Της Σώτης Τριανταφύλλου
Χθες το απόγευμα βρισκόμουν στο Cafe le Zimmer και κοιτούσα απλανώς τη Νοτρ Νταμ. Στο Παρίσι η άνοιξη έχει έρθει από τα μέσα Φεβρουαρίου: καθόμαστε στα τραπεζάκια έξω. Είδα τη φωτιά, είδα το φλεγόμενο βέλος να καταρρέει, τον καπνό, το πλήθος ― και δεν κατάλαβα τίποτα.
Δεν αισθάνθηκα τίποτα. Το φαινόμενο by-stander: το άτομο αρνείται να πάρει ευθύνη για ό,τι συμβαίνει· κατ'' επέκταση, δεν «βλέπει» τι συμβαίνει. Όταν μπήκα στο μετρό για να γυρίσω στο σπίτι, όταν έπαψα να είμαι μέλος ενός πλήθους που βγάζει φωτογραφίες και αναφωνεί ωωω, το γεγονός πήρε σχήμα μέσα στο μυαλό μου. Είχα γίνει μάρτυρας μιας καταστροφής ― μιας ακόμη.
Είδα για πρώτη φορά τη Νοτρ Νταμ όταν ήμουν παιδί: τότε, μαυρισμένη από τον χρόνο, περίμενε την ανακαίνιση κι ένα γερό ξύσιμο. Από το «Όταν οι καθεδρικοί ναοί ήταν άσπροι» του Λε Κορμπυζιέ μέχρι τους μαυρισμένους ναούς της παιδικής μου ηλικίας είχαν μεσολαβήσει τριάντα χρόνια· ακολούθησαν αναστηλώσεις, εργασίες συντήρησης και λεύκανσης· τα αριστουργήματα της γοτθικής αρχιτεκτονικής ξανάγιναν άσπρα. Έμαθα πως ό,τι υφίσταται τη φθορά του χρόνου, τα πλήγματα της φύσης και των εχθρών μπορεί να ξανασταθεί όρθιο.
Όσο για το Παρίσι, Fluctuat nec mergitur: αυτό είναι το σύνθημα της πόλης ― επιπλέει και διασώζεται στην τρικυμία. Από το παράθυρό μου έβλεπα τη φωτιά μέχρι αργά τη νύχτα· όχι σαν τον by-stander στην Pont-au-Change, αλλά με τη θλίψη που νιώθουμε για μια μεγάλη απώλεια. Το πρωί, η φωτιά είχε σβήσει και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτα: καινούργια μέρα· πάλι από την αρχή. Fluctuat nec mergitur.