Κάποτε η πανδημία θα τελειώσει, αλλά η καταναλωτική μας συμπεριφορά θα έχει ήδη αλλάξει γιατί μια αβεβαιότητα έχει φωλιάσει στις ζωές μας. Καθώς ο φθηνότερος τρόπος ζωής μας γίνεται συνήθεια, κόβουμε συνήθειες που συνδέονται με το «ευ ζην», όπως αγορές μόνο επώνυμων brands και τις μετατρέπουμε σε αποταμιεύσεις μέσω των οποίων προσπαθούμε να καθησυχάσουμε τον φόβο που συντηρεί η ανασφάλεια ενός τυχόν επόμενου κύματος, σημειώνει στο liberal.gr ο Μιχάλης Γκλεζάκος για τη νέα αυτή εποχή που ήρθε για να μείνει. Λιγότερη όμως ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά, μεταφράζεται και σε λιγότερες επενδύσεις.
Σχολιάζοντας τις πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ για βαθύτερη ύφεση στην παγκόσμια οικονομία και τον άγνωστο Χ των εξελίξεων στο υγειονομικό πεδίο, o καθηγητής χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς κρατά μικρό καλάθι για την προσέλκυση επενδύσεων. Με τον κίνδυνο πιθανής αναζωπύρωσης της πανδημίας υπαρκτό και με το οικονομικό περιβάλλον εκτός ισορροπίας, το κλίμα δεν είναι ιδανικό για μαζικές επενδύσεις, όπως λέει. Και μιλά για τον κίνδυνο «να έχουμε τα λεφτά» (από το Ταμείο Ανάκαμψης) αλλά να μην έχουμε τις επενδύσεις που χρειαζόμαστε.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Τέσσερις μήνες μετά από τότε που ξεκίνησε η πανδημία, έχει αφήσει αποτυπώματα στην καταναλωτική μας συμπεριφορά;
Ο κίνδυνος μετάδοσης του κορονοϊού, μας απομάκρυνε από συγγενείς, φίλους και συνεργάτες, ενώ η καραντίνα μας απομόνωσε, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν φυσικό λοιπόν, να περιορίσουμε σημαντικά την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών που συνδέονται με τη συναναστροφή, την ψυχαγωγία, τον πολιτισμό, την προσωπική φροντίδα, τα ταξίδια, το ντύσιμο, τις κοινωνικές εκδηλώσεις κλπ. Επίσης, να αυξήσουμε τη ζήτηση για υπηρεσίες e-shop, οικιακής ψυχαγωγίας, delivery, τηλεπικοινωνιών, τροφίμων και γενικά όσων έκαναν τη ζωή μας ευκολότερη σε αυτό το νέο πλαίσιο μικρής ή μεγαλύτερης απομόνωσης.
Αυτές οι διαφοροποιήσεις στην καταναλωτική μας συμπεριφορά, είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της συνολικής μας δαπάνης, πράγμα που φαίνεται από την αύξηση των καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, σε μια περίοδο μειωμένων εισοδημάτων (+3 δισ το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου 2020).
Με δεδομένο ότι η καταναλωτική μας δαπάνη αποτελεί τον βασικό πόρο της οικονομίας, οι πιο πάνω εξελίξεις δείχνουν ότι προκαλέσαμε περιορισμό και (σε κάποιο βαθμό) αναδιάρθρωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο οι αλλαγές αυτές θα μονιμοποιηθούν. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί δεν ξέρουμε πότε θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση στο υγειονομικό σκέλος της πανδημίας.
Είναι όμως λογικό να υποθέσουμε ότι «κάτι θα μείνει» από όλα αυτά, δεδομένου ότι μάθαμε έναν φθηνότερο τρόπο ζωής, τον οποίο πιθανότατα θα αναγκασθούμε σε κάποιο βαθμό να επαναλάβουμε, αν δεν «βγούμε» γρήγορα στην ανάπτυξη.
Άλλωστε έχει εγκατασταθεί μέσα μας ένας φόβος που συντηρείται από την αβεβαιότητα της συνεχιζόμενης πανδημίας και τον οποίο προσπαθεί ο κόσμος να καθησυχάσει αποταμιεύοντας (όσοι μπορούν). Αυτή η αποταμίευση προκύπτει κυρίως από τον περιορισμό των αναγκών που καθορίζουν το «ευ ζην», όπως οι αγορές μόνο επώνυμων brands. Λιγότερη όμως ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά, μεταφράζεται και σε λιγότερες επενδύσεις. Γι αυτό είναι αναγκαία η ενίσχυση της κατανάλωσης, που βραχυχρόνια μεν μπορεί να επιτευχθεί με τα προγράμματα στήριξης, αλλά μακροχρόνια μόνο με την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας στο υγειονομικό πεδίο είναι εφικτή.
- Στην ενίσχυση της κατανάλωσης φαίνεται να αποσκοπεί και η πρόσφατη σύσταση του ΔΝΤ, να δοθεί έμφαση στις ενισχύσεις προς τα νοικοκυριά. Πως θα μπορούσε να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός;
Η μείωση της κατανάλωσης είναι το αποτέλεσμα της καραντίνας, που περιόρισε ανάγκες και εισοδήματα. Προφανώς, για να αυξηθεί και πάλι, πρέπει να βελτιωθούν τα εισοδήματα και γενικότερα η ρευστότητα των νοικοκυριών. Στο πλαίσιο αυτού του στόχου, θα πρέπει να ενισχυθούν όσοι διαθέτουν πολύ περιορισμένη αγοραστική δύναμη, να προστατευθεί η απασχόληση, να δοθούν δάνεια μερικώς εγγυημένα από το κράτος, να γίνουν διευκολύνσεις στην εξυπηρέτηση υποχρεώσεων (π.χ. αποπληρωμή δανείων, πληρωμή φόρων και εισφορών) κλπ.
Όπως ξέρουμε, έχουν δρομολογηθεί τέτοια προγράμματα σε παγκόσμια κλίμακα και βεβαίως στην Ελλάδα και την ΕΕ.
Ειδικά για την προστασία της απασχόλησης, που ήταν το μεγάλο θύμα του κορονοϊού, έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες και έχουν διατεθεί σημαντικοί πόροι, όπως π.χ. το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα «SURE», το Ελληνικό «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» κλπ.
- Μιλήσατε για την συσχέτιση της ζήτησης με τις επενδύσεις. Βλέπετε τον κίνδυνο μειωμένου επενδυτικού ενδιαφέροντος στη χώρα μας εξαιτίας της αβεβαιότητας για την πορεία της πανδημίας; Και αν συμβεί αυτό, μπορεί να δούμε το οξύμωρο, παρ' ότι τα διαθέσιμα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης θα είναι πολύ περισσότερα απ' ότι στο παρελθόν, εντούτοις οι επενδυτές να διστάζουν να επενδύσουν και να μην επιτύχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα;
Κάνατε μια πολύ σημαντική επισήμανση. Η παροχή ενισχύσεων είναι μια κρίσιμη προϋπόθεση για την ανάληψη επενδύσεων, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Οι επενδυτές θέλουν να πειστούν ότι η επένδυση έχει ανεκτό κίνδυνο και αξιόλογη απόδοση, πριν προχωρήσουν στην υλοποίηση της. Στο πλαίσιο αυτό, οι κρατικές ενισχύσεις αξιολογούνται μαζί με άλλες σημαντικές παραμέτρους, όπως π.χ. οι υποδομές, το κόστος χρήματος, η φορολογία, το κόστος ενέργειας, η διαθεσιμότητα πρώτων υλών, η προσφορά εξειδικευμένης εργασίας κλπ.
Σήμερα, με την πανδημία σε εξέλιξη, με τον κίνδυνο πιθανής αναζωπύρωσης της, με το εσωτερικό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον εκτός ισορροπίας, το κλίμα δεν είναι ιδανικό για μαζικές επενδύσεις. Επομένως, ναι, είναι πιθανό «να έχουμε τα λεφτά» (από το Ταμείο Ανάκαμψης) αλλά να μην έχουμε τις επενδύσεις που χρειαζόμαστε. Θα πρέπει να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια από την κυβέρνηση για να εντοπισθούν οι δραστηριότητες που πρέπει να ενισχυθούν και ταυτόχρονα έχουν τις προϋποθέσεις να προσελκύσουν τους αντίστοιχους επενδυτές. Δεν είναι μια εύκολη αποστολή.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να δούμε τα κεφάλαια που θα έλθουν από το Ταμείο Ανάκαμψης ως ένα εργαλείο διάχυσης ρευστότητας, που απλώς θα τονώσει μεσοπρόθεσμα τη ζήτηση. Είναι η ευκαιρία μας, να προσανατολίσουμε τη οικονομία μας προς δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας, με παράλληλη ενίσχυση της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας της.
- Τι σημαίνει αυτό το σενάριο; Σημαίνει ότι η ανάπτυξη το 2021 στην Ελλάδα θα είναι λιγότερο από το 5%, δηλαδή την πρόβλεψη αρκετών για του χρόνου;
Η ανάπτυξη του επόμενου έτους θα είναι σε κάθε περίπτωση αξιόλογη, γιατί το 2021 θα ξεκινήσει από χαμηλότερη βάση και με συμπιεσμένες ανάγκες. Το ζητούμενο όμως είναι να υπάρξει ανάλογη συνέχεια για να «βγάλουμε τα σπασμένα» του 2020 και να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις για ένα καλύτερο μέλλον.
Ας μην ξεχνάμε ότι το χρέος μας είναι τόσο μεγάλο (στο τέλος του 2020 θα αγγίξει το 200%) που μόνο με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, για πολλά χρόνια, θα μπορούμε να το εξυπηρετήσουμε.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το αποτέλεσμα θα κριθεί από την πορεία της πανδημίας. Η υποχώρηση της εντός του 2020, ο εντοπισμός μιας αποτελεσματικής θεραπευτικής αγωγής, η μαζική παραγωγή εμβολίων, θα σημάνουν μείωση του επενδυτικού κινδύνου και αύξηση των επενδύσεων.
- Εντέλει τα πάντα στην οικονομία όχι μόνο φέτος, αλλά και τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από τον "άγνωστο Χ" των εξελίξεων στο υγειονομικό πεδίο;
Σαφώς. Εκεί παίζονται όλα. Βλέπω ότι η παγκόσμια οικονομία παραμένει παγιδευμένη στον ιστό του COVID19, ότι σε πληθώρα χωρών τα κρούσματα αυξάνονται και δεν είναι τυχαίο ότι το ΔΝΤ προβλέπει πλέον βαθύτερη ύφεση στο 4,9%. Αν δεν υπάρξει πρόοδος στο πεδίο αυτό, θα σερνόμαστε για πολύ, μέχρι να καταφέρουμε να γυρίσουμε ξανά στα μεγέθη του 2019. Αν υπάρχει η απειλή της αναζωπύρωσης της πανδημίας και της καραντίνας, η οικονομία «δεν θα βλέπει φως», ούτε από την πλευρά της κατανάλωσης ούτε από την πλευρά των επενδύσεων, όσους πόρους και να διαθέσουμε. Η γνώμη μου, πάντως, είναι ότι ο υγειονομικός κίνδυνος έχει ημερομηνία λήξης και μάλιστα κοντινή.