Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρείται μια αργή, αλλά σταθερή προσέγγιση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του καθεστώτος Άσαντ, έπειτα από οκτώ χρόνια απουσίας διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών.
Τα βήματα που γίνονται για την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών είναι προσεκτικά. Ύστερα από χρόνια απουσίας στην Συρία, η Ελλάδα όρισε ως ειδικό απεσταλμένο στην Δαμασκό την πρέσβη Τασία Αθανασίου. Τα βήματα αυτά, ωστόσο, δεν αποτελούν προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Γι’αυτό και το Υπουργείο Εξωτερικών διέψευσε τις πληροφορίες περί επαναλειτουργίας του συριακού προξενείου στην Θεσσαλονίκη.
Σημαντική εξέλιξη αποτελεί και η επιστολή του μόνιμου αντιπροσώπου της Συρίας στον ΟΗΕ. Σε αυτήν, η Συρία καταδικάζει το Μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης και τονίζει ότι οι πολιτικές της Άγκυρας παραβιάζουν τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, την κυριαρχία -και τα κυριαρχικά δικαιώματα- της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αιγύπτου, ενώ ταυτόχρονα νομιμοποιούν την κατοχή ξένων εδαφών.
Αυτή η κινητικότητα στοχεύει, κατά πάσα πιθανότητα, στην αποκατάσταση των σχέσεων των δύο χωρών. Αν αυτό συμβεί, τότε η Ελλάδα θα είναι η δεύτερη δυτική χώρα, μετά την Τσεχία, η οποία θα έχει διπλωματικές σχέσεις με την Συρία του Άσαντ. Πριν όμως προχωρήσει η Ελλάδα προς την κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να «ζυγίσει» τα πολιτικά κέρδη και τις τυχόν ζημίες που θα επιφέρει η επαναπροσέγγιση με την Δαμασκό.
Κέρδη
Είναι γεγονός ότι οι ζυμώσεις που γίνονται μεταξύ Ελλάδας και Συρίας γίνονται διότι και οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν ένα κοινό ζήτημα ασφαλείας: την αναθεωρητική και επιθετική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Η Συρία, μάλιστα, έχει να αντιμετωπίσει την τουρκική κατοχή εδαφών της σε τρεις ζώνες στα βόρεια της χώρας. Επομένως, η αποκατάσταση των σχέσεων Αθήνας – Δαμασκού θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για την σφυρηλάτηση μιας ακόμη συμμαχίας στην Ανατολική Μεσόγειο κατά της τουρκικής επιθετικότητας. Δείγμα μιας τέτοιας δυνητικής σύμπραξης αποτελεί και η δήλωση της Συρίας στον ΟΗΕ για το τουρκολιβυκό Μνημόνιο Συνεργασίας.
Υπάρχει και ένας ακόμη λόγος πιο πραγματιστικός: η επικράτηση του καθεστώτος Άσσαντ στο στρατιωτικό πεδίο και η συνεπακόλουθη γενικότερη πολιτική επικράτηση στην χώρα. Η επίλυση του συριακού, είτε είναι στρατιωτική, είτε πολιτική, δεν θα σημαίνει, πλην απροόπτου, την αποπομπή του εν λόγω καθεστώτος από την εξουσία, αλλά το αντίθετο. Δεν αποκλείεται κάποια στιγμή ο Άσσαντ να αποχωρήσει από την εξουσία. Όμως αυτό καθαυτό το καθεστώς κατά πάσα πιθανότητα θα επιβιώσει. Η Ελλάδα πρέπει να έχει διπλωματικές σχέσεις με όλα τα κράτη της Μεσογείου, ώστε να μπορεί να έχει και λόγο στα τεκταινόμενα της περιοχής.
Εξάλλου, στην Συρία δεν υπάρχει πια η μετριοπαθής φιλελεύθερη αντιπολίτευση που όλοι στην Δύση υποστηρίξαμε στην αρχή του πολέμου. Στην χώρα έχουν επικρατήσει ακραία ισλαμιστικά ή και φιλοτουρκικά στοιχεία. Επιπροσθέτως, αποκαθιστώντας τις σχέσεις με την κυβέρνηση της Δαμασκού, θα συνομιλούμε με εκείνους η οποίοι προστατεύουν την ελληνική και τις λοιπές χριστιανικές κοινότητες της Συρίας και που μάχονται μεταξύ άλλων και κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας (Ισλαμικό Κράτος, Al – Qaeda κλπ).
Τέλος, η αποκατάσταση των σχέσεων Ελλάδας – Συρίας θα μπορέσει να αποτελέσει ένα προσκλητήριο ετοιμότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Χρειάζεται πλήρης ετοιμότητα του ελληνικού κράτους και των επιχειρηματιών ώστε να επωφεληθούν από το τέλος του πολέμου και την ανοικοδόμηση της Συρίας. Δεν μιλάμε μόνο για την κατασκευή κατοικιών, αλλά και αυτοκινητοδρόμων, οδών, λιμένων και πάσης φύσεως υποδομών για τις οποίες υπάρχουν ελληνικές εταιρείες που μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτά τα έργα, ιδιαίτερα σε περίοδο ένδειας του τομέα των δημοσίων έργων στην χώρα μας.
Προβληματισμοί
Εντούτοις, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: το καθεστώς Άσσαντ αποτελεί ένα αυταρχικό καθεστώς το οποίο έχει συμβάλλει στον θάνατο χιλιάδων αμάχων κατά την διάρκεια του πολέμου, ενώ έχει κατηγορηθεί και για την χρήση χημικών - αν και δεν έχουν βρεθεί επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο. Όμως σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με έναν δικτάτορα που δεν δίστασε να δολοφονήσει πολίτες που διαδήλωναν ειρηνικά.
Επιπλέον, η τυχόν επαναπροσέγγιση μεταξύ των δύο κρατών δημιουργεί και προβλήματα στις σχέσεις της Ελλάδας με άλλα κράτη. Η ελληνική εξωτερική πολιτική κατευθύνεται στην αναβάθμιση των σχέσεων μας με το Ισραήλ με σκοπό την δημιουργία μιας στρατηγικής σχέσης. Η αποκατάσταση των σχέσεων με τον Άσαντ θα υπονομεύσει την προσπάθεια αυτή. Το Ισραήλ είναι εχθρικό προς το καθεστώς Άσαντ και δεν διστάζει να πραγματοποιεί πυραυλικές και αεροπορικές επιχειρήσεις εντός του συριακού εδάφους με σκοπό να πλήξει το καθεστώς και τους συμμάχους του (Ιράν, Χεζμπολάχ κλπ). Επομένως, τίθεται το εξής ερώτημα: συμφέρει την Ελλάδα να σχηματίσει ένα μέτωπο με την Συρία στην Ανατολική Μεσόγειο βλάπτοντας ουσιαστικά την συνεχώς αναβαθμιζόμενη σχέση της με το Ισραήλ;
Ένας περαιτέρω παράγοντας προβληματισμού είναι και ο ρόλος των ΗΠΑ. Το αμερικανικό κατεστημένο εχθρεύεται το καθεστώς Άσαντ, υποστήριξε την αντιπολίτευση στην αρχή του πολέμου και στην συνέχεια τους Κούρδους αυτονομιστές. Οι ΗΠΑ, λόγω του ότι βλέπουν τον Άσαντ ως ένα όργανο εξυπηρέτησης των γεωστρατηγικών συμφερόντων της Ρωσίας, αλλά και του Ιράν, έχουν επιβάλει εμπάργκο κατά του καθεστώτος και της χώρας και γενικώς παρέχουν πολιτική υποστήριξη στις τουρκικές επιχειρήσεις εντός της Συρίας.
Μας συμφέρει επομένως να αναβαθμίσουμε τις σχέσεις με την Συρία «δυσαρεστώντας» τις ΗΠΑ και το Ισραήλ; Εάν η αναβάθμιση μας δώσει ένα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας τότε ναι. Διότι δεν θα σταματήσουμε να είμαστε για τις ΗΠΑ ένας σημαντικός σύμμαχος, με σημαντική γεωστρατηγική αξία. Δεν πιστεύω ότι οι Αμερικανοί θα αντιδράσουν, ιδίως τώρα που έχουν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους, εσωτερικά προβλήματα. Όμως αυτό παραμένει ένα πολιτικό πρόβλημα, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι μια τέτοια συμμαχία μπορεί να είναι συγκυριακή και να μην έχει στρατηγικό βάθος. Τέλος, η Ελλάδα θα πρέπει τουλάχιστον να συνεννοηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους της πριν προχωρήσει στην αποκατάσταση των σχέσεων με την Συρία. Γιατί δεν μπορεί να ζητάει μια πραγματικά κοινή εξωτερική πολιτική και να δρα αυτόνομα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι έχουμε μπροστά μας έναν σοβαρό προβληματισμό για την κυβέρνηση και ιδιαίτερα για το Υπουργείο Εξωτερικών. Τα πλεονεκτήματα αποκατάστασης των σχέσεων με το καθεστώς Άσαντ (κοινή αντιτουρκική στάση, σύμπλευση κατά του τουρκολιβυκού συμφώνου και προστασία χριστιανικών μειονοτήτων) είναι σημαντικά. Από την άλλη μεριά, υφίσταται ο κίνδυνος διαταραχής των σχέσεών μας με τις ΗΠΑ και τον νέο μας σύμμαχο το Ισραήλ. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση πρέπει να ζυγίσει πολύ προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά, ώστε να εξυπηρετηθεί το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας. Λίγες είναι οι αποφάσεις σε θέματα διεθνούς πολιτικής που δεν έχουν κόστος. Στο παρόν άρθρο ανέφερα συνοπτικά τόσο τα πλεονεκτήματα της επαναπροσέγγισης με την Συρία, όσο και και τα βασικά μειονεκτήματα. Η απόφαση δεν θα είναι ούτε δική μου ούτε των αναγνωστών αυτού του άρθρου, αλλά της κυβέρνησης.
AP Photo/Sergei Grits