Στην εκδήλωση που είχε διοργανώσει το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης τον Νοέμβριο του 2017 με ομιλητές τον αείμνηστο καθηγητή Σταύρο Τσακυράκη και τον συγγραφέα Απόστολο Δοξιάδη και καταγράφηκε στο βιβλίο «Από πού κι ως πού όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι;» (ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ), ξεχωρίζουμε το σημείο που ο Δοξιάδης ρωτάει τον Τσακυράκη πόσους υπολογίζει να πήραν μέρος στον Αντιδικτατορικό Αγώνα. Ο Σταύρος Τσακυράκης του απάντησε χωρίς δισταγμό «600, 700».
Αν και ο Σταύρος Τσακυράκης ήταν πασίγνωστος ως καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, δεινός δικηγόρος, με αριθμό ρεκόρ κερδισμένων υποθέσεων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ένας από τους πιο δημοφιλείς και αγαπητούς καθηγητές της Νομικής Σχολής της Αθήνας, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι υπήρξε μία από τις ηγετικές μορφές του αντιδικτατορικού αγώνα ένας από τους 600 άντε 700. Και το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε τα ονόματα αρκετών από αυτούς που διώχθηκαν και βασανίστηκαν την περίοδο 1967-1974 είναι γιατί οι ίδιοι σιώπησαν αηδιασμένοι μόλις είδαν τους διαφόρους κατά φαντασίαν αγωνιστές να μιλούν στα κατάμεστα στάδια στις συναυλίες της Μεταπολίτευσης και στα Πανεπιστημιακά Αμφιθέατρα.
Στο «Σύμπλεγμα της μη Αντίστασης» την περίοδο της Χούντας ο Σταύρος Τσακυράκης (στην ίδια συζήτηση) αποδίδει τη μυθοποίηση και την εξιδανίκευση κάθε αγώνα έκτοτε άσχετα αν είναι δίκαιος. Εξιδανικεύουμε τους αγώνες ή ό,τι μοιάζει με αγώνα ακόμα κι όταν αυτός στρέφεται εναντίον του κοινωνικού συνόλου. Όπως συμβαίνει σήμερα με την εμμονή ορισμένων να διοργανώσουν μαζικές συγκεντρώσεις για το Πολυτεχνείο ενώ η πανδημία του κορονοϊού σαρώνει τη χώρα.
Βλέπουμε στην ενοχή της «μη αντίστασης» την πηγή μιας ακόμα κακοδαιμονίας της Μεταπολίτευσης: του πολιτικού ψεύδους που τελειοποιήθηκε ως εργαλείο εξαπάτησης των πολιτών από τον Ανδρέα Παπανδρέου για να επανέλθει ως εφιαλτική φάρσα με τον ΣΥΡΙΖΑ και τις λοιπές εθνολαϊκιστικές ομάδες που αποτελούν κομμάτι του πυρήνα συριζαϊσμού: από τους ΑΝΕΛ μέχρι τον Αρτέμη Σώρρα και σήμερα ως αντισυστημικό κύμα αρνητών της πανδημίας και κατά φαντασίαν υπερασπιστών των ατομικών ελευθεριών που επιδιώκουν διαρκώς κοινωνικές αναταραχές.
«Έπρεπε να συντριβούν τα ψέματα και οι φαντασιώσεις της αριστεράς για να πάει μπροστά η χώρα», λένε κάποιοι. Ποτέ δεν το βρήκαμε πειστικό. Αφενός γιατί είμαστε βέβαιοι ότι τα ψέματα θα μπορούσαν να αποδομηθούν χωρίς να καταστραφεί η χώρα από τις ιδεοληψίες που την κατατρύχουν από το 1980. Αφετέρου, γιατί τελικά το ψεύδος και η μαγική σκέψη δεν συρρικνώθηκαν μαζί με τον περιορισμό της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ κι αυτό γιατί οι φορείς της ψευδούς συνείδησης και του ανορθολογισμού είναι διάσπαρτοι στην κοινωνία σε όλους τους χώρους.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι όσο μας ταλανίζουν οι ενοχές της «μη αντίστασης» θα αφηγούμαστε εμμονικά τα κατορθώματα των παπούδων μας στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ γιατί δεν έχουμε να αφηγηθούμε κάτι για τους πατεράδες μας στη Χούντα και θα τιμούμε τον Αντιδικτατορικό αποκλειστικά με τελετουργίες σαν τη λιτανεία του Πολυτεχνείου, όπως χαρακτήρισε εύστοχα φίλος την «καθιερωμένη» πορεία που φθίνει χρόνο με το χρόνο, απαξιώνοντας, τελικά, την επέτειο. Ποιος ξέρει. Ίσως κάποτε να καταφέρουμε να συγχωρέσουμε τους εαυτούς μας για τα λάθη και τις παραλείψεις του παρελθόντος για να ασχοληθούμε με το μέλλον.