Από το 2000, ο Στέφανος Μάνος και το τότε κόμμα του, οι Φιλελεύθεροι είχαν παρουσιάσει την ολοκληρωμένη πρόταση τους για τη ρύθμιση των σχέσεων Κράτους Εκκλησίας.
Η πρόταση εστάλη σε όλα τα πολιτικά κόμματα, την Εκκλησία της Ελλάδας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο με στόχο να ανοίξει ένας διάλογος γύρω από το πολύπλοκο αυτό θέμα. Μόνο διάλογος βέβαια δεν υπήρξε...
Μολονότι έχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια, αυτή η πρόταση είναι απολύτως επίκαιρη και ιδιαίτερα χρήσιμη. Αποτελεί βάση για μια σοβαρή συζήτηση.
Τον Ιούνιο του 2005, ο πρώην υπουργός επικοινωνεί με τον μητροπολίτη Άνθιμο και βρίσκουν κοινό τόπο στο να διακοπεί η μισθοδοσία του κλήρου από το κράτος, υπό τον όρο ότι το κράτος θα επιστρέψει στην εκκλησία την περιουσία της.
Mετά τον Σεπτέμβριο του 2005, κατατέθηκε πρόταση νόμου από τον κ. Μάνο και τον κ. Ανδριανόπουλο με θέμα την «Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, θρησκευτικές ενώσεις και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας».
Τι πρότεινε τότε ο Στέφανος Μάνος; Η πρόταση καταγράφεται συνοπτικά σε σχέση με το τι ισχύει ακόμα και σήμερα.
Ως προς τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας: σήμερα συντάσσεται με τη συμμετοχή του Κράτους και ψηφίζεται από τη Βουλή ως νόμος του Κράτους.
Ο Μάνος προτείνει να συντάσσεται και να κυρώνεται από την Εκκλησία χωρίς την ανάμιξη του Κράτους.
Ως προς το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας: σήμερα η Εκκλησία είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.Οι Μητροπολίτες είναι Διοικητές Ν.Π.Δ.Δ. Οι Ιερείς είναι στην πράξη εξομοιωμένοι με δημόσιους υπάλληλους.
Ο Μάνος προτείνει η Εκκλησία να είναι Ανεξάρτητο Νομικό Πρόσωπο. Η Εκκλησία να αυτοδιοικείται.
Ως προς την εκκλησιαστική περιουσία: σήμερα ισχύει ο Νόμος 1700/1987 (νόμος Τρίτση) και ο νόμος 1811/1988.Τα οικονομικά επίσης, ελέγχονται από το Δημόσιο Λογιστικό.
Ο Μάνος προτείνει κατάργηση και των δύο νόμων και επιστροφή της περιουσίας. Η Εκκλησία να διαχειρίζεται την περιουσία της χωρίς την παρέμβαση του Κράτους και να λογοδοτεί στα μέλη της.
Ως προς την θεμελιώδη αντίληψη για τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας: σήμερα το Κράτος παρεμβαίνει κανονιστικά στην εσωτερική οργάνωση και λειτουργία της Εκκλησίας (πολιτειοκρατική αντίληψη).
Ο Μάνος προτείνει το Κράτος να μην παρεμβαίνει κανονιστικά, η δε Εκκλησία να αυτοδιοικείται πλήρως και ουσιαστικώς.
Ως προς τη στάση του κράτους: σήμερα είναι «Χρωματισμένη» από την «επικρατούσα θρησκεία».
Ο Μάνος προτείνει ισότιμη – πλην ευμενή – μεταχείριση κάθε θρησκευτικής συσσωμάτωσης, ως βασικής έκφρασης της κοινωνίας πολιτών.
Πιο αναλυτικά, στα επιμέρους υπάρχουν ενδιαφέρουσες προτάσεις οι οποίες ενδεικτικά αναφέρονται παρακάτω, σε σχέση με την εκκλησιαστική περιουσία, τον μισθό, την ασφάλεια και την σύνταξη του κλήρου.
Κατάργηση του ν. 1700/1987 (του «νόμου Τρίτση») και, για λόγους ισότητας, του ν. 1811/1988. Ό,τι περιουσία έχει η Εκκλησία παραμένει στην ιδιοκτησία της. Από την εισαγωγή της νέας ρύθμισης η Εκκλησία καθίσταται μόνη αρμόδια για την διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας της. Η ίδια η Εκκλησία θα μπορέσει να επιλέξει τις διαδικασίες ελέγχου και λογοδοσίας που της ταιριάζουν.
Μέσα σε πέντε χρόνια από την εισαγωγή της νέας ρύθμισης, ο μισθός, η ασφάλεια και η σύνταξη του κλήρου περιέρχεται στην αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας. Η διαδικασία αυτή θα είναι σταδιακή, για να μη θιγούν, σε καμιά περίπτωση, τα δικαιώματα ούτε των επί συντάξει, ούτε των εν ενεργεία, ούτε των νέων κληρικών.
Προτείνεται η σταδιακή (20% κατά έτος) μείωση της συμμετοχής της Πολιτείας στο κόστος μισθοδοσίας, ασφάλισης και συντάξεων, ώστε στο τέλος του πέμπτου χρόνου (100% το πρώτο έτος – 20% το πέμπτο – 0% το έκτο) να ολοκληρωθεί η μετάβαση στο νέο σύστημα. Προτείνουμε, επιπλέον, την εφ' άπαξ καταβολή στην Εκκλησία ενός ποσού, που θα καλύπτει μία τριετία μισθών, ασφαλειών και συντάξεων του κλήρου. Έτσι, ουσιαστικά, η Πολιτεία θα καλύψει το σύνολο της δαπάνης της πρώτης πενταετίας.
Με τον τρόπο αυτόν η Εκκλησία εξασφαλίζει τους πόρους για να αρχίσει να πληρώνει και αποκτά επαρκή χρόνο για να οργανώσει τη διοίκηση και τη διαχείριση της περιουσίας της ώστε στο τέλος της πενταετίας να αναλάβει πλήρως την οικονομική αυτή ευθύνη.
Ανεξάρτητα από την μεταρρύθμιση στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας,η Πολιτεία πρέπει να προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό του μη συνταγματικού νομικού πλαισίου, ώστε να διασφαλιστεί πλήρως η θρησκευτική ελευθερία, η ισονομία και η δημοκρατία στην Ελλάδα.
Και ειδικότερα, στην άμεση κατάργηση των μεταξικών νόμων 1363/38, 1369/39 και 1672/39 που αναφέρονται στον προσηλυτισμό και στην ίδρυση ευκτηρίων οίκων άλλων δογμάτων ή θρησκειών.
Την μετατροπή της θρησκευτικής εκπαίδευσης που παρέχει το Κράτος στο σχολείο, από ομολογιακή (κατηχητική) που είναι στην πράξη σήμερα, σε ευρύτερα θρησκειολογική, η οποία θα λαμβάνει βέβαια υπόψη τη θέση της Ορθοδοξίας στην ελληνική πραγματικότητα.
Την αναγνώριση του καθεστώτος του ιδιότυπου νομικού προσώπου και στα άλλα δόγματα ή θρησκείες.
Την αντικατάσταση του θρησκευτικού όρκου των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και του όρκου ως αποδεικτικού μέσου στην Πολιτική και Ποινική Δικονομία με μία διαβεβαίωση στην τιμή και στη συνείδηση του ατόμου.
Την εισαγωγή νόμου που θα ρυθμίζει διαδικαστικά θέματα που παρεμποδίζουν την πολιτική κηδεία, όπως είναι οι υγειονομικοί κανόνες και ο τρόπος διοίκησης και διαχείρισης των δημοσίων κοιμητηρίων.