Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Οι διακοπές δεν είναι καμιά παράδοση που μετριέται σε γενεές γενεών πίσω. Το αντίθετο. Μόλις έναν αιώνα και κάτι πριν, αφορούσαν μια χούφτα ανθρώπους όλους κι όλους. Μιλώντας, δε, αποκλειστικά για την Ευρώπη, τις προηγούμενες δύο χιλιετίες διακοπές πήγαιναν μόνο κάποιοι βασιλείς —αν δεν ήταν μπλεγμένοι σε κάνα πόλεμο— και οι υψηλόβαθμοι αυλικοί τους για να τους διασκεδάζουν. Μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις σε όλο τον κόσμο ήταν η κάστα των πολύ πλούσιων Ρωμαίων εμπόρων τον καιρό που κάηκε η Πομπηία. Τα μπάνια δεν ήταν του λαού? έγιναν.
Για να συζητήσουμε για τις διακοπές όπως τις ξέρουμε σήμερα, ή καλύτερα για να επινοηθεί ο ίδιος ο όρος «διακοπές» και να λάβει σχεδόν καθολική διάσταση —για να γίνει απαίτηση, αν θέλετε—, έπρεπε πρώτα να περάσουν μέσα στον αχό των μηχανών και την κάπνα των φουγάρων οι πρώτες δεκαετίες της βιομηχανικής επανάστασης και να σχηματιστεί μία ευδιάκριτη, δυνατή, αποφασισμένη να ηγηθεί μεσαία τάξη. Δεν θα ήμασταν ιδιαιτέρως υπερβολικοί αν λέγαμε ότι οι διακοπές ήταν το «γλυκό» στο επινίκιο δείπνο των αστών μετά τη μεγάλη, πανεθνική-πανευρωπαϊκή-παναμερικανική επανάσταση επαγγελματιών και εργαζομένων απέναντι στην αριστοκρατία και τη φεουδαρχία: απέναντι στα ξέφτια του Μεσαίωνα. Με την επινόηση, τον εκδημοκρατισμό και την εξάπλωση των διακοπών σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του αστικού πληθυσμού, η Ιστορία έκλεινε ένα μεγάλο κεφάλαιο στον δρόμο της — στον δρόμο της για τ' αστέρια.
Παίρνοντας γρήγορα τη θέση των εφημερίδων και των περιοδικών της εποχής στις τσέπες των σακακιών, και ακολουθώντας την κάθιδρη, μολονότι απλά και οπωσδήποτε «δροσερά» ντυμένη, πορεία των εκδρομέων προς άγραν δροσιάς έξω από τις γεμάτες καπνό, πλήθη, βρομιά και φασαρία συνωστισμένες πόλεις, ακολουθώντας τους ανθρώπους που έψαχναν για μια ακτή με ένα πλατάνι ή μια ιτιά κοντά της, ή που ανακάλυπταν έκθαμβοι πως τα παραθαλάσσια ψαροχώρια έκρυβαν —άκου τώρα…— ταπεινούς θησαυρούς ανύπαρκτους στο άστυ, αυτά που κυρίως συνόδευαν τους πρώτους εποίκους του θέρους δεν ήταν μόνο τα παρασόλια και τα καπελίνα, αλλά τα μυθιστορήματα: ποικίλα, μεγάλου μήκους, χορταστικά αναγνώσματα, έντυποι υπηρέτες που σκοπό είχαν να γεμίσουν τις ατέλειωτες ώρες της σχόλης κάτω από τον ήλιο, κρατώντας ανοιχτά τα μάτια εκείνων που με τη σειρά τους κρατούσαν ανοιχτά τα ίδια, βαστώντας τα από τα ακόμη σκληρά, βαριά εξώφυλλά τους.
Τα βιβλία έγιναν γρήγορα ο πιο πιστός συνοδός όποιου μπορούσε να το σκάσει για λίγα εικοσιτετράωρα ή για δυο βδομάδες από την πόλη. Και, σχεδόν αυτομάτως, οι εκδότες κατάλαβαν πως τα βιβλία αυτά όφειλαν να διαφέρουν από τα άλλα, από τα βιβλία του χειμώνα, τα βιβλία του γραφείου ή του αναλογίου.
Το νεαρό ακόμη μυθιστόρημα —ένα είδος που ελάχιστοι πίστευαν ότι θα νικούσε ποτέ τα εκκλησιαστικά αναγνώσματα και που οπωσδήποτε δεν θα έφτανε, ορκίζονταν, στο ύψος και την ποιότητα των επιστημονικών συγγραμμάτων: τα μόνα άλλα που υπήρχαν δηλαδή— άνθησε και μεταμορφώθηκε, ποικίλθηκε και αναγεννήθηκε κάτω από τον χρυσαφή ήλιο τής πλαζ, και δίπλα από τα μπανιερά και τα ψαθάκια των λουομένων. Το πρόσωπό του φωτίστηκε, το μυαλό του οξύνθηκε, οι περιγραφές του ζωντάνεψαν, τα κεφάλαιά του μίκρυναν —για να μπορεί να αφήνει κανείς το βιβλίο του χωρίς τύψεις ανάμεσα από τις ποικίλες θερινές δραστηριότητες: το μπάνιο, τους περιπάτους, τις αθλοπαιδιές, το φλερτ—, τα εξώφυλλά του έπαψαν να έχουν βαριά δεσίματα ή πανάκριβο δέρμα και φτιάχτηκαν επιτέλους από ελαφρύ χοντρό χαρτί? με μια λέξη: το βιβλίο εκσυγχρονίστηκε και άλλαξε εποχή.
Το βαρύ βικτοριανό μυθιστόρημα δεν έκανε τα πρώτα άλματά του από τον σκοτεινό ουρανό του 19ου αιώνα στο σήμερα μέσα στα αναγνωστήρια ή στα σαλόνια, αλλά στις αμμουδιές.
Φυσικά, υπήρξαν αντιδράσεις. Βλέποντας να πέφτουν από τον θρόνο τους και να χάνουν μιαν εξουσία για την οποία πάλευαν μια ζωή, οι γέροντες των φιλολογικών περιοδικών βγήκαν από τα ρούχα τους (καλοκαίρι γαρ) και έγραφαν το ένα μετά το άλλο πύρινα άρθρα κατά της νέας μόδας, που ήρθε για να καταστρέψει τα Γράμματα, τον πολιτισμό και την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Για όποιον διάβαζε εκείνα τα «νέα μυθιστορήματα της οκάς» υπήρχε ένας ειδικός κύκλος της Κολάσεως που τον περίμενε για να τον βασανίσει. Και ιδίως — ιδίως οι γυναίκες, μικρές και μεγάλες, α! αυτές έπρεπε να τιμωρηθούν φριχτότερα από όλους. Έπρεπε να εξοντωθούν.
Γιατί, φυσικά, οι γυναίκες έφταιγαν για όλα. Οι γυναίκες έφταιγαν από πάντα για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας. Κι όσες τολμούσαν να διαβάσουν «ελαφρά αναγνώσματα» στις παραλίες, είτε καθισμένες αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα δίπλα στο κύμα, είτε ξαπλώνοντας στον κήπο του παραθαλάσσιου αναψυκτηρίου, είτε βολεμένες ήσυχα κάτω από την κρεβατίνα παρέκει, ήταν ένα σκαλί κάτω και από αυτές τις πόρνες.
Η σύγχρονη Εύα ήταν μια αναγνώστρια στην πλαζ.
Και οι γυναίκες βέβαια αντιστάθηκαν —όπως πάντα το κάνουν—, και η λογοτεχνία εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε: από σκληρό και άγαρμπο εργαλείο «ψυχικής καλλιέργειας» για νεαρούς άντρες σπουδαστές φιλοσοφίας, το μυθιστόρημα έγινε δάσκαλος, συνοδοιπόρος, σύντροφος, φίλος, εραστής για τον καθένα — και μια σκάλα για έναν γήινο ουρανό. Κι όσο για τις φωνές των οπισθοδρομικών κυρίων, αυτές έμειναν κλεισμένες στα κιτρινισμένα περιοδικά τους. Στην εποχή μας, θα ακούσεις τον φτενό, ισχνό αντίλαλό τους μόνο στις αναρτήσεις μερικών μοναξιασμένων ανθρώπων στα social media. Καλά να είναι, δεν πειράζουν κανέναν? δεν ενοχλούν — η γραφικότητα είναι καλό να υπάρχει.
Το λαϊκό αφήγημα, από τα ρομάντζα, τις περιπέτειες και τα αστυνομικά μυστήρια μέχρι τα σύνθετα, πρωτοποριακά μυθιστορήματα που διεκδικούν τα μεγάλα λογοτεχνικά βραβεία —γιατί και αυτά από το λαϊκό μυθιστόρημα πηγάζουν—, συνθέτουν όλα μαζί έναν αναγνωστικό κορμό από όπου απλώνονται —πάντα προς τον ουρανό: πάντα, δηλαδή, προς την ανθρώπινη ψυχή— χίλια κλαριά. Όλα τους μαζί, σε σώμα, συνετέλεσαν όσο λίγα άλλα επινοήματα του νου στην αυτοσυνειδησία της μεσαίας τάξης: ουσιαστικά, επικύρωσαν την ύπαρξή της, της έδωσαν ταυτότητα — και δύναμη. Αλλά και στη γυναικεία χειραφέτηση.
Κι όσο κι αν κάθε βιβλίο διαφέρει από όλα τα άλλα, και όσο κι αν κάθε είδος πολεμά για να παραμένει διακριτό, ναι: εκείνα τα βιβλία που το ξεκίνησαν όλο αυτό, τα βιβλία της παραλίας, εξακολουθούν να είναι εδώ, εξακολουθούν να γεμίζουν τις λίστες των περιοδικών, εξακολουθούν να φορτώνουν με την γλυκιά ελαφρότητά τους τους πάγκους των βιβλιοπωλείων, εξακολουθούν να μας κλείνουν το μάτι τα απογεύματα του Ιουλίου και τα δειλινά του Αυγούστου, τότε που η κάψα της ημέρας φεύγει και το δέρμα σου ανατριχιάζει μια στάλα, και να μας λένε, «Με θέλεις. Γιατί είμαι η δική σου ιστορία. Είμαι το καλοκαίρι σου».
Είναι τα βιβλία της άμμου.