Ο κύβος ερρίφθη. Το ρίσκο ανελήφθη. Αν το πείραμα πετύχει, η απόφαση να ανοίξει το λιανεμπόριο θα δώσει στην μεν αγορά μια βαθιά ανάσα, στη δε κυβέρνηση Μητσοτάκη μια πνοή που σίγουρα χρειάζεται για να διανύσει αβλαβώς την διακεκαυμένη ζώνη του εξαμήνου που τη χωρίζει από τη συμπλήρωση του πρώτου μισού της συνταγματικά προβλεπόμενης θητείας της.
Αν αποτύχει, δεν πρόκειται βεβαίως να χάσει εξ αυτού και μόνον του λόγου την πολιτική της κυριαρχία. Θα χάσει, όμως, το πλεονέκτημα που είχε κερδίσει διαχειριζόμενη επιτυχώς το πρώτο κύμα της πανδημίας. Και μάλιστα με τρόπο που θα υπενθυμίσει αναδρομικά ότι δεν πρόλαβε το δεύτερο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την διατήρηση της πολιτικής της δυναμικής. Εκτός αν η τελευταία ανακτηθεί εγκαίρως από την ευόδωση της δύσκολης επιχείρησης του μαζικού εμβολιασμού.
Ούτε αυτός θα αποτελέσει, βέβαια, αποκλειστικό κριτήριο για την αξιολόγησή της ενόψει του δεύτερου ημιχρόνου της θητείας της. Θα αποτελέσει ωστόσο έναν κρίσιμο παράγοντα βελτίωσης του γενικότερου πολιτικού κλίματος και των ειδικότερων σχέσεών της με το εκλογικό σώμα. Ιδιαίτερα με εκείνα εκ των τμημάτων του που διαμορφώνουν τις πολιτικές τους προτιμήσεις στρατηγικά και όχι ιδεολογικά, κατά περίπτωση (à la carte) και όχι κατά πεποίθηση, ανάλογα με τις οικονομικές πρωτίστως συγκυρίες και με κύριο γνώμονα την διαχειριστική επάρκεια των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο τους.
Σε αυτά άλλωστε τα τμήματα ανήκει η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων που αυτοτοποθετούνται στον μεσαίο χώρο και συνιστούν την κρίσιμη μάζα που ρυθμίζει τις ταλαντώσεις του εκλογικού εκκρεμούς.
Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης υπήρξαν οι στυλοβάτες του δικομματισμού και οι επιδιαιτητές της εναλλαγής στην εξουσία των δυο μεγάλων ιστορικών παρατάξεων.
Στα χρόνια της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης και των μνημονιακών καταναγκασμών αποσυντέθηκαν σε ομάδες αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, κατακερματίσθηκαν κοινωνικά και επανατοποθετήθηκαν πολιτικά μεταβάλλοντας άρδην την γεωμετρία του κομματικού συστήματος.
Η αποσταθεροποίηση του τελευταίου είχε ως συνέπεια να μειωθεί στα δυόμιση περίπου χρόνια το προσδόκιμο ζωής των «μνημονιακών κυβερνήσεων». Κανόνας που θα είχε κατά πάσα πιθανότητα ισχύσει και για τις κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν επωφελείτο των περιστάσεων που δημιουργήθηκαν μετά την διακομματική υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου για να προκηρύξει τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 με τις οποίες αναβαπτίστηκε στην λαϊκή ετυμηγορία πριν καν παρέλθουν εννέα μήνες από την άνοδο στην εξουσία της «πρώτης φορά Αριστερά».
Ο «μεταμνημονιακός δικομματισμός» διαφέρει σήμερα κατά πολύ από τον «προμνημονιακό». Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την «ιστορικότητα» του ΠΑΣΟΚ. Ούτε η ΝΔ την «μονολιθικότητα» που χαρακτήριζε την παραδοσιακή Δεξιά. Ούτε ο χώρος του Κέντρου συνιστά ένα «αντιδεξιό» ανάχωμα τέτοιο που να περιορίζει την πολιτική κινητικότητα του μεσαίου χώρου.
Μεταξύ, όμως, του «προμνημονιακού» και του «μεταμνημονιακού» μεσαίου χώρου υπάρχει μια ουσιώδης συστατική διαφορά: Κατοικείται πλέον από μεσοστρώματα περιορισμένων οικονομικοκοινωνικών αντοχών, χαμηλών προσδοκιών και αυξημένων ανασφαλειών εξ αιτίας του γεγονότος ότι αισθάνονται όλο και περισσότερο απειλούμενα με φτωχοποίηση και αποκλεισμό από την αγορά εργασίας.
Αν, πέραν των πεπερασμένων δυνατοτήτων εισοδηματικής στήριξης, δεν νιώσουν ότι μπορούν να ελπίζουν βάσιμα σε κοινωνική και ψυχολογική διάσωση από τον κυκλώνα που θα σαρώνει για καιρό ακόμα την χώρα και όχι μόνον, οι φοβίες τους θα θεριέψουν. Θα αρχίσουν να τους προκαλούν απελπισία. Θα τους κάνουν να στριφογυρίζουν πολιτικά όπως στριφογύριζαν στο μεσοδιάστημα των διπλών εκλογών του 2012, οπότε το άθροισμα του τότε δικομματισμού έπιασε πάτο. Δεν αποκλείεται να αφυπνισθούν και πάλι τα «αντισυστημικά» αντανακλαστικά τους.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 ήταν η αίσθηση της μη «δίκαιης« συμμετοχής στο «μέρισμα της ευημερίας» της εποχής που τα μετέτρεψε σε συντελεστές αποσταθεροποίησης της κυριαρχίας του δικομματισμού.
Στην αρχή της δεκαετίας του 2020 μπορεί να γίνει η αίσθηση της ανισοκατανομής του «μερίσματος της ελπίδας» για γρήγορη έξοδο από την κρίση που ενδέχεται να εξελιχθεί σε καταλύτη των υφιστάμενων πολιτικών ισορροπιών.
Σε κάθε περίπτωση πριν από το τέλος του τρέχοντος εξαμήνου και την έναρξη της τουριστικής περιόδου θα είναι πολύ νωρίς να διαφανούν οι μονιμότερες τάσεις της κοινής γνώμης και δεν θα μπορούν να εξαχθούν ανάλογα πολιτικά συμπεράσματα.
Μετά την παρέλευσή τους, ωστόσο, ενδέχεται να είναι πολύ αργά, αν εν τω μεταξύ πρυτανεύσει η λογική του «βλέποντας και κάνοντας» και όχι του «σχεδιάζοντας και κάνοντας». Πολύ δε περισσότερο θα έχει ήδη αρχίσει εκ των πραγμάτων η αντίστροφη μέτρηση του πολιτικού χρόνου.