Την Τρίτη το βράδυ, το είδα με τα μάτια μου, στις καφετέριες και στα μπαράκια γύρω από την κεντρική πλατεία μεγάλης πόλης του θεσσαλικού κάμπου, υπήρχαν τουλάχιστον 2.000 άτομα. Η πλειοψηφία τους από 16 μέχρι 26 χρονών. Χαρούμενα νεαρά παιδιά, ήταν κυριολεκτικά το ένα πάνω στο άλλο. Σε κάθε στενό τραπεζάκι στριμώχνονταν τουλάχιστον δέκα από αυτά, πίνοντας το ποτό τους ή τον βραδινό καφέ τους. Τα γέλια και τα πειράγματά τους θύμιζαν παραλία τον Αύγουστο.
Ο κορονοϊός καθόταν υπομονετικά σε ένα μπαλκόνι από πάνω τους σαν γύπας και αναρωτιόταν ποιο από τα αγόρια ή τα κορίτσια να πάει να χτυπήσει. Ούτως ή άλλως δεν θα χρειαζόταν δεύτερο χτύπημα. Έτσι που ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο, έτσι που τιτίβιζαν το ένα μέσα στα μούτρα του άλλου, έτσι που πιάνονταν και αγκαλιάζονταν γεμάτα χαρά και ανεμελιά, μέχρι να αναχωρούσαν για τα σπίτια τους θα είχαν κολλήσει όλα.
Μη με κατηγορήσετε ότι φτιάχνω ανατριχιαστικές εικόνες με νεαρά παιδιά. Ανατριχιαστικό ήταν αυτό που εξελισσόταν μπροστά μου. Μια νεολαία που ενώ έχει τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης και τις πιο άρτιες δυνατότητες γνώσης από οποιαδήποτε άλλη γενιά στην ανθρώπινη ιστορία, λειτουργεί λες και είναι σκαρφαλωμένη σε κάποιο ορεινό αποκλεισμένο χωριό στο οποίο δεν φτάνει μήτε φωνή μήτε χαμπέρι.
Με τις τηλεοράσεις να σκούζουν, τους επιστήμονες να ωρύονται, την κυβέρνηση να τραβάει τα μαλλιά της, την Ευρώπη να κλαίει, τον πλανήτη να τρέμει σύγκορμος, αυτό που συνέβαινε μπροστά μου σε κείνη την πλατεία ήταν εξωφρενικό. Και για να μην κατηγορώ τους Θεσσαλούς νεανίες (απλώς έτυχε να είμαι εκεί), ξέρω ότι πάνω-κάτω το ίδιο γινόταν και στην Κρήτη, εν μέρει στο Γκάζι στην Αθήνα, σε νησιά του Αιγαίου, αλλά και αλλού.
Δεν τα γράφω για να κατηγορήσω (εγώ ο συντηρητικός γέρων) τα νέα παιδιά που βράζει το αίμα τους και δεν βιώνουν τον τρόμο με τον ίδιο τρόπο που τον βιώνουμε οι μεγαλύτεροι. Τα γράφω για να καταλήξω σε μια έκκληση προς κάθε επίσημη αρχή η οποία είναι επιφορτισμένη με την ενημέρωση του κοινού για το θέμα του κορονοϊού. Τους λέω λοιπόν καθαρά ότι οι πιτσιρικάδες μας απλώς δεν ακούνε ούτε πολιτικούς, ούτε δημοσιογράφους, ούτε λοιμοξιολόγους. Όταν ο Κυριάκος τους λέει να πλένουν τα χέρια τους αυτοί καγχάζουν κι όταν εμφανίζεται ο Τσιόδρας να μετρήσει αρρώστους τον πετάνε στον σκουπιδοτενεκέ του υπολογιστή ή του κινητού τους. Δεν γουστάρουν, πως το λένε δηλαδή;
Ταπεινή μου γνώμη είναι ότι χρειάζεται κατεπειγόντως να επιστρατευτούν κάποιοι που μιλούν την ίδια γλώσσα με τα σημερινά νεαρά παιδιά και να τους εξηγήσουν στη δική τους ορολογία ότι δρουν εγκληματικά για τον εαυτό τους και για τους γύρω τους. Αυτό όμως πρέπει να γίνει τώρα, όχι σε δυο βδομάδες. Δεν ξέρω αν αυτοί οι μεταβιβαστές μπορεί να είναι ράπερς, μπλόγκερς, γιουτιούμπερς, ηθοποιοί ή τραγουδιστάδες, πάντως είναι ανάγκη πάσα να δοθεί το μήνυμα με διαφορετικό τρόπο. Μπας και το καταλάβουν οι μικροί και οι μικρές, μπας κι έρθουν στα συγκαλά τους πριν είναι πολύ αργά…