«Υπήρξαν κάποιες φορές στη ζωή μου, στιγμές μεγάλης ευφορίας και γαλήνης, που όλα φαίνονταν σαν να αποκτούνε ξάφνου το πλήρες τους νόημα. Στη συνέχεια το νόημα θρυμματίζονταν, πέφτοντας από τα χέρια μου σαν βάζο. Δεν ξέρω αν πρόκειται για δική μου απροσεξία ή αν το βάζο αυτό είναι τόσο λεπτεπίλεπτο που είναι στην ίδια του τη φύση να σπάει, να διαλύεται σαν όνειρο. Ωστόσο, έμαθα πρόσφατα από μια μαθήτριά μου ότι υπάρχει μια ιαπωνική τεχνική που λέγεται Kintsuki και η οποία συνίσταται στην επικόλληση ενός σπασμένου αντικειμένου (ποτηριού, βάζου, φλιτζανιού) με κόλλα αναμεμιγμένη με χρυσό ή ασήμι ούτως ώστε όχι μόνο να φαίνονται οι ρωγμές, αλλά αυτές να αναδεικνύονται ως κάτι πολύτιμο. Έτσι το νέο αντικείμενο φέρει τη μνήμη της πτώσης του ως μέρος της νέας του ζωής, της αναδημιουργίας του. Ίσως αυτό τελικά να είναι το νόημα της γραφής.»
Η Έλενα Μαρούσκου είναι τολμηρή συγγραφέας και εφευρετική. Συνομιλώντας με τις φωτογραφίες της Λάουρα Μακαμπρέσκου και με κείμενα συγγραφέων, ενώνει στους «Θηριόμορφους» που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πόλις σε ένα εξαιρετικό βιβλίο, τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου με της ποίησης και τέχνης γενικότερα τη χρυσή κλωστή, και τολμά να «φωτογραφίσει» το θηρίο μέσα μας. Σε μια αφήγηση που μοιάζει γαϊτανάκι γύρω σε κοτσίδα χοντρή με μια γλώσσα θα λέγαμε σωματική.
Για τους «θηριόμορφους», το τραύμα μέσα μας, τον έρωτα και τον θάνατο που κυριαρχεί στο βιβλίο, το νόημα και τη δυσκολία των σχέσεων, μάς μίλησε στο Liberal επισημαίνοντας για την ανθρωπότητα και τον άνθρωπο, την μεγάλη ανοιχτή πληγή:
«Θεωρώ σημαντικό να μην ξεχάσουμε ότι κάποτε υπήρξαν φούρνοι όπου έκαναν τους ανθρώπους στάχτη. Να μην ξεχάσουμε τη δύναμη που έχει το μίσος, την καταστροφική του μανία. Να έχουμε συνείδηση του θηρίου που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος και ποιες συνθήκες το κεντρίζουν να βγει στην επιφάνεια και να αρχίζει να ξεσκίζει σάρκες. Η μνήμη, αυτό είναι σημαντικό. Η κατανόηση. Η δικαιοσύνη. Η συγχώρεση. Με αυτή τη σειρά.»
Ας την ακούσουμε, όμως. Η κυρία Έλενα Μαρούτσου κάτι σημαντικό έχει να μας πει.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κυρία Μαρούτσου, είμαι περίεργη να μας πείτε πώς… έφτασε ως εσάς αυτό το βιβλίο, η πρώτη σπίθα του στο κεφάλι σας, υπήρξε πρόθεση;
Η πρώτη σπίθα άναψε όταν διάβασα, πριν από λίγα χρόνια, ένα δοκίμιο της φίλης συγγραφέως Μαρίας Γιαγιάννου με τίτλο «Η σημασία του να είσαι ζώο: Η θηριανθρωπία στις εικαστικές τέχνες». Τότε σκέφτηκα να γράψω ένα βιβλίο που να αναφέρεται στη σχέση ανθρώπου και ζώου, όμως αυτή η «πρόθεση», όπως λέτε, κοιμόταν μέσα στη συνείδησή μου (μαζί με άλλες «προθέσεις» μυθιστορημάτων) μέχρι που την ξύπνησαν οι φωτογραφίες της Λάουρα Μακαμπρέσκου.
- Στο μεταξύ, έτσι σας θυμάμαι, να μιλάτε με τις τέχνες. Από το μυθιστόρημά σας Μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Αλλά και με μύθους, ιστορίες… Κάπου οι αφηγηματικές κλωστές ενώνονται;
Ωραία το θέσατε. Έτσι βλέπω κι εγώ την συνύπαρξη κειμένου και εικόνας: σαν μια συνομιλία. Το κείμενο βέβαια του βιβλίου, συνομιλεί και με άλλα κείμενα, άλλων συγγραφέων, αλλά ίσως και με προηγούμενα, δικά μου. Παράγεται τότε –εύχομαι- κάτι σαν πολυφωνικό τραγούδι. Αν το αποτέλεσμα είναι αρμονικό, τότε φαντάζομαι πως όλες αυτές οι φωνές ενώνονται, όλα τα νήματα φτιάχνουν το πλεκτό της μυθιστορίας.
- Και οι δικές σας αφηγηματικές κλωστές, συνήθως πού οδηγούν; Δηλαδή τι θα πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει η ιστορία σας;
Όταν ξεκινάω να γράφω, όταν πιάνω το νήμα –για να μην απομακρυνθούμε από τη μεταφορά της γραφής ως πλεκτικής- δεν έχω ιδέα πού θα με βγάλει. Μπορεί να ξεκινήσω από μια εναρκτήρια φράση ή μια σκηνή που μου φαίνεται ελκυστική. Στους Θηριόμορφους ξεκίνησα από την εξής: ένας άντρας ακούει από το διπλανό δωμάτιο ξενοδοχείου έναν ήχο –σαν χέρι που προσγειώνεται πάνω σε σάρκα- και αναστατώνεται. Αυτό «δίνει κλώτσο», όπως λένε, στην ιστορία να αρχινήσει.
- Και ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ο ήρωας ή η ηρωίδα σας;
Για να γίνει κάποιος ήρωας ή ηρωίδα μου πρέπει να μην είναι και πολύ στα καλά του. Αστειεύομαι. Αλλά ίσως όχι και τόσο. Θέλω να πω ότι με ενδιαφέρουν οι ήρωες που έχουν τρωτά σημεία, που πάσχουν, που παλεύουν με την τέχνη, που έχουν εμμονές, που κουβαλούν βάρη, που ερωτεύονται ατελέσφορα, που μετανιώνουν, που είναι ανθρώπινοι δηλαδή και, φυσικά, που ταιριάζουν στο συγκεκριμένο θέμα κάθε φορά.
- «Ωστόσο αναρωτιόμουν αν το να κάνεις το τραύμα σου τέχνη είναι ένα είδος θεραπείας ή ένας τρόπος να κρατάς την πληγή ανοιχτή. Σε κάποιες περιπτώσεις ίσως είναι απλώς μια μορφή εκδίκησης». Κυρία Μαρούτσου, εσείς, έχετε κάνει το τραύμα σας τέχνη;
Ο Μίλτος Σαχτούρης στο ποίημά του «Του θηρίου» παρακαλούσε το «θηρίο» (την αρρώστια του δηλαδή, καθώς ήταν φυματικός) να μη φύγει επειδή αποτελούσε την πηγή της έμπνευσής του. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως ευχόταν η πληγή να παραμείνει ανοιχτή για να βουτάει μέσα την πένα του. Συχνά η πένα των συγγραφέων βουτάει στο μαύρο μελάνι του τραύματος. Και η δική μου επίσης.
- «Ο Σπύρος είπε τότε πως κάθε άνθρωπος ζυγίζει 647 γραμμάρια στάχτης» Με δεδομένο αυτό, κυρία Μαρούτσου, τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Θεωρώ σημαντικό να μην ξεχάσουμε ότι κάποτε υπήρξαν φούρνοι όπου έκαναν τους ανθρώπους στάχτη. Να μην ξεχάσουμε τη δύναμη που έχει το μίσος, την καταστροφική του μανία. Να έχουμε συνείδηση του θηρίου που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος και ποιες συνθήκες το κεντρίζουν να βγει στην επιφάνεια και να αρχίζει να ξεσκίζει σάρκες. Η μνήμη, αυτό είναι σημαντικό. Η κατανόηση. Η δικαιοσύνη. Η συγχώρεση. Με αυτή τη σειρά.
- Με τόσον έρωτα, θεωρήσατε ότι θα πρέπει να υπάρχει και… τόσος θάνατος στο βιβλίο σας και γιατί;
Γιατί είμαστε θνητοί, προοριζόμαστε δηλαδή να πεθάνουμε, όπως και καθετί. Ο έρωτας είναι τόσο δυνατός, ακριβώς επειδή υπάρχει ο θάνατος. Εάν ήμασταν αιώνια όντα δεν θα χρειαζόταν να αναπαραχθούμε. Θα ήμασταν γαλήνιοι μέσα στην αυτάρκειά μας. Είμαστε εφήμεροι γι’ αυτό πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο με τόση ορμή, τόση αγωνία, για να γεννήσουμε κι άλλη ζωή, να συνεχιστεί το παράξενο αυτό γαϊτανάκι της ύπαρξης.
-Στους Θηριόμορφους υπάρχουν και δυο εκδοχές περί νοήματος: «Έτσι είναι: όσοι πιστεύουν στον Θεό, πιστεύουν στη συνέχεια, πιστεύουν στο νόημα». «Γιατί το νόημα είχε σπάσει σαν βάζο που της είχαν δώσει να κρατάει στα χέρια». Η δική σας εκδοχή;
Υπήρξαν κάποιες φορές στη ζωή μου, στιγμές μεγάλης ευφορίας και γαλήνης, που όλα φαίνονταν σαν να αποκτούνε ξάφνου το πλήρες τους νόημα. Στη συνέχεια το νόημα θρυμματίζονταν, πέφτοντας από τα χέρια μου σαν βάζο, όπως λέει και το απόσπασμα που διαλέξατε. Δεν ξέρω αν πρόκειται για δική μου απροσεξία ή αν το βάζο αυτό είναι τόσο λεπτεπίλεπτο που είναι στην ίδια του τη φύση να σπάει, να διαλύεται σαν όνειρο. Ωστόσο, έμαθα πρόσφατα από μια μαθήτριά μου ότι υπάρχει μια ιαπωνική τεχνική που λέγεται Kintsuki και η οποία συνίσταται στην επικόλληση ενός σπασμένου αντικειμένου (ποτηριού, βάζου, φλιτζανιού) με κόλλα αναμεμιγμένη με χρυσό ή ασήμι ούτως ώστε όχι μόνο να φαίνονται οι ρωγμές, αλλά αυτές να αναδεικνύονται ως κάτι πολύτιμο. Έτσι το νέο αντικείμενο φέρει τη μνήμη της πτώσης του ως μέρος της νέας του ζωής, της αναδημιουργίας του. Ίσως αυτό τελικά να είναι το νόημα της γραφής.
- «Από το δωμάτιό της έβλεπε τη βροχή να δέρνει σαν μανιασμένη κουρτίνα το τζάμι και σκεφτόταν ότι αυτή είναι η γλώσσα του Θεού. Γιατί όλοι τελικά έχουν γλώσσα. Το είχε καταλάβει από τη μέρα που πήρε αγκαλιά την αλεπού. Τα ζώα έχουν γλώσσα, οι ελιές στο χωράφι έχουν γλώσσα, τα φύλλα έχουν γλώσσα, άλλα λένε στο δέντρο, βέβαια, κι άλλα όταν πέσουν στο χώμα». Κάθε ιστορία απαιτεί τη γλώσσα της; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στους Θηριόμορφους γίνεται και σωματική;
Το βιβλίο έχει πράγματι μια πλευρά που εστιάζει πολύ στο σώμα: στις ηδονές αλλά και στα βασανιστήρια που περνάει. Έτσι δεν μπορεί παρά να επιστρατευθεί και μια γλώσσα «σωματική».
- «Η γιαγιά Λουτσία έλεγε πως μάλλον θα ξαναπαντρεύτηκε. Πως οι άντρες δεν επιτρέπουν στον πόνο να τους σφραγίσει. Πως αυτό το λένε δύναμη και θάρρος και επιβίωση, όμως πρόκειται στο βάθος για δειλία». Κυρία Μαρούτσου, μόνο οι γυναίκες τολμούν να πεθάνουν από έρωτα;
«Love is woman’s moon and sun/ man has other forms of fun», έγραφε η Dorothy Parker στο ποίημα της με τίτλο «General Review of the Sex Situation», διακωμωδώντας το ρόλο που παίζει ο έρωτας για τα δύο φύλα. Φυσικά, οι γενικεύσεις έχουν περιορισμένη ισχύ. Σίγουρα θα υπάρχουν άντρες που πέθαναν από έρωτα, όμως οι περισσότεροι από αυτούς κατοικοεδρεύουν σε μυθιστορήματα.
- «Κι εγώ θα έραβα την πληγή από το σπαθί που κάποτε με είχε κόψει στα δυο. Θα ήμουν και πάλι ολόκληρη». Η μητέρα για την κόρη είναι, τελικά, ανεπούλωτη πληγή και γιατί;
Η μητέρα αποτελεί τον πρωταρχικό δεσμό για το παιδί της, είναι η πρώτη του αγάπη. Εάν κατά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης, εκείνο δεν λάβει αγάπη και αποδοχή από τη μητέρα, σε όλη του τη ζωή θα παλεύει να μπαλώσει αυτή την τρύπα, αυτό το κενό. Η σχέση μάνας-κόρης ειδικότερα, καθώς ανήκουν στο ίδιο φύλο, είναι δύσκολη και ενδέχεται να γίνει και τραυματική καθώς οι κόρες μοιάζουν με τις μητέρες τους ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να απομακρυνθούν από αυτές, να ορίσουν τη δική τους μοίρα και εικόνα.
- Αλήθεια, στην προκειμένη περίπτωση ποιος ο ρόλος του αφηγητή; «Εγώ είμαι εδώ για να αφηγηθώ την ιστορία», «όμως όσο κι αν η θέση μου μού επιτρέπει να εποπτεύω τα πάντα, δεν μπορώ να αλλάξω την πορεία των γεγονότων, δεν μπορώ να ξηλώσω την πλοκή και να την πλέξω αλλιώς». Η ιστορία, τελικά, αποκτά τη δική της δυναμική;
Πράγματι, αυτό πιστεύω. Στην αρχή της συγγραφής, όσο όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά και το χαρτί άγραφο ακόμα, ο συγγραφέας έχει απόλυτη ελευθερία. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το πιο δύσκολο κομμάτι: οι πρώτες κινήσεις, τα θεμέλια. Μετά, όσο χτίζει την πλοκή και αυτή εξελίσσεται, οι επιλογές του πια καθορίζονται από το ίδιο το «κτίσμα», από τα μοτίβα, τους χαρακτήρες, τα δομικά υλικά που έχει χρησιμοποιήσει και τα οποία οδηγούν μετά το χέρι του προς την τελείωσή τους.
- Ποιος ο ρόλος, εν τέλει, των συμβόλων; Κοτσίδες, ζώα, πουλιά, η διπλή ζωή της Βερόνικα, ο μαριονετίστας… Την αλήθεια μπορούμε να την δούμε ή να την πλησιάσουμε μόνο παραβολικά;
Οι Θηριόμορφοι, ενώ είναι μια ρεαλιστική κατά βάση ιστορία, έχει όντως και μια συμβολική, ποιητική διάσταση. Αυτός δεν είναι, φυσικά, ο μόνος τρόπος να πλησιάσουμε την αλήθεια. Είναι όμως ένας τρόπος που μου είναι οικείος και αγαπητός. Ίσως γι αυτό μάλιστα κέντρισαν το ενδιαφέρον μου οι φωτογραφίες της Μακαμπρέσκου. Επειδή κι αυτές έχουν πολλά συμβολικά και παραμυθιακά στοιχεία.
- «Είμαι αφηγητής, όχι υπηρέτης. Είστε αναγνώστες, όχι ανήμπορα παιδιά». Είναι συνδημιουργός, τελικά, ο αναγνώστης;
Φυσικά. Από τη στιγμή που θα φύγει από τα χέρια του συγγραφέα, το βιβλίο ανήκει πλέον στον αναγνώστη. Αυτός καλείται να ξεκλειδώσει τα νοήματα, να κατανοήσει τα κίνητρα, να ερμηνεύσει τις πράξεις των ηρώων. Κάθε κείμενο ζει μια δεύτερη –διαφορετική κάθε φορά- ζωή στα χέρια αυτού που το διαβάζει.
- Από τον νου μου πέρασε κάποια στιγμή, ξέρετε, ο Σεφέρης «πού να ενώνω τα χίλια κομματάκια του ανθρώπου», όμως εσείς με «τη μυστική ζωή του θηρίου» σχεδόν τα ενώσατε, έτσι δεν είναι; Και τι είναι αυτό που κάποια στιγμή, κάποτε, μπορεί να μας δώσει φτερά;
Εμένα αυτό το «σχεδόν» μου δίνει φτερά.