Της Μαρίας Χούκλη
Πόσο απέχουν τα θέλω από τα μπορώ μας; Ενίοτε πάρα πολύ.
Έχει μεγάλη σημασία να το αναγνωρίζεις.
Στη ζωή δεν παίρνουμε ο,τι αξίζουμε ή ονειρευόμαστε για μας.
Είμαστε, βεβαίως, το σύνολο των επιλογών μας, ωστόσο συχνά οι επιλογές μας έχουν προκαθοριστεί. Και γεννιόμαστε και γινόμαστε.
Τι μπορεί, λοιπόν, να ενώνει μια λογίστρια, έναν νεαρό δικηγόρο, έναν ιδιοκτήτη συνεργείου ανταλλακτικών, σπουδαστές πληροφορικής, μια νοσηλεύτρια με πολλά χρόνια στον τομέα της υγείας, έναν καλλιεργητή ροδιών που εντωμεταξύ έχει περάσει από το Πανεπιστήμιο, δυο μαθητές δευτέρας λυκείου:
Τι τους ωθεί να παρακολουθήσουν σεμινάριο δημοσιογραφίας;
Μαζί τους μια άνεργη σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους, μια μητέρα δυο παιδιών έγκυος στο τρίτο, ένας ήδη αθλητικογράφος, μια φιλόλογος με δυο - τρία μεταπτυχιακά, ένας 37χρονος αλβανικής καταγωγής, ένας νεαρός που εργάζεται ως ρεπόρτερ και παίζει στα δάχτυλα τα ψηφιακά. Και άλλοι, ίδιοι και αλλιώτικοι, πλήθος ετερόκλητο, κόσμος κανονικός, χαρούμενος και προσγειωμένος.
Τι τους κάνει να αφιερώνουν αρκετές ώρες, επί πολλά πολλά Σαββατοκύριακα σε σεμινάρια δημοσιογραφίας, παραδεχόμενοι ωστόσο ότι δεν επιθυμούν ή δεν πιστεύουν πως θα γίνουν δημοσιογράφοι;
Μιλώντας ο καθένας για τον εαυτό του, φάνηκε τι τους ενώνει. Σχεδόν όλοι είχαν κοινό κίνητρο: να κάνουν κάτι καλύτερο από αυτό που κάνουν στη ζωή τους, να μάθουν κάτι περισσότερο, να υλοποιήσουν ένα μεράκι, να δουν τη «φόδρα» του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, να ησυχάσουν λίγο το μέσα τους που τους σπρώχνει να μην αφεθούν στη γενικότερη αφασία. Να κάνουν κάτι για εκείνους κι ας μην έχει εργασιακό αντίκρυσμα.
Ξέρουν, είναι άνθρωποι του κόσμου τούτου τι συμβαίνει στη χώρα. Δεν είναι θυμωμένοι, δεν είναι αδιάφοροι. Συγκροτημένοι, με τα δικά του οικονομικά και προσωπικά ζόρια ο καθένας. Παρόλα αυτά φιλικοί μεταξύ τους, ανθρώπινοι, σοβαροί, ανάλαφροι, με περιέργεια, με σωστές απορίες, με καίριες παρατηρήσεις.
Είπαμε πολλά, μοιραία η συζήτηση οδηγήθηκε στην πολιτική, χάρηκα που δεν είναι μηδενιστές και ισοπεδωτικοί στις προσεγγίσεις τους. Μιλούν αφού σκεφτούν.
Δεν ξέρω και ούτε με ενδιέφερε αν υπήρξαν «Όχι - Ευρώπηδες» ή «Μένουμε - Ευρώπηδες», με βάση τον νέο ανιστόρητο, προκλητικό και αντιδημοκρατικό διαχωρισμό που εισήχθη εσχάτως για την ελληνική κοινωνία.
Δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρει κανέναν, πολλώ δε μάλλον να λέγεται από επίσημα χείλη και μην αποδοκιμάζεται ξεκάθαρα και αυστηρά. Να αφήνεται να επικρέμαται σαν απειλή και ύβρις μαζί. Είναι περιφρόνηση προς τους πολίτες αυτής της χώρας σαν την Τζένη, τον Δημήτρη, τη Σούζυ, τον Βαγγέλη, την Αγάπη, τη Τζούλια, τον Μιχάλη, τον Νεκτάριο, τον Ανδρέα, τη Σοφία, τον Τάσο, εργαζόμενους και άνεργους που υπομένουν στωικά την απουσία ευκαιριών, αντέχουν το οικονομικό στρίμωγμα και διαθέτουν χρήματα από τα μη περισσευούμενα για να μάθουν κάτι περισσότερο, να κάνουν κάτι καλύτερο για τον εαυτό τους, να συναντηθούν με καταπιεσμένες επιθυμίες, χωρίς να κατηγορούν με μίσος όσους θεωρούν ότι ευθύνονται για τα κακώς κείμενα, χωρίς να κρατούν ρομφαίες, αλλά μόνο να θέλουν να καταλάβουν.
Πόσο απέχουν τα θέλω από τα μπορώ μας; Ενίοτε πάρα πολύ.
Έχει μεγάλη σημασία να το αναγνωρίζεις, αλλά να μην πτοείσαι.
Είμαι βέβαιη ότι οι κανονικοί, χαρούμενοι, προσγειωμένοι και φιλομαθείς άνθρωποι που συνάντησα θα κάνουν στη ζωή τους ό,τι καλύτερο μπορούν με όσα έχουν.
Για άλλους δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά.