Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Τι δουλειά μπορεί να έχει ένα κείμενο σαν κι αυτό σε ένα πολιτικο-οικονομικό σάιτ; Θα σας πω. Η κυνοφιλία είναι ένας από τους μη τυπικούς δείκτες ευμάρειας ενός κράτους. Όχι γιατί ισχύει ότι, όσο πιο ανεπτυγμένη είναι μία χώρα, τόσο πιο πολύ αγαπά και προστατεύει τα σκυλιά. Αλλά ακριβώς επειδή ισχύει το αντίστροφο. Δεν το είχα καταλάβει όσο ζούσα στην Ελλάδα. Το κατάλαβα πολύ καλά τα δύο τελευταία χρόνια που ζω σε μία ξεκάθαρα ευρωπαϊκή χώρα. Το παρόν είναι ένα, το πρώτο, από τα σχετικά σημειώματα που θα γράψουμε για τη στήλη. Θα υπάρξουν και άλλα. Ελπίζουμε να σας αρέσουν, να τα κοινοποιήσετε —αρχίζοντας από το σημερινό— και να εγείρουν, ίσως, κάποιες συζητήσεις.
Σήμερα, 27 Μαρτίου, κλείνουμε τέσσερα χρόνια που ο σκύλος μας άρχισε να βγαίνει καθημερινά από το σπίτι για τους λόγους που βγαίνουν τα σκυλιά από το σπίτι τους όπου γης: για να περπατήσουν, να ασκηθούν, να κάνουν την ανάγκη τους, να κοινωνικοποιηθούν κλπ., και γιατί έτσι τούς αρέσει και γιατί έτσι κάνουν τα σκυλιά που μένουν μαζί μας στο σπίτι. Τέσσερα χρόνια, εννοώ, που βγαίνει ΤΡΕΙΣ φορές την ημέρα από το σπίτι, όχι που βγαίνει γενικώς, ή που βγαίνει μία στο τόσο, ή μόνο το πρωί ή το βράδυ κ.ο.κ. Τρεις φορές την ημέρα ανυπερθέτως. Συχνά, μάλιστα, βγαίνει και τέσσερις.
Κάθε μία από αυτές τις βόλτες κρατά μισή ώρα κατά μέσον όρο. Αρκετές φορές, τυχαίνει να κρατά πολύ περισσότερο. Όμως τα τριάντα λεπτά είναι μία καλή μέση τιμή, και θα τη χρησιμοποιήσουμε στους παρακάτω συλλογισμούς. Πριν τους αρχίσουμε όμως, να σημειωθεί πως το δικό μας είναι ένα μικρόσωμο σκυλί. Ένα μεγαλόσωμο, ένα λυκόσκυλο ας πούμε, χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο για να ασκηθεί και να εκτονώσει την ενέργειά του. Μάλιστα, ένα μεγαλόσωμο σκυλί συχνά χρειάζεται και έναν ιδιαίτερο χώρο για να κάνει τη βόλτα του και να τρέξει, για να του πετάμε το μπαλάκι, το κλαδί ή το φρίσμπι και όλα αυτά που κάνουν τα μεγαλόσωμα σκυλιά. Όχι ένα πεζοδρόμιο δηλαδή, αλλά ένα μεγάλο πάρκο. Όμως εδώ εμείς θα μιλήσουμε για ένα μικρόσωμο σκυλί — σαν το δικό μας.
Τώρα, αυτό το σκυλί, σε αντίθεση με έναν άνθρωπο που έχει άλλες ανάγκες και άλλο πρόγραμμα, κάνει —δηλαδή: ΠΡΕΠΕΙ να κάνει— αυτές τις βόλτες καθημερινά. Άρα όχι με διαλείμματα. Όχι με εξαιρέσεις. Όχι με Σαββατοκύριακα και αργίες. Δεν υπάρχουν Σαββατοκύριακα και αργίες στα σκυλιά. Όπως δεν υπάρχουν και ημέρες με υπερβολική ζέστη και υγρασία, ή με ισχυρό ψύχος: μπορεί να κάνει τη βόλτα του πολύ πρωί και πολύ βράδυ όταν έχει καύσωνα, και να βγει έξω καλά ντυμένο όταν κάνει κρύο. Αυτές οι ακραίες περιπτώσεις, που είναι λίγες και σπάνιες, θα ισοσκελιστούν πανεύκολα τις ημέρες εκείνες που ο καιρός θα είναι χαρά Θεού, όταν η μισή ώρα θα φαίνεται μία αστειότητα και πολύ εύκολα θα γίνει μία και μιάμιση ώρα. Οπότε, το ξαναλέμε: το σκυλί βγαίνει έξω τρεις φορές την ημέρα επί τριάντα λεπτά εκάστη, βρέξει-χιονίσει, 365 ημέρες τον χρόνο. Δεν χωρούν εξαιρέσεις εδώ.
Έτσι, και για να πάρουμε σαν παράδειγμα εμάς, βλέπουμε ότι μέχρι σήμερα έχουμε βγάλει τον σκύλο μας 365 ? 3 = 1.095 φορές τον χρόνο, ή συνολικά 4.380 φορές αφότου πρωτοάρχισε να πατάει τον δρόμο. Ή, βγήκαμε μαζί του συνολικά 2.190 ώρες όλα αυτά τα 4 χρόνια. (Οι υπολογισμοί αυτοί είναι εξαιρετικά μετριοπαθείς. Ο πραγματικός αριθμός στην περίπτωσή μας είναι τουλάχιστον διπλάσιος. Αλλά τους κρατάμε για να έχουμε μία τάξη μεγέθους). Οι 2.190 αυτές ώρες τα τέσσερα τελευταία χρόνια αντιστοιχούν σε 274 οχτάωρα εργασίας. Με άλλα λόγια, βγήκαμε μαζί με τον σκύλο μας 34 οχτάωρα τον χρόνο βόλτα. Δεδομένου ότι ένας μισθός πρακτικά αντιστοιχεί σε 25 ημερομίσθια, αυτά τα 34 οχτάωρα τον χρόνο σημαίνουν ότι «δουλέψαμε» πέραν τής κανονικής μας δουλειάς 1,5 μήνα επιπλέον. Ενάμιση μήνα επιπλέον τον χρόνο, επαναλαμβάνω. Κάθε χρόνο από αυτά τα τέσσερα τελευταία. Και κάθε χρόνο από τους επόμενους.
Έτσι, ένας εργαζόμενος που σκοπεύει να αποκτήσει σκύλο πρέπει εκ των προτέρων να ξέρει ότι πρόκειται να «δουλεύει» ενάμιση μήνα επιπλέον ετησίως μόνο για τις βόλτες του σκύλου του. Δεν είναι λίγο. Δεν είναι εύκολο. Αλλά είναι εκ των ων ουκ άνευ. Δηλαδή: δεν το συζητάμε. Ή θα το κάνεις (και) αυτό, ή δεν θα πάρεις τον σκύλο. Και θα διαλέξεις, αν θέλεις ντε και καλά κατοικίδιο, μία γάτα. Είναι μάλλον τόσο απλό.
(Ξέρω τις ενστάσεις που εγείρουν διάφοροι ζωόφιλοι σε αυτό το επιχείρημα: «Καλύτερα να πάρεις ένα σκυλί, αδέσποτο ή από το καταφύγιο, και να το αγαπάς και να το φροντίζεις και να 'χει επιτέλους ένα σπίτι, κι ας μην το βγάζεις βόλτα τρεις φορές την ημέρα, παρά να μην το πάρεις καθόλου και να ζει μέσα στην πίκρα και τις στερήσεις, αντιμετωπίζοντας ένα σωρό κινδύνους». Δεν τις συμμερίζομαι όμως γιατί είναι αμφιλεγόμενες και μη επαρκείς).
Στα παραπάνω θα πρέπει κανείς να προσθέσει το γεγονός ότι η απασχόληση κάποιου με το σκυλί του δεν σταματά σε αυτές τις τρεις μικρές βόλτες την ημέρα. Η συνύπαρξη με ένα σκυλί είναι μια διαδικασία που κρατά πολύ παραπάνω. Επιμένουμε απλώς σε αυτά τα 90 λεπτά που θα είστε καθημερινά μαζί έξω, στον δρόμο —και θα είστε βρέξει-χιονίσει, χωρίς εξαιρέσεις, ακόμη και αν έχετε πέσει άρρωστος στο κρεβάτι—, γιατί κανείς οφείλει να σταθμίσει καλά την απόφαση που θα πάρει ΠΡΙΝ φέρει το σκυλί στο σπίτι του. Αλλιώς θα είναι αργά.
Θα επανέλθουμε όμως την επόμενη εβδομάδα. Γιατί, είπαμε: όσο πιο πολύ αγαπά και προστατεύει τα σκυλιά μια χώρα, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται.