Του Γιάννη Παντελάκη
Σε έξι και μια ημέρες από σήμερα, πραγματοποιείται η προκήρυξη για τις τηλεοπτικές άδειες. Σε έξι και μια ημέρες, το πολιτικό σύστημα (στη συγκεκριμένη περίπτωση το ταιριαστό δίδυμο των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), θα επιβεβαιώσει σε παραλλαγή την γνωστή ρήση του Γκάρι Λίνεκερ (στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί). Στο τέλος θα κερδίσουν οι -κατά Καραμανλή-νταβατζήδες. Ενδεχομένως να έχουν διαφορετικό όνομα, αλλά ως εκεί. Αυτό συμβαίνει στη χώρα μας από το μακρινό 1989 οπότε ξεκίνησε η ιδιωτική τηλεόραση, έως και σήμερα. Αυτό θα επαναληφθεί. Μια ακόμα χαμένη ευκαιρία.
Διάβασα δηλώσεις του γενικού γραμματέα ενημέρωσης Λευτέρη Γκρέτσου που έλεγε πως «? διαδικασία της αδειοδότησης είναι συνταγματική μας υποχρέωση και δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουμε πίσω». Έχει δίκιο. Ξεχνάει όμως αυτό που επικαλείται ως συνταγματική πρόβλεψη ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Σωτηρέλλης. Ότι δηλαδή «σε καμία περίπτωση, το Σύνταγμα δεν επιτρέπει να δώσει άλλος τις άδειες, εκτός από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης» (20/1/2016). Η κυβέρνηση αγνόησε αυτή την πρόβλεψη και επέλεξε να δώσει τις άδειες η ίδια.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος. Η κυβέρνηση, δεν θέλησε να αναθέσει σε ένα πραγματικά ανεξάρτητο όργανο την διαδικασία αδειοδότησης αλλά και του πλαισίου λειτουργίας των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών. Δεν είχε ποτέ τέτοιες προθέσεις και αυτό φάνηκε αρκετά νωρίτερα από τότε που ανέλαβε την εξουσία. Από τότε που (όπως εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε), ο σημερινός πρωθυπουργός και κορυφαίοι υπουργοί έκαναν μυστικές διαβουλεύσεις σε περίεργα διαμερίσματα με βασικούς εκπροσώπους του μιντιακού συστήματος, αυτούς που αργότερα στοχοποίησαν ως τις δυνάμεις του κακού. Ας μην ξεχνάμε, πως αν ο ίδιος ο πανίσχυρος εκδότης ενός μιντιακού ομίλου δεν αποκάλυπτε αυτές τις συναντήσεις, για διάφορους λόγους (π.χ. γιατί θα ερχόταν σε συμφωνία με τον Τσίπρα κ.ο.κ.), δεν θα μαθαίναμε ποτέ γι' αυτές τις παρασκηνιακές συναντήσεις.
Αυτό που επιχειρεί η κυβέρνηση, δεν είναι η με καθαρούς όρους αδειοδότηση και λειτουργία των καναλιών. Με όχημα (και πρόσχημα) την δεδομένη πολύχρονη ανομία στο τηλεοπτικό τοπίο, προσπαθεί να παίξει με τους δικούς της όρους, να πετύχει την στήριξη όσο το δυνατόν περισσότερων ισχυρών κέντρων επιρροής της κοινής γνώμης. Να ξαναμοιράσει δηλαδή την τράπουλα βάζοντας πιθανότατα, όπως προκύπτει, και μερικούς νέους παίκτες.
Το χειρότερο είναι, πως δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον αν αυτοί οι νέοι παίκτες βαρύνονται με κακουργηματικές κατηγορίες και εκκρεμούν σημαντικές δίκες. Δεν έβαλε ούτε καν ένα τέτοιου είδος κριτήριο. Δεν άκουσε ούτε καν τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κ. Χρυσόγονο που από νωρίς έλεγε πως πρέπει ν αποκλειστούν από τις τηλεοπτικές άδειες πρόσωπα που εμπλέκονται σε ποινικά αδικήματα ακόμα και αν δεν έχουν καταδικαστεί και επισήμαινε τον κίνδυνο να βρεθούν «Εσκομπάρ» σε θέσεις κλειδιά.
Οι όροι της (αμφισβητούμενης) προκήρυξης και οι διαδικασίες είναι τέτοιοι που δεν δημιουργούν καμία βεβαιότητα ότι μια κυβερνητική παρέμβαση δεν θα πιάσει τόπο και δεν θα γείρει την πλάστιγγα προς την μια ή την άλλη επιθυμητή πλευρά. Σύντομα, θα έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας ένα νέο τηλεοπτικό τοπίο, το οποίο ωστόσο με εξαίρεση μερικούς νέους φιλικούς προς την κυβέρνηση παίκτες, δεν θα έχει αλλάξει ως προς τα δομικά του χαρακτηριστικά. Τα οποία διαμορφώθηκαν (σχεδόν διακομματικά) από τότε που ξεκίνησε η ιδιωτική τηλεόραση, εξακολουθούν να μένουν αναλλοίωτα και απλά κατά καιρούς αλλάζουν οι συσχετισμοί...
Ακόμα και με στεγνά οικονομικά δεδομένα να το δει κάποιος, το όφελος στο δημόσιο από την προκήρυξη και την λειτουργεία των καναλιών, θα είναι θεαματικά μικρότερο από τα 350-400 εκατ. που μας έλεγε πέρυσι ότι θα υπάρχουν. Θα περιοριστούν σε πολύ υποδεέστερα ποσά. Και φυσικά οι νταβατζήδες -οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι- θα έχουν κερδίσει πάλι...