Οι αντιδράσεις στο θέμα της εταιρείας e-food, καθώς και τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν οι συμμετέχοντες στο διάλογο που εξελίχθηκε στο χώρο των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, κατέδειξαν με εμφατικό τρόπο ότι δυστυχώς δεν αντιλαμβανόμαστε όχι μόνο τις παρούσες καταστάσεις, αλλά και τις εξελίξεις που έρχονται.
Στο μακρινό 2017, ξεκινώντας την αρθρογραφία στον «Φιλελεύθερο», είχα γράψει ένα άρθρο με τίτλο «Flux: Η διαρκής αλλαγή», στο οποίο ανέφερα ότι το μόνο σίγουρο είναι πως έχουμε εισέλθει σε μια εποχή που τίποτα δεν είναι σίγουρο. Σε μια εποχή με διαρκείς και αέναες αλλαγές. Ο αγγλοσαξονικός όρος «flux» που μεταφέρεται στα ελληνικά ως «διαρκής αλλαγή», είναι το κύριο χαρακτηριστικό των ημερών μας. Οι εξελίξεις στις ψηφιακές εφαρμογές μας φέρνουν αντιμέτωπους με ένα καινούργιο κόσμο που δεν δείχνει να έχει σύνορα ή όρια στις προοπτικές του.
Αυτό το «flux», όπως και κάθε φαινόμενο τέτοιου μεγέθους, επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο της σκέψης και στον τρόπο της ζωής μας. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να θεωρηθούν ως απειλές και να προκαλέσουν τον φόβο. Όμως ταυτόχρονα μπορεί να θεωρηθούν ως ευκαιρίες και να υιοθετηθούν ως πρακτικές.
Οι οικονομίες και οι κοινωνίες που θα μπορέσουν να ενστερνιστούν αυτές τις αλλαγές και να προσαρμοστούν στις προοπτικές που ανοίγονται όχι μόνο θα επιβιώσουν, αλλά θα πρωταγωνιστήσουν. Σε αντίθεση με τις οικονομίες και τις κοινωνίες που θα αντισταθούν και θα σηκώσουν εμπόδια στη ροή των εξελίξεων. Όμως, τόσο οι οικονομίες όσο και οι κοινωνίες θα πρέπει να επιλέξουν ένα δρόμο που δεν θα πετάξει στην άκρη του όσους «περισσεύουν».
Ταυτόχρονα είχα αρθρογραφήσει για την “Gig Economy”, δηλαδή την οικονομία στην οποία κυριαρχούν οι ευέλικτες και προσωρινές μορφές εργασίας. Σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι εταιρίες τείνουν να προσλαμβάνουν ανεξάρτητους εργολάβους και εξωτερικούς συνεργάτες παρά μόνιμο προσωπικό. Ουσιαστικά η Gig Economy ήρθε να ανατρέψει τα στερεότυπα των κλασσικών εργασιακών σχέσεων, των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που σπάνια μετακινούνται σε διαφορετικό αντικείμενο απασχόλησης, και να επιλέγει συνεργάτες ανάλογα με τις επιταγές και τις προτεραιότητες των επιχειρήσεων, που στις ημέρες μας επανακαθορίζονται με υψηλή ταχύτητα.
Η ψηφιακή τεχνολογία και η διείσδυση του διαδικτύου σε κάθε πτυχή της επιχειρηματικότητας επιτρέπει πλέον σε πολίτες που στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν εξαιρετική μόρφωση και εξειδίκευση να μπορούν να εργάζονται μέσω νέων μεθόδων όπως είναι το «remotely working», δηλαδή να εργάζονται μακριά από το γραφείο τους, ή το «job sharing», δηλαδή να εκτελούν ένα project με τον δικό τους προγραμματισμό, μόνοι τους ή με τη συνεργασία τρίτων.
Το άρθρο περιέγραφε αυτό που αργότερα βιώσαμε μέσα στο lockdown μέσω της τηλε-εργασίας. «Τα στερεότυπα του ωραρίου 8-4, ή του εργαζόμενου που θα συνταξιοδοτηθεί από την επιχείρηση που τον προσλαμβάνει για πρώτη φορά, ή του εργαζόμενου που έχει απολύτως καθορισμένη και κατοχυρωμένη περιγραφή εργασίας, αρχίζουν να δύουν.
Ομάδες επαγγελματιών ενοικιάζουν χώρους (co-working spaces) για να εκτελέσουν συγκεκριμένα projects που έχουν αναλάβει από επιχειρήσεις. Διαχειριστές κεφαλαίων, σύμβουλοι ή αναλυτές των αγορών δουλεύουν από τα σπίτια τους. Γραφίστες από το Περού σχεδιάζουν λογότυπα για ελληνικές εταιρίες. Ειδικοί από την Ινδία και την Ιρλανδία μπορούν να παρέχουν ταυτόχρονα υπηρεσίες σε μια επιχείρηση της Αυστραλίας. Υπάρχουν ιατροί στην Αθήνα που γνωματεύουν σε εξετάσεις που γίνονται στην Κίνα ή στις ΗΠΑ.»
Επομένως, είναι σίγουρο ότι τα επιχειρηματικά μοντέλα μεταβάλλονται. Η ψηφιακή τεχνολογία αλλάζει ριζικά τον τρόπο λειτουργίας του επιχειρηματικού οικοσυστήματος, καθώς οι τεχνολογικές εφαρμογές ανοίγουν νέους δρόμους που δεν είχαμε φανταστεί. Ο δρόμος για το επιχειρηματικό κέρδος και τις χρηματιστηριακές υπεραξίες είναι πιο ταχύς.
Και ασφαλώς θα μεταβληθούν πλήρως οι εργασιακές σχέσεις. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός δεν θα ωφελήσει όλους το ίδιο. Όσοι εργαζόμενοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες είναι σωστά προετοιμασμένοι για τις αλλαγές που επέρχονται θα έχουν αξιοπρεπείς και καλά αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης. Όμως θα υπάρχουν και κατηγορίες εργαζομένων των οποίων οι θέσεις απασχόλησης δεν θα διαθέτουν ούτε ποιότητα, ούτε ουσία, δεν θα προσφέρουν ευχαρίστηση, δεν θα υπόσχονται προοπτικές και θα είναι επισφαλείς.
Οπότε, επιστρέφοντας στην ιστορία της e-food, είναι βαθιά υποκριτικό και ανήθικο να θεωρούμε τους ταχυδιανομείς σαν «freelancers», σαν «ελεύθερους επαγγελματίες», και να υποστηρίζουμε ότι διαπραγματεύονται με τις πλατφόρμες στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς. Ο ελεύθερος επαγγελματίας κινείται ανταγωνιστικά στα πλαίσια της ελεύθερης οικονομίας, προσφέροντας ποιοτικές υπηρεσίες σε χαμηλές τιμές. Ποιος είναι ο ανταγωνισμός που μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στους freelancers ταχυμεταφορείς;
Την ίδια στιγμή, σε πολιτικό επίπεδο σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο, συζητείται το τι θα γίνει με τις θέσεις εργασίας που εξαφανίζονται από την «εισβολή» των ρομπότ στην παραγωγική διαδικασία και έχει ανοίξει η συζήτηση για τον λεγόμενο «φόρο των ρομπότ», που θα μετατρέπεται σε επίδομα για όσους χάνουν τις θέσεις εργασίας τους. Μπορεί να φρίττουν οι υπέρμαχοι της «ελεύθερης αγοράς», όμως δεν είναι ούτε καπιταλισμός, ούτε φιλελευθερισμός η καταπάτηση των νόμιμα κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Όσον αφορά τους «προοδευτικούς» υπερασπιστές των εργαζομένων στην e-food, που υποστηρίζουν ότι ο νόμος Χατζηδάκη έδωσε το έναυσμα για αυτήν την κίνηση της εταιρείας, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η τακτική τους δεν βοηθάει. Οι εργαζόμενοι δεν χρειάζονται συμπαράσταση πάνω σε ψευδή δεδομένα, αλλά νόμους που να τους προστατεύουν. Και με βάση την ισχύουσα νομοθεσία (συμπεριλαμβανομένου του νόμου Χατζηδάκη), οι εργαζόμενοι της e-food, έχουν που να πατήσουν.