Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Ο βασικός λόγος που αιτήματα όπως οι περίφημες μεταρρυθμίσεις, έχουν στοιχειώσει την ελληνική πολιτική ζωή από τον 19ο αιώνα είναι γιατί όσοι τις επιθυμούσαν πραγματικά, ελάχιστοι βέβαια αλλά έστω κι αυτοί, δεν ήξεραν πως να περιγράψουν στους Έλληνες πως θα ήταν το μέλλον τους, αν υιοθετούσαν το αίτημα και με την ψήφο τους πίεζαν την πολιτική εξουσία προς αυτή την κατεύθυνση.
Έχουμε πλέον αρκετούς αιώνες κοινωνικής εμπειρίας και ιστορικών βιωμάτων για να γνωρίζουμε ότι αυτό που πυροδοτεί κοινωνικές εκρήξεις είναι το αίσθημα αδικίας κι αυτό που κινητοποιεί τους πολίτες για αλλαγή είναι η υπόσχεση ότι το μέλλον δεν θα είναι απλώς καλύτερο αλλά θα τους περιλαμβάνει.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον λοιπόν καταναλώσαμε όλο το επικοινωνιακό υλικό που έδωσε στη δημοσιότητα ο ΣΕΒ μετά την ολοκλήρωση του συνεδρίου του με θέμα «Bιομηχανία 4.0: Η ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί». Η συζήτηση στα πάνελ δεν περιορίστηκε στην ψηφιακή επανάσταση στον τομέα της Βιομηχανίας κάτι που είναι λογικό να συμβαίνει όταν καλείς ως ομιλητές generic πολιτικούς που εξασκούνται στο δημόσιο διάλογο αγορεύοντας στα πρωϊνάδικα. Όπως έσπευσε να διευκρινίσει και ο πρόεδρος του ΣΕΒ στη συζήτησή του με τον Πρωθυπουργό στην πραγματικότητα η συζήτηση αφορούσε την ψηφιακή οικονομία.
Έστω κι έτσι όμως, πέραν των γενικόλογων και πολύ αμήχανων ασαφών τοποθετήσεων (παρατηρήσαμε δε ότι όσο πιο σοβαρός ήταν ένας ομιλητής τόσο μεγαλύτερη η αμηχανία του, μόνο οι βαθιά αδαείς απευθύνθηκαν στο ακροατήριο με ρητορικό ενθουσιασμό και όχι με περίσκεψη) έλειπε παντελώς το αφήγημα. Κανείς δεν μπόρεσε να περιγράψει ένα μέλλον όπου ο πολίτης θα μπορεί να δει, έστω και αμυδρά τον εαυτό του μέσα σ'αυτό, μια εικόνα που περιλαμβάνει τους περισσότερους. Ακόμα και οι πολιτικοί που δείχνουν να έχουν καταλάβει τι αφορά αυτό που συμβατικά περιγράφουμε ως «Επανάσταση 4.0», αρκούνται στο να απαριθμούν τα δεινά που θα επιφέρει στην καθημερινότητα των πολλών η επικράτησή της. Δεν μπορούμε να μιλάμε για την «Επανάσταση 4.0» απαριθμώντας απλώς τις θέσεις εργασίας που θα χαθούν.
Μια συζήτηση για το μέλλον δεν μπορεί ν'αρχίζει και να τελειώνει με την περιγραφή των δεινών που αυτό θα επιφέρει. Γιατί στις κοινωνίες του μέλλοντος είναι βέβαιο ότι οι λέξεις «εργασία», «δουλειά», «απασχόληση» δεν θα περιγράφουν αυτό που γνωρίζουμε εμείς σήμερα ως εργασία, δουλειά, απασχόληση. Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι οι άνθρωποι του μέλλοντος δεν θα χρειάζεται να εργάζονται οπότε η κατάσταση που θα διαμορφωθεί δεν έχει να κάνει με την απώλεια της εργασίας όσο το πως θα συνδεόμαστε κοινωνικά, πώς θα διαμορφώνονται οι κοινωνικές τάξεις όταν η εργασία θα εκλείψει και όλα τα συναφή ζητήματα. Προχωρημένα όλα αυτά; Μα περί αυτού πρόκειται.
«Και να μην πούμε την αλήθεια;», θα μας αντιγυρίσει κάποιος.
Απαντούμε: μα αυτό λέμε. Την αλήθεια πρέπει να πούμε. Και η αλήθεια είναι ότι μια κοινωνία που συζητάει μόνο για τις συντάξεις και τα επιδόματα, μια κοινωνία που η συζήτηση για την Παιδεία εξαντλείται στο πανεπιστημιακό άσυλο και το πώς θα εξελίσσονται τα μέλη ΔΕΠ, μια κοινωνία που έχει χωθεί σε πρωτόγονες συζητήσεις περί ΑΟΖ και φαντασιώσεις για φυσικούς πόρους που θα μας κάνουν όλους «τους κακομοίρηδες», «εμίρηδες» είναι απλά εκτός θέματος.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε μας αρέσει πολύ ή καθόλου, ο κόσμος θα αλλάξει και ακόμα και η διαδικασία της αλλαγής θα είναι διαφορετική απ' ό,τι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Και θα αλλάξει κάποια στιγμή ακόμα και για εμάς, στην εσχατιά της Δύσης, εδώ στην περιφέρεια των χωρών της «δεύτερης ταχύτητας» της ΕΕ.
Είναι αλήθεια ότι χώρες όπως η Ελλάδα μπορούν να κάνουν ένα άλμα και να βρεθούν στην ψηφιακή εποχή, κερδίζοντας το χρόνο και τα στάδια ανάπτυξης που έχασαν για διάφορους λόγους.
Όμως, για να συμβεί αυτό, πρέπει να «πακεταριστεί» ως αίτημα που θα το υιοθετήσουν οι πολίτες. Και για να «αγοράσουμε» οι πολίτες την ιδέα, πρέπει το πολιτικό και οικονομικό σύστημα να μάθει, επιτέλους, να μιλάει για το μέλλον. Πρέπει κάποιος να μας περιγράψει μια εικόνα από το αύριο, ένα αύριο που θα είναι συμπεριληπτικό, όπου πρωταγωνιστές θα είμαστε οι περισσότεροι. Μια εικόνα που θα μπορούμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας πιο ελεύθερους, πιο πλούσιους και σίγουρα πιο ευτυχισμένους.