Του Δημήτρη Δημητράκου*
Συνεχίζει η Ελλάδα να αποκαλείται η μοναδική χώρα υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη. Όσο και αν φαίνεται απίστευτο, ιδίως σε κατοίκους της Ανατολικής Ευρώπης, κυριαρχεί στη χώρα μας μια νοοτροπία που συνδέεται με κάποιες θολές ιδέες περί σοσιαλισμού, είτε δημοκρατικού, είτε ολοκληρωτικού τύπου.
Μπορεί να έχουν απογοητευθεί πολλοί από αυτούς που έδωσαν πίστη στην Πρώτη Φορά Αριστερά στην εξουσία, αλλά διατηρούν κάποια χαλαρή και άναρθρη πίστη σε κάτι που ονομάζουν σοσιαλισμό. Έστω κι αν δεν είναι απόλυτα βέβαιοι για το τι είναι και τι σημαίνει, πιστεύουν αόριστα, μαζί με ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, ότι ο σοσιαλισμός είναι «κάτι πολύ καλό», όπως ότι ο φιλελευθερισμός (ιδίως με το πρόθεμα «νέο») είναι «κάτι πολύ κακό», για λόγους ανεπιγνώστους. Σ' αυτό που ακολουθεί γίνεται προσπάθεια μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο αυτές πολιτικές προτάσεις, εξετάζοντας τις αντίστοιχες αρχές τους.
Κατ' αρχάς, ο σοσιαλισμός είναι κολεκτιβιστικός – είτε εφαρμόζεται σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, είτε επιβάλλεται από ένα κομμουνιστικό καθεστώς. Αντίθετα από το φιλελευθερισμό, που έχει το άτομο ως κύριο σημείο αναφοράς, ο σοσιαλισμός έχει την κοινωνία με «μονάδες» όχι άτομα, αλλά κοινωνικές ομάδες: κοινωνικές τάξεις, επαγγελματικές κατηγορίες, συνδικάτα κλπ. επιπλέον ο σοσιαλιστικός κολεκτιβισμός βλέπει την κοινωνία ολόκληρη σαν να είναι ένας οργανισμός, μια συλλογική οντότητα όπου τα άτομα παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Επιπλέον, βλέπει το κοινωνικό σύνολο σαν να έχει μια συλλογική οντότητα όπου τα άτομα έχουν δευτερεύοντα ή μηδαμινό ρόλο.
Αντίθετα, ο φιλελεύθερος βλέπει τον πολίτη ως κυρίαρχο, έστω του μικρού, ιδιόκτητου χώρου που αντιπροσωπεύει η προσωπικότητά του, θεωρώντας τον έλλογο άτομο, άξιο να κρίνει την τύχη του και το συμφέρον του. Ο σοσιαλιστής, ακόμα και ο μετριοπαθής, αποδίδει στον εαυτό του την ικανότητα και την αρμοδιότητα συνολικής αντίληψης και «παντοπτικής» θεώρησης της κοινωνικής πραγματικότητας. Παρατηρεί την κοινωνία υπό το πρίσμα της εξουσίας που ασκεί ή επιδιώκει να αποκτήσει. Κατά συνέπεια η προσέγγισή του είναι πατερναλιστική: θεωρεί ότι αυτός ξέρει καλύτερα το καλό όλων μας. Θεωρεί ότι το κράτος υπό την δική του καθοδήγηση μπορεί και οφείλει να προστατεύσει τον πολίτη – παραγωγό, καταναλωτή, εργαζόμενο ή οικονομικά ανενεργό – από το «σύστημα» που το απειλεί ή τον επιβουλεύεται. Βλέπει την οικονομία σαν ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος: ό,τι κερδίζει ο ένας, το χάνει ο άλλος και κάθε συναλλαγή βλάπτει το ένα μέρος επ' ωφελεία του άλλου, και δεν υφίσταται δυνατότητα αμοιβαίου οφέλους από οποιαδήποτε συναλλαγή, σύμφωνα με την αντίληψή του. Προβάλλει, επομένως, δογματικά την ιδέα ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις ανάγονται αναγκαστικά και αποκλειστικά σε σχέσεις κυριαρχίας-υποταγής και ότι επομένως πρέπει να ανατραπούν.
Αυτή η εμμονή στην ανάγκη σύγκρουσης με το κεφάλαιο και τα κατεστημένα συμφέροντα, ανεξαρτήτως κόστους, ήταν και παραμένει η κύρια ηθική αδυναμία του σοσιαλισμού έναντι του φιλελευθερισμού.
Μάλιστα στο έργο του Μαρξ και των διαδόχων του, η αντίθεση αυτή είναι απόλυτη και αξεπέραστη. Ακόμα και η διεξαγωγή συζήτησης ή διαπραγμάτευσης εντάσσεται σε ένα να συγκρουσιακό πλαίσιο αναφοράς. Μέσα από αυτό το πρίσμα, κάθε διαπραγμάτευση έχει «αγωνιστικό» χαρακτήρα και κάθε συναλλαγή θεωρείται ότι αποτελεί μέρος ενός «παιγνίου μηδενικού αθροίσματος».
Ο φιλελευθερισμός προσφέρει μια εντελώς διαφορετική προοπτική. Βλέπει την ανταλλακτική σχέση μεταξύ ανθρώπων ως αμοιβαία επωφελή υπό συνθήκες ελευθερίας. Και οι δύο πλευρές ωφελούνται – αλλιώς δεν έρχονται σε συμφωνία. Η σχέση μεταξύ τους είναι «οριζόντια», όχι «κάθετη»: είναι σχέση συνεργασίας και αμοιβαιότητας· δεν επιβάλλεται, ούτε υποτάσσεται κανείς στον άλλον.
Μια άλλη θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό αφορά τη σχέση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Ο φιλελευθερισμός αναγνωρίζει την ανάγκη παρέμβασης της πολιτικής στην οικονομία, όταν διαπιστώνονται στρεβλώσεις στην αγορά και όταν η λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας μπορεί να έχει ανεπιθύμητες παρενέργειες στο κοινωνικό σύνολο. Αυτή η παρέμβαση, όμως, είναι περιορισμένη.
Ο σοσιαλισμός, αντίθετα, απαιτεί την υποταγή της οικονομίας στην πολιτική. Κατά τη σοσιαλιστική αντίληψη, όλα τα μέσα παραγωγής πρέπει να ανήκουν στο κράτος· ή –τουλάχιστον – να ελέγχονται οι «δεσπόζουσες κορυφές» της οικονομίας από την κρατική εξουσία. Αυτό είχε τονίσει ο Λένιν στο 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το Νοέμβριο του 1922. Όμως και το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα είχε συμπεριλάβει το σκοπό αυτό στο πρόγραμμά του πριν έρθει στην εξουσία το 1945.
Δεν διαφέρει σ' αυτό η σοσιαλδημοκρατία από τον κομμουνισμό. Άλλωστε οι «ακραιφνείς» οπαδοί της τελευταίας είναι ανυποχώρητοι στην ανάγκη απόλυτου ελέγχου της οικονομίας από την πολιτική εξουσία – εφόσον την ασκούν αυτοί, βέβαια. Οι σοσιαλιστές, όπως και οι κομμουνιστές υποτάσσουν την οικονομία στην πολιτική, αποδίδοντας παναρμοδιότητα στο κράτος και οιονεί παντογνωσία στους πολιτικούς, οι οποίοι, τοποθετούμενοι στις «δεσπόζουσες κορυφές» μπορούν και οφείλουν να κατευθύνουν τα πάντα.
*Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.