Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Γράφαμε παλιά —πέρσι, πρόπερσι, αντιπρόπερσι— ότι το μεγάλο κακό με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η «κανονικοποίηση» του μετρίου, του χλιαρού, του τίποτα. Βλέπεις έναν άνθρωπο του Θεού που πραγματικά δεν μπορεί να βρει καμιά δουλειά έξω, στον κανονικό κόσμο, έτσι και υπάρχει έστω και ένας ακόμη υποψήφιος για τη θέση —οποιοσδήποτε, από οποιονδήποτε πλανήτη, ανεξαρτήτως μορφωτικού, κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου, ανεξαρτήτως φυλής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, οπαδικών προτιμήσεων κλπ. κλπ.—, τον βλέπεις λοιπόν αυτόν τον άνθρωπο που φανερά δεν μπορεί, που δεν το 'χει, να κάθεται χαμογελαστός σε μια καρέκλα, πίσω από ένα γραφείο ή μπροστά από ένα μικρόφωνο ή δυο κάμερες, και να μιλάει. Χαμογελαστός. Ή, ναι, και συνοφρυωμένος, ανάλογα με την περίσταση. Και να μιλάει (από στήθους ενθυμούμενος) για κάποιου τύπου «κυβερνητικό έργο». Γιατί; Γιατί προσελήφθη. Ή γιατί διορίστηκε. Ή επειδή είναι μετακλητός. Ακόμη-ακόμη, επειδή ψηφίστηκε, ένεκα του ενδόξου κινηματικού-αφισοκολλητικού παρελθόντος του.
Τον βλέπεις και λες, «Α, εντάξει. Όλα είναι πιθανά λοιπόν. Όλα είναι μπορετά. Ιδού, εν πλήρη δόξη ενσαρκωμένη, το Ελληνικό Όνειρο». Και διατελώντας και εν πλήρη συγχύσει, βέβαια… Αλλά ποιος νοιάζεται γι' αυτό; Σημασία έχει μόνο ότι ο άνθρωπος αυτός πέτυχε. Έπιασε δουλειά. Είναι πολιτικό στέλεχος. Σταμάτησε να στρίβει τσιγάρα ή να αγοράζει από τους Ρώσους και παίρνει πια απ' τα κανονικά, απ' το περίπτερο. Λάδωσε τ' άντερό του. Ανανέωσε την γκαρνταρόμπα του. Κυβερνά.
Το πιστεύεις; Κυβερνά.
Θα πεις, «Ναι, αλλά έτρεξε, γάνιασε, φώναξε, έκλαψε, φίλησε — έφτασε εκεί που έφτασε, σ' αυτό το μικρό ή μεγάλο υπούργημα, έρποντας, γλείφοντας και διά των κεράτων του». Αστειότητες. Ούτε αυτά έχουν σημασία. Σημασία, και πάλι, έχει μόνο ότι όλο αυτό σημαίνει πως, άπαξ και τα κατάφερε ΑΥΤΟΣ, πάει να πει ότι μπορεί ο καθείς να ασχοληθεί με τα πολιτικά πράγματα. Δεν είναι δα και τίποτα δύσκολο. Δεν είναι και επιστήμη. Δεν είναι καν τεστ γνώσεων, ή σουντόκου. Κάθε μέτριος, κάθε χλιαρός, κάθε πραγματικά ανίκανος για κατιτί άλλο, ΕΔΩ, στην πολιτική, μπορεί να τα καταφέρει.
Αυτά τα γράφαμε και τα λέγαμε με τους φίλους μας παλιά — πέρσι, πρόπερσι και αντιπρόπερσι. Φρονώ ότι καλώς δεν τα πολυλέμε πια. Και όχι μόνο λόγω τής «κανονικοποίησης» του τίποτα, αυτής της τεράστιας χοάνης που εύκολα μπορεί να καταπιεί μια πατρίδα, μια χώρα κι ένα κράτος. (Μιας και αυτά έχουν ξανασυμβεί). Καλώς δεν τα πολυλέμε, γιατί αυτό το τίποτα ξεπεράστηκε από τα πράγματα: βγαίνει δεύτερο πια — είναι last year.
Αν από τη μετριοκρατία στην κακιστοκρατία ήταν μισή αντιπολίτευση δρόμος, άρκεσε μία και μόνη τετραετία με αυτή την πολλαπλά καταστροφική συγκυβέρνηση, του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΞΕΛ, για να γίνει αυτή η τελευταία, η κακιστοκρατία εννοούμε, ΚΑΙ relevant ΚΑΙ, συν τω χρόνω, irrelevant. Γιατί τείνουμε να φτάσουμε στην ούλτρα κακιστοκρατία. Πρέπει να έχει σπάσει κάποιο ρεκόρ εδώ, με άλλα λόγια.
Δεν μιλάμε δηλαδή πια για τους ανάξιους και τους ανίκανους, γι' αυτούς που δεν μπορούν να σταυρώσουν μια κανονική δουλειά στον κανονικό κόσμο, για εκείνους που τα λέγανε καλά στα καφενεία και στις κόβες, αλλά που εντέλει δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τον ΦΠΑ από τον Φόρο Επιχειρήσεων, το ΑΕΠ από το πλεόνασμα, ή που δεν ξέρουν πόσες μοίρες έχει ο κύκλος και πόσα είναι τα Δωδεκάνησα. Πάνε αυτοί, να 'ταν κι άλλοι. Μιλάμε για τους τρισχειρότερους: μιλάμε για απίθανους τύπους, που έχουν αναδειχθεί σε κεντρικές μορφές στο ελληνικό πολιτικό θέατρο (σκιών). Δηλαδή, αν ζούσαμε σε κάπως (όχι πολύ) πιο καρτουνίστικο κόσμο, όχι απλώς κάτι τέτοιοι θα σάρωναν σε σταυρούς, αλλά θα είχε βγει ήδη κούκλα Μπάρμπι Πολάκης και action figure Βελόπουλος. (Όπως και Τζον-Τζον Βαρουφάκης βέβαια. Και Μπίμπι Μπο Καμμένος). Θα μοσχοπουλούσαν. Θα είχαν βγει και σε χαρτάκια Panini. Θα ήταν ινδάλματα για τα παιδιά. «Ο Βελόπουλος αλληλογραφεί με τον Χριστό!» θα έλεγε το άλλο. «Ο δικός μας στέλνει ίνμποξ στην Παναγία», θα έλεγε το άλλο. Και ούτω καθεξής.
Τώρα, μπορεί να (τα κάνουμε να) ακούγονται αστεία όλα αυτά, αλλά σαφώς και ΔΕΝ είναι αστεία. Από την κακιστοκρατία στην ούλτρα κακιστοκρατία, στο καραγκιοζλίκι, η απόσταση είναι μικρή: ένα πήδημα. Όπως ένα πήδημα είναι και η απόσταση από μια κορυφή στον πάτο. Αν στέκεσαι στο χείλος του γκρεμού.
Κι εμείς εκεί στεκόμαστε. Στο χείλος του γκρεμού.
ΥΓ. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, χαίρομαι που βλέπουμε τον Μητσοτάκη να επιλέγει για τα ψηφοδέλτια των Ευρωεκλογών και των Αυτοδιοικητικών Εκλογών μερικούς από τους καλύτερους άντρες και γυναίκες υποψηφίους που μπορούμε να σκεφτούμε. Το ίδιο ισχύει και για το ίδιο το κόμμα του: εξακολουθεί να στελεχώνεται από άξιους νέους ανθρώπους. Χαίρεται επίσης κανείς —και ιδίως όσοι τον στηρίζουμε χωρίς να ανήκουμε οργανικά στη Νέα Δημοκρατία, αλλά όντας φιλελεύθεροι, κεντρώοι, κεντροαριστεροί, αριστεροί—, χαίρεται κανείς, λέω, που δεν παρασύρεται από όσες ακραίες φωνές τον καλούν να υποσχεθεί απολύσεις όλων των δημοσίων υπαλλήλων, γκρέμισμα και ισοπέδωση της ΕΡΤ, ειδικά δικαστήρια κλπ. κλπ., όπως επίσης χαιρόμαστε που συχνά επιλέγει να αναφέρεται και σε «μικρά» θέματα, ή που σε κάθε του συνέντευξη δείχνει να ξέρει τι (πελώριο) βάρος θα κληθεί όπου να 'ναι να αναλάβει. Αν μας σώσει κάτι, θα είναι η μετριοπάθεια σε συνάρτηση με τον δυναμισμό και την εξωστρέφεια — η συνετή οργάνωση και τα προσεκτικά βήματα. Και όχι το «όραμα». Ούτε ο διχασμός.