Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου*
Οι πρόσφατες τουρκικές επιθετικές ενέργειες,καθώς και η εθνική τραγωδία στο Μάτι, ανέδειξαν αφενός την πλήρη έλλειψη αξιόπιστης εθνικής στρατηγικής ασφάλειας, επιτελικού στρατηγικού σχεδιασμού και πρόληψης στο επίπεδο της διαχείρισης κρίσεων και των φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών, αφετέρου πυροδότησαν έναν δημόσιο πολιτικό διάλογο σε επίσημα και ανεπίσημα Fora για το δέον γενέσθαι της ελληνικής πλευράς ως προς την βέλτιστη διαχείριση και εν τέλει αντιμετώπιση των παλαιών και νέων προκλήσεων ασφάλειας μέσω της δημιουργίας νέων θεσμικών δομών Ασφάλειας (National Security Structures).
Παραταύτα, ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται υπό καθεστώς πανικού και διακρίνεται από πλήρη αδυναμία ορθολογικών προτάσεων πολιτικής, ως εκ τούτου, κινείται απλουστευτικά και αποσπασματικά γύρω από το υψίστης σημασίας ζήτημα που αφορά την δημιουργία μιας νέας επιτελικής θεσμικής δομής στρατηγικού σχεδιασμού, παραγωγής στρατηγικού έργου και διαχείρισης κρίσεων, γνωστή από την διεθνή πρακτική ως Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (National Security Council).
Όσον αφορά το ζήτημα της δημιουργίας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, πράγματι είναι επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου θεσμού που θα είναι επιφορτισμένος αφενός, με την παραγωγή υψηλής στρατηγικής σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο, έχοντας συντονιστικό ρόλο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας και αφετέρου με την πρόληψη και την διαχείριση κρίσεων και εκτάκτων καταστάσεων στο ανώτατο επίπεδο.
Παραταύτα, το ζήτημα της δημιουργίας ενός τέτοιου θεσμού παρουσιάζεται στον δημόσιο διάλογο, ως πανάκεια που θα λύσει μονομιάς τις διαχρονικές παθογένειες που διέπουν τον θεσμικό μηχανισμό ασφάλειας της χώρας.
Αναπάντητα ερωτήματα
Η δημόσια συζήτηση δεν αναφέρεται στις παραμέτρους και στις προϋποθέσεις μιας τέτοιας δομής ανταποκρινόμενης στον 21ο αιώνα, παρά αναλώνεται σε παρωχημένα και δυσλειτουργικά σχήματα που αναφέρονται σε θεσμικές δομές του προηγούμενου αιώνα.
Η ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών και η ακόλουθη πρωτοβουλία του για ίδρυση ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, περισσότερο περιπλέκει τα πράγματα, παρά επιλύει πρότερες παθογένειες, καθώς αφενός αποτελεί αποσπασματική ενέργεια, ενός πυλώνα της εθνικής ασφάλειας χωρίς την εξασφάλιση ευρείας συναίνεσης και συζήτησης στο τι είδους μοντέλο ΣΕΑ προκρίνεται και γιατί, ποιος ο ρόλος και ποιες οι αρμοδιότητες του νέου οργάνου και κυρίως πως θα επιτευχθεί η διασύνδεση πυλώνων, στόχων και μέσων, αφετέρου υποδηλώνει μια κουλτούρα επικράτησης του συγκεκριμένου πυλώνα έναντι των έτερων πυλώνων, πρακτική που ευδοκιμούσε άλλωστε στο παρελθόν.
Στην σύγχρονη διεθνή πρακτική, η πρωτοβουλία ίδρυσης ενός τέτοιου θεσμού έγκειται στον πρωθυπουργό ή τον πρόεδρο (αναλόγως το σύστημα διακυβέρνησης της εκάστοτε χώρας), ο οποίος εξουσιοδοτεί μία διυπηρεσιακή ομάδα εργασίας (με την συμμετοχή εκπροσώπων όλων των πυλώνων της εθνικής ασφάλειας) να προχωρήσει, έπειτα και από δημόσια διαβούλευση στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο σε συγκεκριμένη πρόταση πολιτικής , έχοντας επεξεργαστεί προηγουμένως με συγκεκριμένη μεθοδολογία (Delphi method κτλ) τις προϋποθέσεις και τα δεδομένα ίδρυσης του νέου θεσμού.
Ο ρόλος του ΚΥΣΕΑ
Υπάρχει άλλωστε και αντίλογος ενάντια στην ίδρυση νέου θεσμού, καθώς η χώρα από το 1983 διαθέτει το ΚΥΣΕΑ, το οποίο δημιουργήθηκε στην λογική του ΣΕΑ των ΗΠΑ το 1947, έχοντας στα χαρτιά,ειδικά μετά την τροποποίηση της ΠΥΣ31/2000, συντονιστικές/γνωμοδοτικές, συμβουλευτικές και υπό προϋποθέσεις ελεγκτικές ιδιότητες.
Στην πραγματικότητα το ΚΥΣΕΑ ουδέποτε λειτούργησε σύμφωνα με τον σκοπό ίδρυσής του.
Η συζήτηση συνεπώς εξαντλείται στο καθαυτό γεγονός της ίδρυσης του ΣΕΑ χωρίς πρότερη επεξεργασία του ενδεδειγμένου τρόπου λειτουργίας του και του σκοπού ίδρυσής του, ενώ υπάρχει και η άποψη πως το ΚΥΣΕΑ με την απαραίτητη πολιτική στήριξη θα αποτελούσε έναν αξιόπιστο θεσμικό μηχανισμό παραγωγής υψηλής στρατηγικής και διαχείρισης κρίσεων, συνεπώς η δημιουργία ενός νέου θεσμού δεν θα άλλαζε επί της ουσίας τα πράγματα.
Η αλήθεια είναι πως αυτός ο διάλογος έπρεπε να ήταν στο επίκεντρο πριν δύο δεκαετίες. Τώρα πλέον είναι παρωχημένος και δεν απηχεί τα δεδομένα του 21ου αιώνα.
Μια θεσμική δομή ασφάλειας πλέον στον 21ο αιώνα πρέπει να απαντά στα εξής ερωτήματα(ενδεικτικά):
Α) Πως θα συγκεράσει τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ανάγνωσης του περιβάλλοντος απειλών (Grand Strategy) μ'' αυτές που ανακύπτουν από τις βραχυπρόθεσμες απειλές (Emergent Strategy) (Διασύνδεση Στόχων και Μέσων);
Β) Πως θα υπάρξει μια συνεκτική καθολική προσέγγιση (comprehensive approach) στην αντιμετώπιση όλου του φάσματος των απειλών και κινδύνων της εθνικής ασφάλειας, όπου η διυπηρεσιακή συνεργασία ο συντονισμός και η συμπερίληψη του ανθρώπινου δυναμικού απ' όλο το φάσμα της κυβέρνησης προκρίνονται έναντι της αποσπασματικής μονοδιάστατης αντιμετώπισης από μεμονωμένα υπουργεία;
Γ) Πως θα εμπεδώνεται και θα διευκολύνεται η απρόσκοπτη ροή των πληροφοριών (των επεξεργασμένων και ορθών πληροφοριών)σ όλο το θεσμικό σύστημα και με ποια μεθοδολογικά εργαλεία θα επιτυγχάνεται η έγκαιρη προειδοποίηση (early warning) η ορθή εκτίμηση της απειλής (Foresight) και η επίγνωση της κατάστασης (Situational Awareness);
Δ) Πως η θεσμική Δομή θα ενσωματώσει τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε τεχνολογικό επίπεδο και αλλάζουν τα δεδομένα (game changers) στο πεδίο της ασφάλειας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο; Πως θα επιτευχθεί η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την αξιοποίηση των δεδομένων της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης στις Στρατιωτικές Υποθέσεις;
Προσαρμογή στα νέα δεδομένα
Είτε συνεπώς δημιουργηθεί Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας σύμφωνα με την πρωτοβουλία του ΥΠΕΞ, είτε αναβαθμιστεί το ΚΥΣΕΑ, είτε συνυπάρχουν και τα δύο, με το ένα λειτουργώντας ως υποστηρικτικός μηχανισμός του άλλου, το αποτέλεσμα δεν θα αναφέρεται σε μια δομή ασφάλειας προσαρμοσμένη στα νέα δεδομένα, παρά θα επαναληφθεί μια παρωχημένη δομή με ψεύτικο άρωμα μεταρρύθμισης και την εντύπωση/πεποίθηση πως το πολιτικό/θεσμικό σύστημα έπραξε τα δέοντα.
Η χώρα θα συνεχίσει να έχει μια θεσμική δομή ανεπαρκή για τις προκλήσεις του 21ου αιώνα, καθώς η παραγωγή στρατηγικού «προϊόντος» θα βασίζεται σε παρωχημένες αντιλήψεις (ηγεμονία του ενός πυλώνα) και ανυπαρξία σύγχρονων διαδικασιών στρατηγικού σχεδιασμού, με την ύπαρξη στεγανών να αποτελεί το κύριο γνώρισμα όπως και σήμερα, συνεπώς η όποια προσπάθεια θα καταστεί το ίδιο ή και περισσότερο επιζήμια για το εθνικό συμφέρον παρά επωφελής.
Κυρίως όμως, θα έχει χαθεί μια χρυσή ευκαιρία για μια ολική θεσμική μεταρρύθμιση στο πεδίο της ασφάλειας, γεγονός που θα επιβαρύνει και θα υπονομεύσει στο μέλλον, κάθε νέα μεταρρυθμιστική προσπάθεια, καθώς ο νέος φορέας δεν θα αποτελεί τίποτα άλλο πέραν μιας προσπάθειας ενός υπουργείου (ΥΠΕΞ) να μονοπωλήσει και να εμπεδώσει την κυριαρχία του στην διαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής και κατ' επέκταση στην λήψη αποφάσεων έναντι των άλλων δύο πυλώνων (Υπουργεία Άμυνας και Προστασίας του Πολίτη), πρακτική που σαφώς αντενδείκνυται για ένα σύγχρονο κράτος ασφάλειας του 21ου αιώνα, (National Security State of the 21st Century), όπου το ολιστικό μοντέλο συντονισμού και διαχείρισης προκρίνεται έναντι της μονοδιάστατης και παρωχημένης μονο-υπουργικής/υπηρεσιακής προσέγγισης.
* Ο Κωνσταντίνος Θ. Λαμπρόπουλος είναι στρατηγικός Αναλυτής, ειδικός σε ζητήματα επιτελικού σχεδιασμού, Κέντρο Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης
** Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Πέμπτης, 13 Σεπτεμβρίου
Φωτογραφία αρχείου: Eurokinissi