Του Δημήτρη Καμπουράκη
Έρχεται από την Αφρική. Έτσι λέει η Σούζη. Ανάθεμα την πια για Αφρική. Γεμάτη σκόνη. Που όταν φθάσει εδώ, μετά από ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, κατεβαίνει στις αυλές μας, πρώτα κιτρινίζει τα πάντα και μετά γίνεται λάσπη.
Για σκεφτείτε μια Σαχάρα σε μέγεθος Ευρώπης που αποφασίζει να καβαλικέψει τους ανέμους και να μεταναστεύσει βόρεια. Χαλάει τον αέρα, αλλά χαλά και την βροχή αυτή η Αφρικάνικη αηδία. Βρωμίζει τη βροχή. Υπάρχει χειρότερο πράγμα από μια βροχή βρωμισμένη;
Κάποτε, στα νησιά τη μάζευαν τη βροχή μέσα σε ασβεστωμένες στέρνες για να την πίνουν. Είναι το πιο καθαρό νερό, σχεδόν αποσταγμένο. Τώρα έρχεται απ' τον ουρανό λασπωμένο, λερό. Στον καταραμένο τόπο, Μάρτη μήνα βρέχει πηλό.
Τι θέλει τέλος πάντων κι αυτή η σκόνη; Γιατί ταξιδεύει; Τι ζητά και πήρε τους δρόμους; Τι θαρρεί δηλαδή; Πως αν φύγει απ' τη Σαχάρα και καταλήξει στην Κρήτη ή στην Αττική, θα βρει καλύτερη ζωή; Κούνια που την κούναγε.
Δεν βρέθηκε κανένας να της πει πως ''αν τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, στην κόχη ετούτη τη μικρή, σ' όλη τη γη τη χάλασες;'' Δηλαδή, στον κόσμο της σκόνης δεν υπάρχει Κωνσταντίνος Καβάφης, να της κόψει λίγο την φόρα με τον πεσιμισμό του; Κρίμα.
Έρχεται κι ερεθίζει τους βλεννογόνους της μύτης μας, χώνεται βαθιά μέσ' τα πνευμόνια μας, κοκκινίζει τα μάτια μας, πνίγει τους ασθματικούς, φοβίζει τους καρδιακούς, δαιμονίζει τους αλλεργικούς. Μόνο η Novartis χαίρεται τελικά για την έλευση της.
Επικάθεται πάνω στον ανοιξιάτικο ανθό των δέντρων και των λουλουδιών, δυσκολεύει την ανθοφορία και την αναπαραγωγή τους, ανακατεύεται με τη γύρη, αποτρελαίνει τα μελίσσια, δυσφημεί τους καθαρούς ελληνικούς ορίζοντες στην τουριστική μας πελατεία, χαλάει τις χαζοχαρούμενες selfies… τι της κάναμε τέλος πάντων αυτής της σκόνης και μας έχει τόσο άχτι;
Κι έπειτα, αυτή η μετουσίωση της σε λάσπη, τι χαζομάρα Θεούλη μου. Τι απαξίωση. Όχι πως η σκόνη διαθέτει καμιά αξιοζήλευτη κοινωνική επιφάνεια, αλλά όταν γίνεται λάσπη μετατρέπεται σε κανονική κατάρα. Έρχεται άλλωστε κι απ' τα μέρη των Φαραώ.
Μ' αυτή την κουφόβραση βέβαια, ξαναγυρίζουμε στο ερώτημα για την κότα και το αυγό. Η σκόνη γίνεται λάσπη και μέσα σε δέκα λεπτά η λάσπη ξαναγίνεται σκόνη. Προλαβαίνει πάντως να τα βρωμίσει όλα. Κατώφλια, μπουγάδες, αυτοκίνητα, δέντρα, λευκά ξώπλατα μπλουζάκια.
Είναι κι αυτοί οι χημικοί που την βάζουν στα μικροσκόπια και βρίσκουν μέσα στην κοιλιά της νικέλια και βανάδια, μόλυβδους και ψευδάργυρους. Και νοιώθουμε όλοι εμείς σαν πρώην Ρώσοι κατάσκοποι που τους κυνηγά ο Πούτιν να τους δηλητηριάσει.
Η μόνη εξαίρεση είναι κάτι παιδάκια στους δρόμους, σκούρα παιδάκια, που στρέφουν το βλέμμα προς τον ουρανό και σιωπηλά ευχαριστούν τη γενέθλια γη τους. Δεν έχει να τους στείλει τίποτα άλλο, παρά μόνο σκόνη και λασπουριά για να βγάλουν μεροκάματο.
Καθότι οι ευρωπαίοι νοικοκυραίοι στο φανάρι, δύσθυμοι εσχάτως από την οικονομική κρίση, αυτή τη φορά θα επιτρέψουν στα παιδάκια να πλύνουν το παρ μπριζ του αμαξιού τους. Θα δώσουν τα πενήντα λεπτά πηγαίνοντας για την δουλειά τους. Δεν ανέχονται να τους περικυκλώνει πρωινιάτικα αυτή η Αφρικάνικη βρωμιά.
Είναι και κάτι λασπωμένες ψυχές, που δε χρειάζεται καν να στρέψουν το βλέμμα προς τον χτικιασμένο ουρανό. Το φώναζαν ανέκαθεν πως όλα γύρω τους ήταν μια αόρατη θανατηφόρα λάσπη. Κανένας δεν τους πίστευε…