Η Ροζαλία Σαμοϊλοβνα Ζεμλιάτσκα (1876-1947), (το πραγματικό της επίθετο ήταν Ζαλκίντ), γεννήθηκε το 1876. Η οικογένειά της ήταν εύπορη, ο πατέρας της, Σαμουήλ Μάρκοβιτς Ζαλκίντ, ήταν έμπορος που ανήκε στην πρώτη συντεχνία και ενδιαφερόταν για το μέλλον των παιδιών του, προσπαθώντας να τα αποτρέψει από τις συναναστροφές με τους επαναστάτες της εποχής. Η νεαρή Ρόζα πήγε στο Κίεβο για να σπουδάσει πρώτα στο Γυμνάσιο Θηλέων της πόλης και στην συνέχεια στην Ιατρική Σχολή της Λυόν. Αντί όμως να ασχοληθεί με το μάθημα της Ανατομίας, η νεαρή κοπέλα προτίμησε να διαβάζει επαναστατικά βιβλία και να γίνει μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος.
Σε ηλικία 17 ετών επιλέγει το όνομα «Δαίμων» ως επαναστατικό ψευδώνυμο. Το 1896 η νεαρή επαναστάτρια επιστρέφει στο Κίεβο και αρχίζει να εκδίδει παράνομα την εφημερίδα «Ίσκρα», το επίσημο κομματικό ειδησεογραφικό όργανο.
Η Ζαλκίντ ήταν εξαιρετική πράκτορας, ταξιδεύοντας μεταξύ του Κιέβου και των ευρωπαϊκών χωρών, μετέφερε ειδήσεις για τα επόμενα τεύχη της εφημερίδας, η οποία ήταν απαγορευμένη στην Ρωσία. Προκειμένου να μην γίνει αντιληπτή από την Οχράνα, την διαβόητη μυστική αστυνομία του τσαρικού καθεστώτος, καταφεύγει σε απίθανα τεχνάσματα.
Τα χρόνια κύλησαν και το 1900 βρίσκει την Ζαλκίντ, επισήμως άνεργη, μα με έντονη δραστηριότητα στους κύκλους των Ρώσων Μπολσεβίκων, πράγμα που τράβηξε την προσοχή της μυστικής αστυνομίας. Συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Σιβηρία. Εκεί, παντρεύτηκε, μα σύντομα χήρεψε. Κανείς μέχρι σήμερα, δεν έχει καταλάβει τις αιτίες αυτού του βιαστικού γάμου, αν δηλαδή παντρεύτηκε έναν σύντροφο και συνοδοιπόρο της, με τον οποίο μοιραζόταν τις ίδιες ιδέες ή αν το έκανε από οίκτο.
Επιστρέφοντας από την εξορία, ταξιδεύει στην Ευρώπη, όπου στο Μόναχο συναντάει για πρώτη φορά τον Λένιν. Το 1905 επιστρέφει στην Μόσχα, όπου λαμβάνει μέρος στην εξέγερση του Δεκεμβρίου. Τότε ήταν που έμαθε να πυροβολεί, στοχεύοντας τους στρατιώτες του τσαρικού στρατού.
Η Ζεμλιάτσκα είναι τεράστια εμπειρία δουλειάς με τους στρατιώτες, αφού καθοδηγούσε πολλά κομματικές οργανώσεις και πυρήνες των Μπολσεβίκων στον τσαρικό στρατό. Αμέσως μετά το πραξικόπημα των Μπολσεβίκων, στα τέλη του 1918 η ηγεσία του κόμματος αποφάσισε να αξιοποιήσει τις δυνατότητες αλλά και την αταραξία της και την διορίζει διευθύντρια του Πολιτικού Τμήματος της 8ης Στρατιάς πρώτα, και στην συνέχεια της 13ης του Νοτίου Μετώπου. Η 13η Στρατιά, με χαμηλό ηθικό, βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής. Αναλαμβάνοντας την πολιτική της καθοδήγηση η Ζαλκίντ, την μετέτρεψε σε υποδειγματική στρατιωτική, μαχητική μονάδα. Αυτό έγινε χάρη στην σκληρή ατομική της πειθαρχεία. Δούλευε 20 ώρες το εικοσιτετράωρο, δεν λυπόταν τον εαυτό της καθόλου, αλλά απαιτούσε την ίδια αυταπάρνηση από τους υφισταμένους της, χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία στις ηθικές αξίες ή στην περί δικαίου έννοια, κατά την εκτέλεση των διαταγών. Το σύνθημά της ήταν: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
To 1917, αμέσως μετά τις πραξικοπηματικές κινήσεις στο Πετρογκράντ, ακολούθησαν οι αντίστοιχες στην Μόσχα. Οι ευέλπιδες είχαν καταλάβει το Κρεμλίνο και γίνονταν σκληρές μάχες. Η ηγεσία της κομματικής οργάνωσης των Μπολσεβίκων κρατούσε μια ήπια στάση και τα μέλη της θεωρούσαν πως έπρεπε να γίνει μία συμφωνία με τους Ευέλπιδες, ώστε να αποχωρήσουν ασφαλείς από την εμβληματική αυτή τοποθεσία. Η Ζεμλιάτσκα μόλις το έμαθε, εισέβαλε μαζί με μία ομάδα υποστηρικτών της στην συνεδρίαση της επαναστατικής-στρατιωτικής επιτροπής. Εκείνη την ώρα μιλούσε ο παλιός Μπολσεβίκος Σμιντόβιτς, ιεραρχικά ανώτερος της. Χωρίς περιστροφές η Ζεμλιάτσκα τον διέκοψε και δήλωσε πως ο Σμιντόβιτς φταίει που η επανάσταση δεν έχει επικρατήσει στην πόλη και πως πρέπει να τον εκτελέσουν. Ταυτόχρονα, όλες οι δυνάμεις των Μπολσεβίκων θα έπρεπε να ριχτούν στην μάχη για το Κρεμλίνο και να το καταλάβουν, ακόμη κι αν χρειαστεί να το εξαφανίσουν από προσώπου γης.
Παρά το γεγονός ότι στην επιτροπή συμμετείχαν παλιά μέλη του κόμματος που μετρούσαν δεκάδες χρόνια φυλακής και εξορίας, η Ζεμλιάτσκα επέβαλε την άποψη της. Ανέβηκε σε ένα κατασχεμένο αυτοκίνητο και με τους υποστηρικτές της πήγε στο Κρεμλίνο όπου είχαν ήδη συγκεντρωθεί επαναστατημένοι στρατιώτες. Εκεί, η ηγερία της κόκκινης τρομοκρατίας, τους επίπληξε αυστηρά και τους απαγόρευσε οποιαδήποτε συνομιλία με τους Ευέλπιδες λέγοντας: «Μην βιάζεστε να τιμωρείτε, αλλά και μην βιάζεστε να συγχωρείτε».
Μεγάλη δημοσιότητα απέκτησε η Ζεμλιάτσκα, κατά τα γεγονότα της Κριμαίας το 1920. Μετά την αποχώρηση της Στρατιάς του Βράνγκελ, η χερσόνησος πέρασε στα χέρια της Ροζαλίν Ζεμλιάτσκα και του Ούγγρου κομμουνιστή ηγέτη Μπέλα Κουν, ο οποίος είχε καταφύγει στην σοβιετική Ρωσία, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και την κατάρρευση της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, η οποία διήρκησε μόλις 133 ημέρες.
Αρχικά, για την θέση του προέδρου του Επαναστατικού Συμβουλίου της Κριμαίας, είχε προταθεί ο Λεβ Τρότσκι, ο οποίος όμως απάντησε: «Θα στην Κριμαία, όταν στα εδάφη της δεν θα έχει απομείνει ούτε ένας λευκοφρουρός». Την φράση αυτή η Ζεμλιάτσκα και ο Κουν την εξέλαβαν ως διαταγή και ξεκίνησαν τις αιμοσταγείς «εκκαθαρίσεις». Επινόησαν ένα πονηρό σχέδιο, ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα να εξοντώσουν όλους τους πρώην αξιωματικούς της Λευκής Φρουράς: εξέδωσαν ένα διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι στρατιωτικοί έπρεπε να καταγραφούν επισήμως. Όσοι δεν συμμορφώνονταν θα εκτελούνταν αμέσως. Το αποτέλεσμα ήταν, μερικές δεκάδες χιλιάδες αξιωματικών που καταγράφηκαν, να βρεθούν στις καταστάσεις των προς εκτέλεση εχθρών του λαού.
Τον πρώτο χειμώνα της παραμονής του δαιμονικού ζεύγους στην Κριμαία, εκτελέστηκαν 96.000, από τον συνολικό πληθυσμό των 800.000 της χερσονήσου της Κριμαίας. Η επιχείρηση αυτή διήρκησε αρκετούς μήνες. Στις 28 Νοεμβρίου, η εφημερίδα «Τα νέα της προσωρινής επαναστατικής επιτροπής της Σεβαστούπολης» δημοσίευσε τον πρώτο κατάλογο με τους εκτελεσθέντες αξιωματικούς της Λευκής Φρουράς, στον οποίο περιλαμβάνονταν 1643 ονόματα. Στις 30 Νοεμβρίου ακολούθησε ένας δεύτερος κατάλογος με 1202 ονόματα. Μέσα σε μία μόνο εβδομάδα, στην Σεβαστούπολη, ο Μπέλα Κουν εκτέλεσε περισσότερα από 8.000 άτομα. Παρόμοιες εκτελέσεις γίνονταν σε όλη την Κριμαία, τα πολυβόλα δούλευαν νύχτα και μέρα, ενώ όταν άρχισε να υπάρχει έλλειψη πυρομαχικών, η Ζεμλιάτσα διέταξε: «Κρίμα να ξοδεύουμε σφαίρες γι’ αυτούς, πνίξτε τους στην θάλασσα». Οι καταδικασμένοι σε θάνατο, φορτώνονταν κυριολεκτικά, σε μεγάλες μαούνες, τις οποίες βύθιζαν στην Μαύρη θάλασσα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής: «Τα περίχωρα της Σεβαστούπολης υπέφεραν από την δυσωδία που αναδυόταν από τα πτώματα των εκτελεσθέντων, τους οποίους δεν έθαβαν. Οι μεγάλοι λάκκοι στον κήπο Βοροντσόφσκι και του ανθοκηπίου του αγροκτήματος Κριμτάεφ, ήταν γεμάτοι με πτώματα εκτελεσθέντων, τα οποία είχαν σκεπάσει πρόχειρα με λίγο χώμα, ενώ οι σπουδαστές της Σχολής Ιππικούθ (οι μελλοντικοί κόκκινοι κομισάριοι) περπατούσαν ενάμισι χιλιόμετρο μακριά από τον στρατώνα, προκειμένου με πέτρες να σπάσουν τα χρυσά δόντια των εκτελεσθέντων».
Για την «επιτυχημένη εφαρμογή της κόκκινης τρομοκρατίας στην Κριμαία» η Ζεμλιάτσα τιμήθηκε με το παράσημο της Κόκκινης σημαίας, ήταν η πρώτη γυναίκα στην οποία οι Μπολσεβίκοι επιδαψίλευσαν τέτοια τιμή.
Ορισμένοι υφιστάμενοί της, κρυφά, παραπονέθηκαν στο Κρεμλίνο για τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε και ζητούσαν να σταματήσουν οι θηριωδίες κατά του πληθυσμού της Κριμαίας. Ωστόσο, ο ίδιος ο Λένιν δεν ήθελε να σταματήσει η κόκκινη τρομοκρατία, αλλά απεναντίας, θεωρούσε υποδειγματική την εφαρμογή των κομματικών εντολών.
Την περίοδο 1921 - 1939 η Ροζαλία Ζεμλιάτσκα ήταν υπεύθυνη για τον έλεγχο της δραστηριότητας των κρατικών οργανισμών σε όλη την χώρα. Το απόγειο της σταδιοδρομίας της ήταν κατά την περίοδο των μαζικών κομματικών εκκαθαρίσεων. Το 1939, κατά την διάρκεια των μαζικών διώξεων, διορίστηκε αναπληρωτής πρόεδρος του Συμβουλίου των Λαϊκών Κομισάριων της Ε.Σ.Σ.Δ.
Σταδιακά όμως άρχισε να χάνει την ισχύ που είχε. Στην θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1943, όταν έγινε αναπληρωτής πρόεδρος της Επιτροπής Κομματικού Ελέγχου της Κ.Ε. του Κ.Κ. Η επίσημη άποψη την εποχή εκείνη ήταν πως πρόκειται για ένα αξιότιμο μέλος του κόμματος, το οποίο έχει επιδείξει ιδιαίτερο ζήλο στον αγώνα κατά των «εχθρών του λαού».
Η προσωπική της ζωή, παρέμεινε γκρίζα καθ’ όλη την διάρκεια της γήινης διαδρομής της. Έκανε δύο γάμους, οι οποίοι δεν κράτησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Από τον δεύτερο γάμο της, κράτησε το επίθετο Σαμοίλοβα, με το οποίο ήταν γνωστή στο κόμμα και στην κοινωνία. Κατά διαστήματα είχε στενές, αλλά όχι ερωτικές σχέσεις με δύο επιφανείς προσωπικότητες της εποχής εκείνης, οι οποίοι είχαν τα μισά της χρόνια, την εξερευνητή του Βόρειου Πόλου Παπάνιν, πρώην στέλεχος της μυστικής αστυνομίας και τον συγγραφέα Φαντέγιεφ.
Ποτέ στην ζωή της δεν είχε φίλους ή έστω κάποιους που θα δημιουργούσαν ένα περιβάλλον γύρω της. Το παρουσιαστικό της δεν άλλαξε με την πάροδο του χρόνου: χλωμή, ξερακιανή, με αρχές φαλάκρας και χτενισμένα προς τα πίσω μαλλιά, είχε ένα διαπεραστικό, επίμονο βλέμμα και φορούσε πάντα μονόκλ. Ήταν κλεισμένη στον εαυτή της, μιλούσε ψυχρά και δεν χαμογελούσε ποτέ. Δεν την αγαπούσαν ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί. Ακόμη και ο επίσημος βιογράφος της Οβάλοφ, συγγραφέας της εγκεκριμένης από το κόμμα βιογραφίας της, αναγκάστηκε να ομολογήσει: «Να την αγαπήσεις με την συναισθηματική σημασία της λέξης, όπως την εννοούμε συνήθως, δεν υπήρχε κανένας λόγος».
Η Ροζαλία Ζεμλιάτσκα, κατοικούσε μέχρι το τέλος της ζωής στο διάσημο σπίτι της προκυμαία του ποταμού Μόσχοβα, όπου έμενε η κομματική ηγεσία. Ένας από τους γείτονές της ήταν ο Χρουστσόφ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η μέγαιρα της κόκκινης τρομοκρατίας, τα πέρασε συντάσσοντας παράπονα και αναφορές σε βάρος των γειτόνων της στην πολυκατοικία.
Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1947, την ίδια ημέρα που είχε πεθάνει και το ίνδαλμά της, ο Βλαντίμιρ Λένιν. Ο τάφος βρίσκεται στα τείχη του Κρεμλίνου.