Πριν ενάμισι μήνα περίπου ο Α. Τσίπρας ζήτησε ουσιαστικά να συγκυβερνήσει. Όπως θα θυμάται ο αναγνώστης, όταν ο πρωθυπουργός πρότεινε - στο πλαίσιο της συναίνεσης- το ναύαρχο Αποστολάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε «τα μεγάλα μέσα» για να αποτρέψει την υπουργοποίηση του κ. Αποστολάκη. Μάλιστα, ο Α. Τσίπρας αιτιολόγησε την άρνηση του αυτή λέγοντας πως πρώτα θα έπρεπε να συζητήσει με τον πρωθυπουργό τις πολιτικές στα ζητήματα Πολιτικής Προστασίας και, εφ΄όσον συμφωνήσουν, τότε γίνεται συζήτηση για το πρόσωπο της κοινής αποδοχής.
Ουσιαστικά ζήτησε συγκυβέρνηση στο συγκεκριμένο τομέα της κυβερνητικής δραστηριότητας.
Προχθές μίλησε για μια επιστημονική επιτροπή για τον κορονοϊό με επιστήμονες κοινής αποδοχής. Εγείρονται ερωτήματα -όπως έχει επισημανθεί- ποια είναι τα κριτήρια για να χαρακτηρισθεί ένας επιστήμονας ως κοινής αποδοχής και ποιοι αποφασίζουν γι΄αυτό. Τα κριτήρια είναι επιστημονικά; Ή πολιτικά; Προφανώς, απορρίπτεται το πρώτο γιατί δε νοείται να υπάρχουν επιστημονικές απόψεις κοινής αποδοχής από τα πολιτικά κόμματα. Συνεπώς, τα κριτήρια είναι πολιτικά και ως εκ τούτου τα πολιτικά κόμματα προτείνουν τους επιστήμονες που ανήκουν στο χώρο τους. Έχουμε δηλαδή μια διακομματική επιτροπή επιστημόνων.
Καταστάσεις αδιανόητες για μια δημοκρατική πολιτεία του 21ου αιώνα.
Για ποιο λόγο ο Α. Τσίπρας κάνει προτάσεις συγκυβέρνησης γνωρίζοντας βεβαίως πως αυτές θα απορριφθούν; Πού αποβλέπει;
Είναι λογικό ο ΣΥΡΙΖΑ να επιθυμεί να προβάλει την εικόνα ενός κόμματος εξουσίας. Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό ενός τέτοιου κόμματος; Το γεγονός πως βασίμως δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να ανέλθει στην εξουσία. Με άλλα λόγια κάθε κόμμα που βρίσκεται στην αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι και κόμμα εξουσίας. Η ΕΔΑ το 1958 ήταν αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία, όπως και η ΕΚ-Νέες Δυνάμεις το 1974. Πρέπει να πείσει τους πολίτες με τις πολιτικές του και, τελικά με τις δημοσκοπικές επιδόσεις του πως αποτελεί την εναλλακτική λύση στην υπάρχουσα κατάσταση.
Στο ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση είναι πιο πολύπλοκη. Η ταχύτατη εκτίναξη του από το περιθώριο στην εξουσία οφειλόταν στο ότι οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψαν στις κρίσιμες στιγμές το κόμμα τους. Το εγκατέλειψαν όταν διαπίστωσαν πως έπαυε να αποτελεί κόμμα εξουσίας. Και αναζήτησαν αλλού την εκπροσώπηση τους. Αυτοί οι άνθρωποι με την ίδια ευκολία θα εγκαταλείψουν και το ΣΥΡΙΖΑ ευθύς ως διαπιστώσουν πως δεν έχει καμιά προοπτική να ξανακυβερνήσει, έστω συνεταιρικά.
Αυτό ο Α. Τσίπρας το γνωρίζει. Και γι΄αυτό επιδιώκει με τις προτάσεις του για κοινές πολιτικές να δίνει την εικόνα ενός ηγέτη που δεν έχει αποκοπεί από το παιχνίδι της εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ να δίνει την εικόνα ενός κόμματος που ακουμπά σε κάποιους αρμούς της εξουσίας. Έστω λίγους.
Βέβαια, αυτή η απόπειρα οικοδόμησης ενός προφίλ κόμματος που έχει λόγο στις κυβερνητικές αποφάσεις, ακυρώνεται από τα δημοκοπικά ευρήματα. Όταν μετά από δυόμισι χρόνια διακυβέρνησης, εν μέσω αναπάντεχων δυσκολιών, η Νέα Δημοκρατία συντηρεί μια διαφορά μεγαλύτερη από αυτήν της εκλογικής της νίκης, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απλώς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, χωρίς να είναι κόμμα εξουσίας.
Και αυτό το αντιλαμβάνεται ο Α. Τσίπρας και προσπαθεί να το αποτρέψει με τέτοιες κινήσεις, πριν αναπτυχθούν κεντρόφυγες δυνάμεις.