Τα δύο στοιχήματα του φιλελευθερισμού

Τα δύο στοιχήματα του φιλελευθερισμού

Του Αλέξανδρου Σκούρα

Η ανάπτυξη του φιλελεύθερου κινήματος στην Ελλάδα σε συνδυασμό με την αύξηση της αποδοχής των φιλελεύθερων ιδεών από την κοινωνία μας, έχει δημιουργήσει μία νέα αγορά ιδεών στην πολιτική ζωή του τόπου μας. Όπως είναι εύλογο και θεμιτό, η ανάπτυξη αυτή φέρνει μαζί της τον ανταγωνισμό και την διαλεκτική - διανοητική μάχη για το περιεχόμενο που θα αποκτήσει ο φιλελευθερισμός στην Ελλάδα του 2020. Κρίνοντας από την ιστορία του φιλελευθερισμού στη Δύση, και κυρίως την κεντρική Ευρώπη και τον αγγλοσαξονικό κόσμο, οι κύριες μάχες που θα δοθούν τα επόμενα χρόνια είναι δύο. Η πρώτη είναι εσωτερική και αφορά την ευρύτητα του κινήματος, δηλαδή ποιοι άνθρωποι και ποιες ιδέες θα χωρέσουν κάτω από τη στέγη της λέξης φιλελευθερισμός. Η δεύτερη είναι εξωτερική και αφορά την επικράτηση της καρικατούρας του φιλελευθερισμού, δηλαδή του “νεοφιλελευθερισμού”, στη συνείδηση των πολιτών ή την απομυθοποίηση του ως τη μεγάλη πολιτική απάτη των κολλεκτιβιστών εναντίον της ελεύθερης και ανοιχτής κοινωνίας.

Ο φιλελευθερισμός, ως λέξη, μπορεί να λάβει εντελώς διαφορετικό νόημα ανάλογα με το μέρος του κόσμου ή την εποχή στην οποία χρησιμοποιείται. Για παράδειγμα, η λέξη liberal στις ΗΠΑ σημαίνει σοσιαλδημοκράτης, στην Αυστραλία σημαίνει συντηρητικός. Αυτές οι διαφορές προέκυψαν μέσα από μακροχρόνιες πολιτικές ζυμώσεις και διαδρομές του φιλελευθερισμού ανά τους αιώνες. Στη χώρα μας όμως ο φιλελευθερισμός ουδέποτε κατάφερε να γίνει ένα βιώσιμο πολιτικό κίνημα που να δρα πέρα και έξω από τα κόμματα. Έτσι η χρήση του όρου αφορούσε περισσότερο τα χαρακτηριστικά και τη ρητορική του εκάστοτε πολιτικού ηγέτη που τον χρησιμοποιούσε παρά την ιδεολογική εξέλιξη των φιλελεύθερων ιδεών. Η εποχή αυτή, θεωρώ, οδεύει προς το τέλος της. Η ανάπτυξη δεξαμενών σκέψης όπως το ΚΕΦίΜ, της φιλελεύθερης βιβλιογραφίας που ακόμα βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο, η ύπαρξη μεμονωμένων ηγετών και influencers σε συνδυασμό με την ανερχόμενη δημοφιλία της ταμπέλας του φιλελευθερισμού στο εκλογικό σώμα, αποτελούν σαφείς δείκτες για την προοπτική ανάπτυξης ενός ελληνικού φιλελεύθερου ρεύματος. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει σε διασπάσεις αντίστοιχες με αυτές της αριστεράς ή θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα μεγάλο πολυσυλλεκτικό και διακομματικό κίνημα. Το βασικό συστατικό που μπορεί να κρατήσει φιλελεύθερα ρεύματα με διαφορετικές αφετηρίες και προοπτικές κάτω από μία στέγη είναι η θέληση των ηγετών τους. Στις ΗΠΑ οι κλασικοί φιλελεύθεροι “ανέχονται” τους συντηρητικούς επειδή οι τελευταίοι είναι διατεθειμένοι να υποστηρίξουν την ελεύθερη αγορά και οι κοινωνικοί φιλελεύθεροι ανέχονται τους σοσιαλιστές επειδή ασπάζονται την φιλελεύθερη δικαιωματική ατζέντα. Αντίστοιχα, στην Ευρώπη οι κεντροδεξιοί φιλελεύθεροι συνεργάζονται με τους κεντροαριστερούς δημοκράτες στο ALDE. Ο κυριότερος λόγος που καθιστά αναγκαία την ανοχή και τη συνεργασία των φιλελεύθερων όλων των κομμάτων και αποχρώσεων, είναι η δεινή κατάσταση της οικονομικής και ατομικής ελευθερίας στη χώρα μας. Αν γίνει αυτό αντιληπτό, υπάρχει ελπίδα.

Το δεύτερο μεγάλο φιλελεύθερο στοίχημα είναι η αποκαθήλωση της καρικατούρας που λέγεται “νεοφιλελευθερισμός” από τον δημόσιο διάλογο. Για να γίνει αντιληπτή η σημασία αυτού του στόχου, θα χρησιμοποιήσω ένα πρόσφατο παράδειγμα. Ο πρωθυπουργός της χώρας μας, κ. Τσίπρας, αναφερόμενος στην εκδήλωση του ΚΕΦίΜ με τίτλο “Ελλάδα 2021: Ατζέντα για την Ευημερία και την Ελευθερία” χαρακτήρισε το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών ως μία “λέσχη θεωρητικών του νεοφιλελευθερισμού”. Με αυτόν τον χαρακτηρισμό απέφυγε να μπει στην ουσία της ολοκληρωμένης μεταρρυθμιστικής πρότασης που συνέταξαν κορυφαίοι επιστήμονες και ειδικοί που θέλουν να δουν τη χώρα τους να ευημερεί. Ο λόγος για τον οποίο μπόρεσε να αποφύγει τον ουσιαστικό διάλογο γύρω από τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις είναι ότι το κοινό του κατάλαβε, στο άκουσμα της λέξης “νεοφιλελευθερισμός”, ότι οι προτάσεις αυτές είναι κακές και ζημιογόνες. Κάπως έτσι χτίζονται στεγανά μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και των φορέων της κοινωνίας των πολιτών και καταργείται ο ουσιαστικός διάλογος. Ο κ. Τσίπρας, από τη στιγμή που χαρακτήρισε τις προτάσεις του ΚΕΦίΜ ως νεοφιλελεύθερες δεν χρειάζεται να πει ή να γνωρίζει οτιδήποτε άλλο για αυτές. Όσο οι φιλελεύθεροι ανεχόμαστε τη χρήση του “νεοφιλελευθερισμού” ως δόκιμου όρου, τα στεγανά και τα τείχη της κοινωνίας μας θα παραμένουν στη θέση τους.