν αυτό το ρεύμα υποχωρεί μπρος σε νεώτερα, που έρχονται ακάθεκτα. Και που τα παρακολουθώ με ενδιαφέρον, αλλά δεν γίνονται «δικά μου».
-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Πρέπει εγώ η ίδια να τον/την κάνω ήρωα/ιδα, στήνοντας πρώτα- πρώτα μια σύγκρουση, όπως είπα. Βέβαια, απ’ αυτή τη μάχη ίσως να βγει ηττημένος/η, οπότε θα έχουμε «αντιήρωα». Μια τέτοια έκβαση πρέπει να είναι αρχική επιλογή του /ης συγγραφέα, αλλιώς πρόκειται για δική του/της αποτυχία κι όχι του «χάρτινου ανθρώπου» - έτσι λέω τους μυθοπλασμένους, ακριβώς για να μην τους συγχέω με τον «ήρωα» της μάχης της πραγματικής ζωής, που όταν πέσει μαχόμενος/η, ονομάζεται και «μάρτυρας».
Για να μην θεωρητικολογώ όμως: Όπως και να πούμε το κύριο πρόσωπο ενός Μυθιστορήματος, παραδέχομαι πως το ταλέντο μου δεν φτάνει για την ολοκλήρωση μιας οποιασδήποτε προσωπικότητας. Για να φτάσω σε ένα ανεκτά πειστικό αποτέλεσμα, χρειάζομαι να τον /την φτιάξω στα μέτρα μου. Δηλαδή, να έχουμε κοινά σημεία. Η μεγαλύτερη δυσκολία μου είναι να καταπιαστώ με άντρα πρωταγωνιστή, π.χ.
-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Επανέρχομαι στον ορισμό του «Αλλόκοτου», ως μη συχνού για τη δική μου προσωπική έμπνευση. Γιατί η δημοσιογραφική μου καταγωγή δεν θεωρεί καθόλου περίεργο να καλοδέχομαι - πάλι μπαίνει το ερώτημα, αν έρχονται σε μένα ή πάω εγώ σ’ αυτούς - μια σκιά ανθρώπου, συχνά μάλιστα μαζί με την ιστορία του, όπως την διάβασα σε μια είδηση.
Ή όπως τον /την κρυφάκουσα να μιλά σ’ ένα διπλανό τραπέζι στο καφενείο. Ή όπως μου διηγήθηκε κάποιος μια τραβηχτική ιστορία και το κύριο πρόσωπό της’ προς Θεού, όμως, να μη μου πει, όπως συχνά συμβαίνει, «θα σου πω μια αληθινή ιστορία να την κάνεις μυθιστόρημα», γιατί θ’ αυθαδιάσω: «Γράψτο εσύ!».
Μου έχουν συμβεί όλα αυτά, αρκετά από τα Μυθιστορήματά μου γράφτηκαν έτσι. Οπωσδήποτε όμως - όπως άλλωστε συμβαίνει και σ’ οποιονδήποτε και οποιαδήποτε συγγραφέα- κάποιοι και κάποιες από τα κύρια πρόσωπα των βιβλίων μου δεν ήταν καν ανάγκη να φτάσουν ως εμένα. Ήτανε πάντα δίπλα μου κυριολεκτικά ή μέσα μου μεταφορικά. Και βέβαια ήταν κάποιο από τους πολλούς μου εαυτούς, που για ακόμα μια φορά μεταμφιέστηκαν.
-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Το αντικείμενο «βιβλίο» ήταν που πρώτα- πρώτα με εντυπωσίασε. Όταν ο παππούς μου που με δίδαξε ανάγνωση στα 3- 4 χρόνια μου, μου χάρισε «Τα τρία γουρουνάκια».
Θυμάμαι πολύ καλά το πόσο βαθειά εμπειρία υπήρξε η ανακάλυψη, ότι μπορούσα στο εξής να λέω εγώ στον εαυτό μου τις ιστορίες που ως τότε μου αφηγούνταν άλλοι, και που κάθε φορά τις άλλαζαν κατά το δοκούν ή τη μνήμη τους. Και ταυτόχρονα με αυτή τη σιγουριά, που την είχα, φαίνεται, μεγάλη ανάγκη, ένιωσα και μια αντίθετη πρόκληση: Την ελευθερία, διαβάζοντας μόνη μου πια, να μπορώ να παραλλάζω η ίδια την ιστορία, μην έχοντας να απολογηθώ μήτε στον συγγραφέα.
-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Ασφαλώς. Αν και με μικρές «διορθώσεις» στην ερώτηση, για να την φέρω στα μέτρα μου: Τα βιβλία είναι αρκετά, δεν είναι ένα’ άλλωστε και τα χρόνια που διαβάζω είναι πολλά, κι η επιρροή των καταλυτικά επιδραστικών επίσης. Ίσως κιόλας να φταίει που είμαι γενικά ευκολοεπηρέαστη από τις Τέχνες. Δε μπορώ να πω με σιγουριά όμως αν μου αλλάξανε τη ζωή, καθώς στη ζωή - στην ιστορία της - παίζει μεγάλο ρόλο και η τύχη, η σύμπτωση.
Βέβαια, όσο η ζωή μας εξαρτάται από την προσωπικότητά μας, κι αφού η μυθοπλασία καθόρισε την διαμόρφωσή του δικού μου «εγώ», ναι, είμαι καταφατική στην απάντησή μου: Μου την άλλαξαν τα βιβλία που αγάπησα. Τολμώ να πω, όσο και τα πρόσωπα που αγάπησα.
Τώρα, αν επιστρέφω; Μάλλον δεν επιστρέφω, τα έχω αφομοιώσει. Ξαδιαβάζω όμως κάποτε - κάποτε τους ίδιους τόμους - το κάπου – κάπου οφείλεται στον πειρασμό που με βάζουν τα ακόμα αδιάβαστα’ επιστρέφω σίγουρη ότι σε κάθε διάβασμα θα βρω νέα αγγίγματα στο μυαλό που ηλικιώνεται.
-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Στην πεζογραφία, αλλάζω πολύ συχνά αγάπες - αν και δεν χωρίζω ποτέ από τις παλαιές. Κι επειδή ξεχνάω τους χιλιάδες τίτλους με τους οποίους κατά εποχές φλερτάρω, μιλώ γι’ αγάπη για τους συγγραφείς που κάποτε έψαξα να διαβάσω ό,τι είχαν γράψει μα κι ό,τι συνεχίζουν να γράφουν, οι εν ζωή.
Μου είχε ξεφύγει ο Τζόζεφ Ροτ, με τον οποίο καλοπερνώ τελευταία. Τελευταία, επίσης, ανακάλυψη ήταν ο Φράνς Φάλλαντα, του οποίου μάλιστα αγνοούσα και την ύπαρξη, η ημιμαθής!
Στην ποίηση, όμως, είμαι κολλημένη στα εφηβικά και νεανικά διαβάσματά μου. Ενώ στιχοπλέκω πού και πού η ίδια, κι ενώ απολάμβανω ποιήματα αλλά κι ολόκληρες συλλογές από μετέπειτα στη ζωή μου ποιητικές συναντήσεις - και τις ζηλεύω τα μάλα - συνεχώς «μνημονεύω», όπως λέει ο ποιητής, Κωνσταντίνο Καβάφη και Γιώργο Σεφέρη. Αλλά υπάρχουνε και σκόρπιοι στίχοι άλλων ποιητών και ποιητριών, που σαν φτερά χαϊδεύουνε πολλές αγωνίες μου.
-Κατά τη διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Όσο γράφω, το μόνο που θα μπορούσα να κάνω, θα ήταν να ακούω μουσική. Αλλά όχι. Δε μπορώ. Όμως, αν θεωρήσουμε, όπως και το πιστεύω, ότι η διαδικασία της συγγραφής ενός Μυθιστορήματος κρατάει μήνες ή και χρόνια’ ότι ο κόσμος του Μυθιστορήματος που γράφεις, μπλέκεται με τον χρόνο που αναπαύεσαι’ ότι έχει το δικό του αφηγηματικό ρυθμό που επηρεάζει και τους ρυθμούς των τεχνών που πλησιάζεις ως δέκτης των μηνυμάτων τους, μένει να συλλογιστώ το πώς επιλέγω τη Μουσική που ακούω, τη Λογοτεχνία που διαβάζω, τα Εικαστικά που πάντα με έλκουν - έχουν κι αυτά μια αφήγηση να κάνουν - στους, ενδιάμεσους της γραφής, χρόνους της ανάπαυσης.
Πρέπει να το σκεφτώ. Αλλά ότι βλέπω ζωγραφιές - κι έργα θεατρικά και κινηματογραφικά -, διαβάζω μυθιστόρημα, ακούω μουσική, μπορώ με σιγουριά να απαντήσω «Ναι».
-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Το βιβλίο που γράφω τώρα - κι αν εκδοθεί ποτέ - δεν είναι Μυθιστόρημα. Ωστόσο μ’ ευχαριστεί πολύ η συγγραφή του. Όπως μ’ ευχαριστούνε και τα αρθράκια και τα σχόλια που ανεβάζω στο fb’ είναι ένα come back στη δημοσιογραφία. (Στα κείμενα τα δημοσιογραφικά, σαν κι αυτή τη συνέντευξη, εύκολα χρησιμοποιώ ξένες λέξεις, ενώ στο Μυθιστόρημα διστάζω να το κάνω, έτσι νομίζω ότι πρέπει).
Αλλά δεν είμαι ακριβής στην απάντησή μου: Σκαλίζω ανέκδοτα Μυθιστορήματα μου, δίχως να πολυσκέφτομαι αν ποτέ θα τα δώσω για έκδοση ή όχι. Και δε σκαλίζω απλώς δυο φράσεις ή τρεις λέξεις. Ξεθεμελιώνω και ξαναχτίζω τη δομή. Μόνο η ιστορία μένει ίδια, μα και γι’ αυτή, θα δούμε. Μπορώ λοιπόν να πω, πως ναι, γράφω και σήμερα Μυθιστόρημα.
Είναι μάλιστα μυθιστόρημα για μεγάλα παιδιά’ ένα είδος που έχω άλλες δύο φορές τολμήσει με τα «Σηκώστε τις βαλίτσες ξεκινάμε» (Οδυσσέας) και «Ένα εισιτήριο παρακαλώ» (στη σειρά των cross over του Πατάκη) - και τα δύο βραβευμένα από τον «Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου». (Κάτι που ίσως σας ενδιαφέρει για προβληματισμό γύρω από τον θεσμό των βραβείων).