«Νόμιζε πως ερχόμουν για σένα» της είπε ο Καρλίτο. «Νόμιζε πως ήθελα να κλέψω εσένα, όχι την καφέ ζάχαρη». «Κι εγώ το ίδιο νόμιζα» του είπε η Μαρίνα, «εγώ κιόλας ήμουν έτοιμη για να με κλέψεις. Ζαχάρωνα». «Κανένας δεν μπορεί να φτιάξει λεμονάδα χωρίς ζάχαρη» της είπε ο Καρλίτο. «Δεν έχω πλέον μαλλιά, ούτε και φρύδια» του είπε θυμωμένα η Μαρίνα, «όταν κοιτάζω τα δάχτυλα των χεριών μου βλέπω πως δεν έχω καν δέρμα. Οι φούχτες μου καψαλισμένες». «Κανένας στο χωριό δεν έχει φρύδια» της είπε καθησυχαστικά ο Καρλίτο. «Μη σε νοιάζει».
Κωνσταντία Σωτηρίου «Πικρία χώρα», εκδ. Πατάκη, σελ. 120
Την Κωνσταντία Σωτηρίου, γεννημένη το 1975 στη Λευκωσία, απόφοιτο του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και κάτοχο μεταπτυχιακού στην ιστορία της Μέσης Ανατολής από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ που εργάζεται στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας, την γνωρίσαμε το 2015 με το μυθιστόρημα «Η Αϊσέ πάει διακοπές» και αμέσως ξεχώρισε: βραβεύτηκε με το με το Athens Prize for Literature, ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου και στη βραχεία λίστα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων των βραβείων του περιοδικού 'Ο Αναγνώστης' και του περιοδικού 'Κλεψύδρα'.
Ακολούθησαν οι «Φωνές από χώμα» το 2017, αναδείχθηκε νικήτρια του λογοτεχνικού Βραβείου της Κοινοπολιτείας 2019 της περιφέρειας Ευρώπης και Καναδά, για το διήγημά της «Έθιμα θανάτου» που αποτελεί μέρος της «Πικρίας χώρας», με την οποία ολοκληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε µε τα βιβλία "Η Αϊσέ πάει διακοπές" και "Φωνές από χώµα", «µε µοτίβο την αφήγηση των γυναικών για την ιστορία του πολέµου στην Κύπρο. Των γυναικών που περίµεναν, που προδόθηκαν, που δεν δικαιώθηκαν.»
«- Εβάρεσεν.
- Ψυχοµασσιεί.
- Αντελλοσσιάζεται.
- Παλλιώνει µε τον Χάρον.
- Αντζελοθωρεί.
- Βαρκαρίζει.
- Σιωπάτε! Εν ήρτεν η ώρα της ακόµα.»
Με την «Πικρία χώρα» η Κωνσταντία Σωτηρίου καταλύει τα σύνορα του Ουρανού και του Κόσμου. Κατορθώνει μέσα από μια ποιητική πρόζα που θυμίζει μοιρολόι ή ξόδι γυναικών, παραπέμπει στο «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο και στο «Φυλακτό» του Ρομπέρτο Μπολάνιο, να περάσει όλο το δράμα και την Ιστορία της Κύπρου, να κάνει αθάνατο το άλυτο πρόβλημα, να δικαιώσει αδικοσκοτωμένους και αγνοουμένους, κάνοντας αναστάσιμο ένα βιβλίο σταυρικό.
Στην «Πικρία χώρα» μιλούν ζώντες και τεθνεώτες, τα χρονικά όρια καταλύονται, η ολοζώντανη γλώσσα σαν ποτάμι γίνεται σχεδόν προφορική, καθημερινή, σωματική.
Γύρω από τη Σπασούλα που ζει την τελευταία της νύχτα σ’ αυτό τον κόσμο, φίλες και γειτόνισσες την συνοδεύουν όπως έστεκαν πλάι της μια ζωή. Και μέσα από μύθους, παραμύθια και δοξασίες, ταφικά έθιμα, πικρές και γλυκές ιστορίες, ζωντανεύουν τα αλύτρωτα, αναζητούν ξανά τους αγνοουμένους, μαζεύουν όσα οστά απέμειναν από μια αδικαίωτη ζωή. Αποτελώντας ίσως και τη μοναδική λύτρωση για τ’ ανθρώπινα: να γίνουν μνήμη μέσα από ένα βιβλίο που διαβάζεται λυγμικά και ασθματικά όπως ακριβώς έχει γραφτεί: γουλίτσα, γουλίτσα. Δεν καταπίνεται αλλιώς αυτή η ζωή.
«Δεν είναι άδικο να πεθαίνει από δίψα ένας πωλητής λεμονάδων;» αναρωτιέται η Μαρίνα για τον Καρλίτο. Και «Έτσι στα ξαφνικά, άρχισε να κουνιέται κάτι στον αέρα. Μια κότα κακάρισε, ο ήχος από μια πόρτα που έκλεινε. Το χωριό ξύπνησε. Από το βάθος ακούστηκαν μετρημένες φωνές. «Θα έρθουν να σου φέρουν να ξεδιψάσεις». Τώρα είχε σχεδόν νυχτώσει, ο Καρλίτο άκουσε το κάγκελο της πόρτας να ανοίγει, τον ήχο της στάμνας που γέμιζε. Ακούστηκαν βήματα που έσβηναν στο ξερό χώμα. Το νερό πιτσίλισε το χώμα, έφτασε μέχρι τα κόκαλα της Μαρίνας. Πότισε το κεφάλι της, τα πόδια της, ανάπνευσε. Η γυναίκα σκάλισε το χώμα στην άκρη του τάφου, άναψε το καντήλι, τακτοποίησε τα ψεύτικα λουλούδια. «Διψάω» είπε ξανά ο Καρλίτο. «Εμένα γιατί ποτέ δεν με ποτίζει η μάνα σου;»
Η αγωνιώδης αναζήτηση των αγνοουμένων, παραμένει ο βασικός άξονας. Τα μερόνυχτα αναμονής για μια μάταιη επιστροφή. Και μετά από χρόνια:
«ΤΗΛΕΦΩΝΟ με πήρανε από την επιτροπή. Όχι τη δική μας, των Αιχμαλώτων, της Διερεύνησης. Αυτής που διερευνά. «Έτοιμα» μου είπαν «τα λείψανα, να πάτε να τα παραλάβετε». Έτσι μου είπαν τον Γιωργάκη μου, λείψανα. «Να έρθετε να τον πάρετε που ταυτοποιήθηκε να του κάνετε την κηδεία. Να πάτε σε γραφείο να τα κανονίσετε. Το και το και θα τα πληρώσει όλα το κράτος».
Η πικρή συνέχεια, εξάλλου όπως θα πουν «είστε τόσοι πολλοί»!
«Έχετε από τρία ξύλα υλικό να διαλέξετε» είπε, μας έδειξε. Κάτι κιβουράκια μικρά, ένα άσπρο, άλλο ξύλο καρυδιάς, το άλλο δεν άκουσα. Ταράχτηκα. «Εδώ θα τον βάλουμε; Στο κουτί;» «Έτσι είναι αυτά, εδώ τους θάβουμε. Δεν σας δίνουν όλα τα κόκαλα. Τα κομμάτια που δίνουνε, δύο κομμάτια σας δίνουνε, μια χαρά χωράνε». «Τι; Δεν δίνουν όλα τα κόκαλα; Πού θα πάνε τα άλλα τα κόκαλα; Πού θα θάψουνε τον Γιωργάκη λείψανο; Πού θα του βάλουν τα άλλα τα κόκαλα; Ένα ποτήρι νερό! Δώστε μου νερό». Τηλέφωνο και πάλι στην επιτροπή, όχι της Διερεύνησης, την άλλη, τη δική μας. Των Αιχμαλώτων. Να ρωτήσουμε να μας πουν. Αυτοί που διακριβώνουν. Έβαλα να πάρει τηλέφωνο το παιδί. «Γεωργία, να τους πάρεις να μάθεις, Γεωργία, δεν μας δίνουν όλα τα κόκαλα του μπαμπά. Γεωργία, τηλέφωνο, ρώτα να μάθεις. Σπασούλα, πες πια, δεν μπορώ, θα με κάψει αυτό το παιδί». Πήρε τηλέφωνο η Γεωργία. Μας είπαν αυτό. Δύο κόκαλα λέει. Σαγόνι και ωλένη. Τι είναι ωλένη; «Σπασούλα, τι είναι ωλένη;» «Το κόκαλο το μεγάλο, του χεριού». Αυτά, λέει, φτάνουν. Για λείψανα. Τα άλλα είναι κόκαλα, τα θάβουν μαζί με άλλους.»
Η ρεαλιστική απάντηση:
«Δεν γίνεται, μαμά! Θέλουν εκατομμύρια να κάνουν ταυτοποίηση. Όλο τον σκελετό. Κάνουν τα δύο κομμάτια, τα βάζουν στο μικρό το κουτί, θα σου τον δώσουν για να τον θάψεις. Μαμά». Το κουτί. Τα λείψανα. Πήραμε το κουτί, θάψαμε τα λείψανα. Τα άλλα τα κόκαλα ούτε που ξέρουμε.»
Και η τελική συντριβή. Γυναικεία μοίρα και πεπρωμένο, η θηλυκή ανάγνωση της Κυπριακής τραγωδίας:
«Εμάς στο χωριό τις χήρες τις είχανε αυστηρά, θυμάσαι, Σπασούλα, που στο χωριό τις χήρες τις είχανε αυστηρά; Σαν πέθανε ο άντρας τους και η ζωή τους μαζί του έσβηνε, σαν πεθάνει ο άντρας τους να υπάρχουνε τελειώνανε. Έβαζαν το πένθος όλη τους τη ζωή. Που δεν ήταν ζωή. Κουβαλούσαν κομμάτι από θάνατο, έλεγε η γιαγιά μου. Κουβαλούμε κομμάτι από θάνατο σαν πεθάνει ο άντρας μας. Θυμάσαι, Σπασούλα, τη γιαγιά μου που κουβαλούσε κομμάτι τον θάνατο; Πέθανε ο παππούς όταν η γιαγιά ήτανε κοπέλα. Είκοσι χρονών η γιαγιά, σκότωσαν τον άντρα της οι αγωνιστές, ότι είχε σχέσεις με τους Εγγλέζους. Τον σκότωσαν με πέτρες.»
Και, φυσικά, η μόνη αποδοχή:
«Πάει να πει και τούτο τελικά που εγίνηκε, ετούτο τελικά που γυρεύανε μια μέρα, θα πάψει, ό,τι βρήκανε βρήκανε, όσους βρήκανε βρήκανε, όσους θάψαμε θάψαμε, για άλλους πλέον δεν θα έχει, σιωπή. Έτσι το κατάλαβα, Σπασούλα, έτσι είναι, Σπασούλα, πες μας κι εσύ; Πες μου, Σπασούλα, υπάρχουν άνθρωποι που για πάντα χαθήκανε; Που δεν θα τους βρει ποτέ τους κανείς; Και πώς θα τους πουν τους χαμένους που χαθήκανε; Βρήκανε λέξεις να πούνε τους χαμένους που δεν βρίσκονται; Γίνεται να χαθούν, Σπασούλα, οι άνθρωποι δύο φορές; Έχουμε λέξεις να πούμε για αυτούς που δυο φορές χαθήκανε; Μίλα, Σπασούλα, πες μου κι εσύ.»
Διότι τον γρίφο της ζωής μπορεί να το λύσει μονάχα η Σπασούλα που ψυχορραγεί. Βιώνοντας το μέγα μυστήριο του θανάτου.
Λογοτεχνία, τελικά, που είναι ποίηση και μνήμη ακριβή.