Tο εργασιακό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε πρόσφατα συνιστά, κατά τον αρμόδιο Υπουργό, «μεγάλη μεταρρύθμιση που προσδίδει περισσότερη δύναμη στους εργαζόμενους και επιπλέον ισχύ στην οικονομία». Στην πραγματικότητα όμως αυξάνει σημαντικά τα προνόμια των εργαζομένων χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τα συμφέροντα δύο άλλων, πολύ σημαντικών ομάδων, αυτές των εργοδοτών, χωρίς τους οποίους δεν μπορούν να υπάρχουν εργαζόμενοι (μισθωτοί/εργατοτεχνίτες) και κυρίως των ανέργων.
Ειδικά για την δεύτερη ομάδα ο νομοθέτης πιστεύει ότι η «προστασία της εργασίας» αφορά αποκλειστικά όσους έχουν δουλειά και όχι όσους την αναζητούν. Πέρα από το ότι εμποδίζει, πολύ σωστά, μειοψηφικές ομάδες συνδικαλιστών να επιβάλλουν, συνήθως δια της βίας, την βούλησή τους στην πλειοψηφία των μελών ενός σωματείου και το ότι ενσωματώνει διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας στην εθνική νομοθεσία, ο νέος νόμος δεν έχει στην πραγματικότητα άλλα στοιχεία μεταρρύθμισης. Πιθανότατα μάλιστα στην πράξη να προκαλέσει πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που προσπαθεί να λύσει.
Η εξίσωση αποζημιώσεων εργατοτεχνιτών - υπαλλήλων που προβλέπει φέρνει τις επιχειρήσεις αντιμέτωπες με μία βίαιη, αιφνίδια και σημαντικού ύψους μείωση της καθαρής τους θέσης και αποθαρρύνει όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στη χώρα μας. Ουδείς αμφισβητεί ότι ο διαχωρισμός εργατοτεχνιτών - υπαλλήλων (blue collar - white collar workers) είναι αναχρονιστικός, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η εξίσωση των αποζημιώσεων των δύο ομάδων υπήρξε μνημονιακή υποχρέωση.
Ωστόσο, το ηθικό ζητούμενο της ίσης μεταχείρισης, ικανοποιείται εξίσου με την αντίστοιχη μείωση των αποζημιώσεων των υπαλλήλων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο αυξάνεται το τείχος προστασίας των εργαζομένων, τόσο δυσκολότερη γίνεται η εύρεση εργασίας για τους ανέργους, φαινόμενο γνωστό την διεθνή βιβλιογραφία ως insider/outsider model. Εν προκειμένω οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν υπολόγισαν το optimum επίπεδο αποζημιώσεων ούτε το κόστος της αιφνίδιας εξίσωσής τους για την οικονομία, η οποία ουδόλως «ισχυροποιείται» από αυτήν την παρέμβαση.
Την ίδια στιγμή, δια του νέου νόμου, το Ελληνικό Δημόσιο φορτώνει χωρίς κανέναν φραγμό νέα κόστη και έξοδα στον ιδιωτικό τομέα, κάνοντας κοινωνική πολιτική με χρήματα άλλων. Χαρακτηριστικό οι γονικές άδειες, η άδεια φροντιστή τέκνου, η νέα άδεια πατρότητας κ.λπ., τις οποίες το Υπουργείο εφάρμοσε γενναιόδωρα σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τα ελάχιστα που προέβλεπε η σχετική κοινοτική οδηγία. Η προσέγγιση αυτή είναι μυωπική ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις έχει αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, κάτι το οποίο μπορεί να διαπιστώσει κανείς εύκολα βλέποντας π.χ. τα σημερινά επίπεδα ανεργίας στις νέες γυναίκες που βρίσκονται σε ηλικία απόκτησης παιδιών.
Με δεδομένο το τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα αλλά και την άνιση κατανομή του οικονομικού βάρους σε κλάδους που απασχολούν σε μεγάλο ποσοστό γυναίκες, πραγματική μεταρρύθμιση θα ήταν η κάλυψη του κόστους πατρότητας/μητρότητας από τον ΕΦΚΑ μέσω ενός οριζόντιου πόρου που θα βαρύνει εξίσου όλους τους εργοδότες. Μία τέτοια προσέγγιση αίρει τα αντικίνητρα στην πρόσληψη νέων γυναικών και διευκολύνει σημαντικά στην απόφαση ενός νέου ζευγαριού να αποκτήσει παιδί.
Η άλλη, ιδιαίτερα προβληματική διάταξη αφορά στην ψηφιακή κάρτα εργασίας. Η υποχρέωση εφαρμογής συστήματος ωρομέτρησης είναι πλέον ευρωπαϊκή, μετά από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τον Μάιο του 2019, που δικαίωσε το Ισπανικό Συνδικάτο COOO, όταν αυτό προσέφυγε κατά της Deutsche Bank SAE για πλημμελή καταγραφή των υπερωριών των υπαλλήλων της. Στην απόφασή του κατέληξε στο ότι τα «κράτη - μέλη πρέπει απαιτήσουν από τους εργοδότες να εφαρμόσουν ένα αντικειμενικό, αξιόπιστο και προσβάσιμο σύστημα το οποίο θα επιτρέπει καθημερινά τη μέτρηση της διάρκειας απασχόλησης κάθε εργαζόμενου».
Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι ο Έλληνας νομοθέτης, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει διεθνώς, δεν εμπιστεύεται τον εργοδότη να συμμορφωθεί με όποιον τρόπο θεωρεί εκείνος ενδεδειγμένο, αλλά επιφυλάσσει στο κράτος τον ρόλο του παρένθετου χωροφύλακα - Big Brother. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η ψηφιακή κάρτα δεν εφαρμόζεται στο Δημόσιο που είναι ο μόνος τομέας όπου το κράτος, ως εργοδότης το ίδιο, νομιμοποιείται να επιβάλλει τη χρήση της.
Ακόμη όμως και αν ξεπεραστούν ουσιώδη πρακτικά ζητήματα όπως το ότι τα προσωπικά δεδομένα που θα τηρούνται ενέχουν κινδύνους για την ιδιωτικότητα των εργαζομένων που δεν δικαιολογούνται από τον επιδιωκόμενο σκοπό και το ότι η γραφειοκρατική επιβάρυνση από το «ενιαίο κοστούμι για όλους» μπορεί να μειώσει ακόμη περισσότερο τη χαμηλή παραγωγικότητα της Ελληνικής οικονομίας, παραμένει το κρίσιμο ερώτημα εάν είναι δουλειά του κράτους να μετράει τις ώρες εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Το ελληνικό εργασιακό θεσμικό πλαίσιο, ο εκπεφρασμένος στόχος του οποίου είναι η «προστασία» του εργαζομένου ήταν και είναι συγκρουσιακό και κυρίως απολύτως ξεπερασμένο σε σχέση τις ανάγκες της οικονομίας και τις σημερινές συνθήκες. Η απόσταση που το χωρίζει από ένα σύγχρονο και αναπτυξιακό πλέγμα ρυθμίσεων μεγάλωσε μάλιστα ακόμη περισσότερο εξαιτίας των αλλαγών και των νέων, υβριδικών, μοντέλων εργασίας που έφερε η πανδημία του κορονοϊού.
Δυστυχώς αντί το Υπουργείο Εργασίας να κάνει τολμηρά βήματα εκσυγχρονισμού του (π.χ. ενσωμάτωση δώρων Πάσχα & Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας στον μηνιαίο μισθό, κατάργηση του γραφειοκρατικού διαχωρισμού υπερωρίας/υπερεργασίας), προσπάθησε για μία ακόμη φορά να αντιμετωπίσει τις ανάγκες και τα προβλήματα του παρόντος και του μέλλοντος με ξεπερασμένες ιδέες και πρακτικές του παρελθόντος.
* Ο Βασίλης Μασσέλος είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής & Ετοίμου Ενδύματος