Συνηθίζοντας την ασχήμια

Συνηθίζοντας την ασχήμια

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Το έχουμε πει. Και θα συνεχίσουμε να το λέμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας. Ο άνθρωπος συνηθίζει στην ομορφιά. Και συνηθίζει και στην ασχήμια. Κι αν το πρώτο λέγεται ζωή, το άλλο λέγεται —και είναι— εντροπία. Ισχύει στα πάντα. Δεν έχει εξαιρέσεις. Ισχύει σε ό,τι κι αν προσπαθήσετε να σκεφτείτε.

Ισχύει στις πόλεις μας, για παράδειγμα, που είναι η προέκταση του εαυτού μας. Γιατί είναι καλό να μην ξεχνάμε πως είμαστε κατασκευασμένοι για να ζούμε σε πόλεις. Πολλοί μαζί, σε πόλεις. Με νόμους να προστατεύουν την ιδιωτικότητά μας και την ελευθερία μας.

Το δε πρώτο που κάνουμε στις πόλεις μας είναι να τις συνηθίζουμε. Αν είναι όμορφες, «ανθρώπινες», συνηθίζουμε την ομορφιά τους. Και τι σημαίνει συνηθίζω την ομορφιά; Σημαίνει ότι δεν μου αρκεί. Η ομορφιά δεν πρέπει να μας αρκεί. Ήρθαμε εδώ, από ένα αδιανόητο (κυριολεκτικά) πλέγμα συγκυριών, που πολλοί ονομάζουν ακόμα όπως οι παλαιοί άνθρωποι Θεό, για να μη μας αρκεί η ομορφιά. Για να θέλουμε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Για να παλεύουμε για περισσότερη ομορφιά. Για ό,τι σημαίνει ομορφιά για τον καθένα μας. Για μένα, σημαίνει ένα ήσυχο πρωινό Κυριακής σε ένα όμορφο καφέ, με περιοδικά. (Θέλω περισσότερες «Κυριακές» στη ζωή μου). Για άλλους, σημαίνει ταξίδια και περιπέτεια. Για άλλους καταδύσεις και κότερα. Για άλλους ταβερνάκια. Για άλλους έρωτες. Για άλλους άλλα.

Συνηθίζουμε τις πόλεις μας, και, αν είναι άσχημες, συνηθίζουμε την ασχήμια τους. Γινόμαστε κι εμείς ένα κομμάτι αυτής της ασχήμιας: το πιο άσχημο κομμάτι της, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Το πιο άσχημο κομμάτι της πόλης. Πλέον, συνηθίζοντας την ασχήμια, είμαστε και θα είμαστε πάντα κάτι άσχημο. Κάτι που δεν ζητά, κάτι που επαναπαύεται, κάτι που αρκείται στα ψίχουλα. Κάτι που του φτάνει να υπάρχει, να είναι εκεί, να λέει νια στην ασχήμια, να λέει ναι στον εαυτό του στον καθρέφτη. Καταφάσκουμε στην ασχήμια. Δεν το καταλαβαίνουμε, γιατί είμαστε πια λίγοι: απλώς το κάνουμε. Οι άσχημες πόλεις είναι φτιαγμένες από ανθρώπους που τα παράτησαν. Από ανθρώπους που συνήθισαν την ασχήμια.

Γιατί η ασχήμια είναι κάτι που το συνηθίζεις. Όπως ακριβώς και η ομορφιά.

Αν συνηθίσεις την ομορφιά, δεν σου φτάνει: θες κι άλλη. (Κι αυτό το λένε ζωή). Αν συνηθίσεις την ασχήμια, γίνεσαι ένα κομμάτι της. (Κι αυτό το λένε εντροπία, που είναι κάτι χειρότερο και από τον θάνατο. Ο θάνατος είναι τίμιος, η εντροπία πονηρή και σκρόφα).

Τα τελευταία δέκα άθλια χρόνια, έχουμε συνηθίσει και κάτι άλλο: τη φτηνή πολιτική κουβέντα, την κουβέντα του πεζοδρομίου και της νύχτας. Λαϊκιστές, από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ναζί μέχρι άλλα διαβόητα λούμπεν στοιχεία, όπως ο ποινικός απατεώνας Σώρρας και η σπείρα του και κάτι άλλοι αγράμματοι εθνικιστές, ξόμπλια μεγάλης ολκής, έχουν ποτίσει συστηματικά, προγραμματικά, μετ' επιτάσεως, κατ' εξακολούθησιν το σαστισμένο μυαλό των χτυπημένων από την Κρίση πολιτών με τόση ανόθευτη βλακεία, που αυτοί —οι χτυπημένοι από την Κρίση πολίτες— την έχουν πια συνηθίσει. Μπορεί η μεγάλη πλειοψηφία να δώσει μία πολιτική λύση στα πράγματα στις επερχόμενες τριπλές εκλογές, τις ευρωπαϊκές, τις αυτοδιοικητικές και τις εθνικές, και, ναι, θα το κάνει — αλλά και πάλι το ποσοστό όσων επιμένουν να ακούν τους λαϊκιστές, όπως το ζόμπι ακούει το ένστικτό του, είναι πελώριο. Γιατί; Γιατί κανείς συνηθίζει και τη βλακεία. Την πηχτή, ανόθευτη, συστηματικά, προγραμματικά, μετ' επιτάσεως, κατ' εξακολούθησιν ριγμένη στο μυαλό του βλακεία.

Ήδη, μετά από όσα έγιναν στη χώρα μας από το '15 και δώθε, σε συνδυασμό με το θηριώδες παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου που έχει καταντήσει ο περίγελος του κόσμου, ένας παλιάτσος της συμφοράς (όχι η μικρή Ελλάς, που έξω από τα σύνορά μας κανείς, φευ, δεν την αναφέρει ποτέ στις συζητήσεις του και κανέναν ποτέ δεν απασχολεί: αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο!), όλο αυτό το διαγούμισμα, το ανασκάλεμα, ο εξευτελισμός του εδάφους της, θα αρκούσαν —θα έλεγε ένας που δεν τα ξέρει αυτά— για να αντιστρέψουν άρδην το κλίμα. Λοιπόν, ΔΕΝ το αντέστρεψαν άρδην. Το αντέστρεψαν μερικώς. Κι αυτό από μόνο του είναι τρομακτικό. Ήδη οι τέσσερις προαναφερθείσες κατηγορίες (ΣΥΡΙΖΑ, ναζί, ποικίλοι Σώρρες και Βελόπουλοι, εθνικιστές) συγκεντρώνουν δημοσκοπικά ένα ποσοστό της τάξεως του 30%: ο ένας στους τρεις ψηφοφόρους είναι δικός τους — ο ένας στους τρεις γείτονές σας. Γιατί; Τα είπαμε γιατί. Γιατί κανείς συνηθίζει σε ό,τι τού προσφέρεται. Και σαν έναν εξαρτημένο φουκαρά, ζητά κι άλλο.

Και μετά λίγο ακόμα.

Αλλά ξεκινήσαμε από τις πόλεις μας, και εκεί θα ξαναπάμε για να τελειώσουμε αυτό το σημείωμα. Όμως αύριο.

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]