Του Χάρη Τσιλιώτη*
Το σκάνδαλο Novartis και οι παραφυάδες του, που τόσο δηλητηρίασε την πολιτική ζωή του τόπου τουλάχιστον τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, επανέρχεται στο προσκήνιο κατά την προεκλογική περίοδο. Αυτή την φορά δεν γίνεται με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, η οποία μετά την κακή εξέλιξη που είχε γι αυτήν και τον ΣΥΡΙΖΑ μάλλον θα απεύχετο να το βρει μπροστά της πριν τις εκλογές.
Από την πρώτη ημέρα που ξέσπασε το σκάνδαλο αυτό με την αναγγελία της σύστασης ειδικής προανακριτικής επιτροπής κατά το άρθρο 86 Σ για την διερεύνηση πιθανών εγκλημάτων από 2 πρώην Πρωθυπουργούς και 8 πρώην Υπουργούς είχαμε επισημάνει ότι η υπόθεση αυτή με τα στοιχεία που είχαν δοθεί τότε στην δημοσιότητα θα κακοφόρμιζε. Τα μεν φερόμενα αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας είχαν παραγραφεί άνευ ετέρου, το δε αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ανήκε στην δικαιοδοσία της τακτικής δικαιοσύνης, η οποία όμως δεν είχε επαρκή στοιχεία για να τα διερευνήσει εις βάθος, πλην των (αορίστων) καταθέσεων 4 μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι απαξιώθηκαν στην πορεία τόσο νομικά όσο και ουσιαστικά.
Ο λόγος που κατασκευάστηκε το εν λόγω σκάνδαλο σε επίπεδο πολιτικών προσώπων ήταν να πληγούν οι πολιτικοί αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, κυρίως η πρώτη, για να μπορέσει να ανακάμψει ο ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις, ο οποίος αμέσως μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, ήταν σταθερά δεύτερο κόμμα και με διαφορά. Η χρονική συγκυρία που επελέγη να «σκάσει» το σκάνδαλο αυτό υπήρξε ιδιαίτερα εύγλωττη, εφόσον συνδεόταν με την αναζωπύρωση του Μακεδονικού, το οποίο επίσης δεν είχε ευτυχή κατάληξη για την Κυβέρνηση, την στιγμή που και αυτό το ζήτημα επιδίωξε ο Πρωθυπουργός και οι συν αυτώ να εκμεταλλευτούν για να δημιουργήσουν προβλήματα στη ΝΔ.
Η τελευταία πράξη στο εν λόγω σκάνδαλο, στο μέτρο που τα καταγγελλόμενα είναι βάσιμα, κάτι το οποίο πρέπει να διερευνηθεί από την Δικαιοσύνη, θα αποδείξει σε όλο της το μέγεθος την σκευωρία στην υπόθεση. Κι αναφερόμαστε στις καταγγελίες του εποπτεύοντος Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Αγγελή, ο οποίος όχι μόνο εμπλέκει την υφισταμένη του Εισαγγελέα Διαφθοράς κ. Τουλουπάκη αλλά κάνει ευθεία αναφορά σε μέλος της Κυβέρνησης, που χρησιμοποιεί μεθόδους «Ρασπούτιν», επαναλαμβάνοντας την μομφή της πρώην Εισαγγελέως Διαφθοράς κ. Ελένης Ράικου.
Πρέπει η Δικαιοσύνη να διερευνήσει λοιπόν εάν το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους» αποδειχθεί το μεγαλύτερο φιάσκο και η μεγαλύτερη σκευωρία. Εάν πράγματι τα περί «Ρασπούτιν» επιβεβαιωθούν τότε τον λόγο θα πρέπει να έχει η επόμενη Βουλή, η οποία αναμένεται να παραμείνει και μετά από ενδεχόμενη αναθεώρηση του άρθρου 86 Σ από την Αναθεωρητική Βουλή που θα προέλθει από τις εκλογές της 7 Ιουλίου 2019 ως η μόνη αρμόδια για τα θέματα της έρευνας, προανάκρισης και ποινικής δίωξης. 10 εξέχοντες πολιτικοί «κρεμάστηκαν στα μανταλάκια». Το θέμα δεν μπορεί να παραμείνει απλά ως ένα ακόμα φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ.
* Ο Χάρης Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.