Από τη στιγμή που αποφάσισα να γράψω για το θέμα, προετοιμάστηκα για τα χειρότερα. Κάτι μεταξύ σχοινοβάτη έτοιμου να πέσει στον λάκκο των λεόντων ή άπιστου αναστενάρη πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, έτσι νιώθω. Γιατί το θέμα πονάει και είναι πολλά τα εύλαλα χείλη των ασεβών. Ο λόγος; Περί ρατσισμού, μετά την τελευταία συνέντευξη του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Τι είπε ο Γιάννης που όλοι έσπευσαν να σχολιάσουν, ο καθείς με τη δική του ανάγνωση; Ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια χώρα λευκών, τη χώρα μας, και ότι ήταν αναγκασμένος από παιδί να δουλεύει για να βοηθάει την οικογένεια. 'Οτι αν πάθαιναν κάτι οι γονείς του δεν είχαν ούτε τηλέφωνο για να ειδοποιήσουν τα παιδιά τους που θα απέμεναν πίσω τους μόνα.
Όσα είπε δεν είναι ψέματα. Εκείνο που μετράει όμως είναι πώς και γιατί τα είπε. Τα είπε γιατί αναφέρθηκε στα δύσκολα παιδικά του χρόνια, που δεν διαφέρουν από του οποιουδήποτε φτωχού παιδιού, ανεξαρτήτως χρώματος και χώρας, με εξαίρεση ίσως την απέλαση. Και λέω ίσως γιατί στα καθ' ημάς οι απελάσεις δεν ήταν τότε σε πρώτο πλάνο των ελληνικών κυβερνήσεων. Ο Γιάννης όμως, που έλαβε ελληνική παιδεία, που δηλώνει Ελληνας και κατέχει ελληνικό διαβατήριο κι ας κουράστηκε να το βγάλει, ο Γιάννης που δεν έκαψε όπως κάτι μπαχαλάκηδες την ελληνική σημαία και δεν καταδέχτηκε καν να γράψει αυτόγραφο πάνω της όταν τον πλησίασαν κάποιοι ομογενείς Ελληνάρες στην Αμερική, ο ίδιος Γιάννης που σήκωσε ξανά θύελλα με όσα είπε, γνωρίζει καλά πως γεννήθηκε σε μια χώρα με τον μεγαλύτερο βαθμό ομοιογένειας στην Ευρώπη τόσο σε χρώμα όσο και σε θρήσκευμα. Και το γνώριζαν και οι δικοί του σαν ταξίδεψαν πρόσφυγες ώς εδώ για μια καλύτερη τύχη. Απόδειξη πως εδώ έμειναν κι εδώ γέννησαν τα παιδιά τους. Καταλαβαίνω ακόμα γιατί ο Γιάννης αποζητά και την άλλη του ρίζα στη χώρα των γονιών του, τη Νιγηρία, και αυτό μου προκαλεί ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό.
Ο Γιάννης, όπως και πολλά άλλα παιδιά οικονομικών μεταναστών -δεν λέω όλα- ήταν τυχερός που δεν μεγάλωσε στην Αμερική ή κάποια άλλη χώρα στην οποία οι αυστηροί έλεγχοι εισόδου θα απέτρεπαν ακόμα και το πάτημα ενός ποδιού σε αυτές. Ηταν τυχερός που δεν έζησε το μίσος που έζησαν τα Ελληνόπουλα, παιδιά Ελλήνων γκαστερμπάιτερ στη Γερμανία, στη Σουηδία και άλλες πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης. Των Ιταλών, Ιρλανδών, Εβραίων και Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής του μεσοπολέμου, που περίμεναν σαν σαρδέλες στους υγρούς χώρους του Αλις Αϊλαντ να υποστούν την ταπείνωση εξευτελιστικών ιατρικών εξετάσεων πριν γίνουν δεκτοί ή απελαθούν από την πρώτη στιγμή. Τι; Πώς; Αλλαξε ο κόσμος; Ναι, αλλά έγινε χειρότερος! Δείτε τι γίνεται στην αυτοαποκαλούμενη μεγαλύτερη δημοκρατία, την Αμερική του Τραμπ, με τους δύστυχους Λατινοαμερικάνους και το τείχος που ύψωσε στα σύνορα με το Μεξικό.
Είμαι βέβαιη πως ο Γιάννης τα ξέρει όλα αυτά. Δεν τα γράφω άλλωστε για εκείνον. Αλλος είναι ο στόχος μου. Εκείνοι που αμέσως έτρεξαν να κατηγορήσουν τη χώρα τους, που είναι και η χώρα όλων μας, για ρατσισμό και όσα δεινά συνεπάγεται η επιλογή μιας ανάλογης πολιτικής. Είναι οι ίδιοι που ξαφνικά συμπάθησαν τους Εβραίους και το Ισραήλ, οι ίδιοι που πάλι σε δύσκολους χρόνους πρώτοι θα ρίξουν το ανάθεμα, αλλά στο μεταξύ θα έχουν πυροβολήσει τα ίδια τους τα πόδια. Γιατί η χώρα αυτή, που εξακολουθεί να ζει του κόσμου τα δεινά, υπήρξε πάντοτε η χώρα με τα λιγότερα κρούσματα βίας - όχι μόνο ρατσιστικής.
Για να είμαι δίκαιη προς όλους τους αναγνώστες. Χάρηκα με την απόφαση του δημάρχου του Τορόντο που ξέκοψε ορθά κοφτά στους Αραβες πρόσφυγες, λέγοντάς τους πως πρέπει να προσαρμοστούν στη χώρα που πήγαν να ζήσουν και όχι η χώρα σε αυτούς. Ο λόγος; Η απαίτησή τους για αλλαγή στο μενού των μαθητικών σιτηρεσίων που επιβάλλει το Ισλάμ, η κατάργηση εορτασμού των Χριστουγέννων και του έλατου στη Σαξονία, το χτύπημα της καμπάνας σε κάποιες ελληνικές πόλεις κ.ο.κ
Σεβασμός απαιτείται και από τις δύο πλευρές, γιατί διαφορετικά μιας νέας μορφής ρατσισμός εκκολάπτεται επικινδύνως.
*Η Φωτεινή Τομαή είναι συγγραφέας, πρέσβης ε.τ.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε την 1η Αυγούστου