Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα ήταν πάντα ένας από τους μεγάλους μύθους της μεταπολεμικής περιόδου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν το τέλος του Εμφυλίου επήλθε με την καθοριστική παρέμβαση των Αμερικανών και στη συνέχεια, η χώρα προσδέθηκε στο άρμα της Δύσης;
Eνδιαφέρον έχει πάντως να μελετήσει κάποιος πώς χρησιμοποίησε αυτό τον μύθο η Αριστερά, σε όλη την διάρκεια της διαχρονικής διεκδίκησης της εξουσίας. Και πόσο έντιμη ήταν στην φιλοσοφία του αντιαμερικανισμού η ηγεσία των σοσιαλιστικών κομμάτων ως τώρα. Όπως και πολλά από τα ιστορικά πρόσωπα που κληρονόμησαν την αποτυχία του ΚΚΕ να καταλάβει την χώρα και να την μετατρέψει σε Κούβα της Μεσογείου.
Αρχής γενομένης από εκείνο το περίφημο «Ψυχή βαθιά» που είχε γίνει το σλόγκαν μεταξύ των ανταρτών του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ της δεύτερης Μεραρχίας Αττικοβοιωτίας. Και μάλιστα από τότε που σαν 5ο Ανεξάρτητο Τάγμα Παρνασσίδας ανέλαβε τη στρατιωτική του διοίκηση ο ταγματάρχης Μιχάλης Παπαζήσης από την Κοζάνη. Ο Παπαζήσης είναι αυτός που πρωτοείπε τη φράση «ψυχή βαθιά» και τελικά συνεργάστηκε με τους Άγγλους στην πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση Παπανδρέου.
Αυτό που συμβαίνει στα αλήθεια, είναι η διαιώνιση του παραμυθιού πάνω στις ανάγκες της πραγματικότητας. Γιατί άλλο είναι χειραγωγείς την ουτοπική διάθεση του λαού που επιζητεί αυτό που δεν έχει και άλλο να πολιτεύεσαι μέσα σε έναν κόσμο δεδομένων πολιτικών συνθηκών.
Κατά συνέπεια, η γρήγορη και αναμενόμενη στροφή του Αλέξη Τσίπρα στους Αμερικανούς, είναι απολύτως φυσιολογική και ενδεικτική όλων των περιπτώσεων των Αριστερών στην Ελλάδα τουλάχιστον, της Μεταπολίτευσης. Το ίδιο και απαράλλαχτο μοτίβο: πρώτα παίζουμε με τα ταπεινά ένστικτα του λαού που αναζητά ανέξοδες ηρωικές αποδράσεις και στην συνέχεια, ταυτιζόμαστε με τον εικονικό εχθρό που ερέθιζε το υποσυνείδητό του. Όσο για το «ανέξοδες» δεν ισχύει πάντα, αφού μερικές φορές, το παιχνίδι αποδεικνύεται ιδιαιτέρως δαπανηρό και ο λογαριασμός έρχεται τσουχτερός στην τσέπη του «επαναστατημένου» πολίτη.
Εκείνο βέβαια, που κάνει εντύπωση είναι η εμμονή μεγάλων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας στην αμφισβήτηση του δυτικού κόσμου ως ζωτικού χώρου της ύπαρξής της. Αναρωτιέται κανείς πώς γίνεται, στην δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, να θεωρούν οι Έλληνες ότι κάποιος που μιλάει τη γλώσσα του αριστερού παραμυθιού, μπορεί να κυβερνήσει τη χώρα. Και το χειρότερο, πώς γίνεται να μην εκπλήσσονται, όταν παραδίνεται στην αγκαλιά των «ταξικών» του εχθρών, των Αμερικανών.
Η εξήγηση είναι μάλλον απλή αν συνειδητοποιήσουμε ότι αυτοί που πίστεψαν στο αφήγημα του Τσίπρα έχουν την ίδια πολιτική αντίληψη με τον ίδιο: κρατισμός, ιδεολογικός μύθος και δημοκρατία χωρίς παραδοχή των αξιών της. Με λίγα λόγια, μία χρόνια διπολική υπόσταση που εξαντλείται στο σχήμα «σοσιαλισμός στην ψυχή και καπιταλισμός στην τσέπη».
Και όπως η ίδια η φύση των πραγμάτων υπαγορεύει, οι «φονιάδες των λαών» έγιναν φίλοι και μέντορες κι εμείς βαράμε προσοχές στον εθνικό τους ύμνο...
Τελικά το μόνο που μένει πάντα είναι η ωραία ανάμνηση των αγώνων. Καμιά φορά και η γλύκα του μίσους για τον εχθρό. Ας είναι και ψεύτικος.
Ψυχή βαθιά σύντροφοι. Ραντεβού στα γουναράδικα (prada, Louis Vuitton etc) ...