Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Έθεσα ένα ερώτημα σε μερικούς ανθρώπους, τις απόψεις των οποίων διαβάζω καθημερινώς. Συγγραφείς και πανεπιστημιακοί οι περισσότεροι. Η ερώτησή μου ήταν η εξής: «Τι μάθαμε κυρίως αυτή τη δεκαετία; Ή καλύτερα: τι θα έπρεπε να είχαμε μάθει;» Τις απαντήσεις τους διαβάσαμε τη Δευτέρα, στο πρώτο μέρος αυτού του αφιερώματος, προχθές, στο δεύτερο, εχθές, στο τρίτο, και θα διαβάσουμε σήμερα στο παρόν τελευταίο μέρος. Τους ευχαριστώ όλους πολύ — η τιμή που μου έκαναν ήταν πολύ μεγάλη. Και ευχαριστώ και εσάς, εκ των προτέρων, για την προσοχή σας και για τις κοινοποιήσεις.
* * *
Παναγής Παναγιωτόπουλος (επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας ΕΚΠΑ? σε λίγες εβδομάδες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο το νέο του βιβλίο «Περιπέτειες της μεσαίας τάξης. Κοινωνιολογικές καταγραφές στην Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης»): «Δυο μεγάλα γεγονότα ήρθαν να διασπάσουν το συνεχές της ασφαλούς αγνωσίας μας. Δύο Γεγονότα με Κ κεφαλαίο έβαλαν ξανά μπροστά μια μηχανή εκμάθησης»
Οι δεκαετίες για τους ιστορικούς και τους κοινωνικούς επιστήμονες είναι παγίδες. Η καθαρότητα της ημερολογιακής τους έναρξης και λήξης μπορεί να οδηγήσουν σε μια μεγάλη πλάνη: να ταυτίσεις μια ημερολογιακή σύμβαση που στοχεύει στον κοινωνικό έλεγχο του χρόνου με τα πραγματικά φαινόμενα που κατά κανόνα είναι ή μεγαλύτερης διάρκειας ή και μικρότερης.
Για παράδειγμα, η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα που θα ολοκληρωθεί σε έναν χρόνο δεν λογίζεται ως τέλος της δεκαετίας. Η τελευταία μάς δίνει της την αίσθηση ότι ξεκίνησε ημερολογιακά το 2010 και ότι τελειώνει σε λίγες ημέρες από σήμερα Και αυτό διότι ανάμεσα στη στρογγυλότητα του '10 και του '20 συμπεριλαμβάνονται όλα τα χρόνια της χρεοκοπίας, της ανασφάλειας, της ακραίας βίας και του άτυπου εμφυλίου που ρύθμιζαν τη ζωή των ανθρώπων στη χώρα αυτή την περίοδο. Η χώρα χρεοκόπησε ουσιαστικά στις αρχές του 2010 και μπήκε σε Μνημόνιο τον Μάιο της ίδιας χρονιάς και αυτό τείνει να λειτουργήσει σαν έναρξη δεκαετίας. Η ομαλή μεταβίβαση της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΔ τον φετινό Ιούλιο και η ριζική αύξηση των οικονομικών προσδοκιών και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης σήμερα μοιάζει να αποτελεί με τη σειρά της το τέλος της μεγάλης περιπέτειας, ή για να είμαστε ρεαλιστικές την αβέβαιη αρχή κάποιου επισφαλούς τέλους της.
Μια πιο λεπτή διατομή των χρόνων της κρίσης μπορεί όμως να μας πήγαινε πίσω στο 2007 και στην κοινωνική απάθεια μπροστά στην πολύνεκρη τραγωδία των πυρκαγιών της Ηλείας τον Αύγουστο εκείνου του έτους. Θα έβλεπε ενδεχομένως τη «δοκιμαστική» υπερεπένδυση της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε ζητήματα πολιτικής προστασίας και δημόσιας τάξης ως μια ιδιότυπη και βουλησιαρχική επιλογή κλεισίματος του κύκλου της μεγάλης ανασφάλειας. Η κλασική «δεκαετής δεκαετία» θα είχε εδώ υπερβληθεί από μια συγκεκριμένη κοινωνιολογική ματιά.
Σε κάθε περίπτωση, είτε υιοθετήσει κανείς την υπόθεση της στενής δεκαετίας είτε εκείνη της ευρύτερης, είτε μείνει στην οικονομικοπολιτική κρίση και στις φθορές της δημοκρατίας που προκάλεσε, είτε επιλέξει να προσθέσει το θέμα της αντιμετώπισης του κινδύνου στην εξίσωσή του, θα εντοπίσει πολλές επικαλύψεις, υποσύνολα, συμβιωτικά φαινόμενα που αλληλοτροφοδοτούνται. Το ισχυρότερο από αυτά εικονογραφείται από τον λόγο της απορίας μας: «Τι μάθαμε;» «Τι μας έμαθε η κρίση;» «Μάθαμε τίποτα;»
Αυτή η καθημερινή και θεωρητική διερώτηση, που έρχεται και επανέρχεται από τότε που όλοι νιώθουν ότι με έναν τρόπο ήρθε κάποιο τέλος της κρίσης, δεν είναι μια συγκεκαλυμμένη αναζήτηση ηθικών διδαγμάτων της ιστορίας, ή η απαίτηση να δούμε αν κάποια από τα δεινά που περάσαμε —και που πολλοί ακόμα περνούν— μας έγιναν μάθημα. Έχει μια αγωνία πολύ πιο ουσιαστική και δικαιολογημένη που σχετίζεται με το μείζον θέμα που απασχολεί τις ευρωπαϊκές κοινωνίες —φανερά ή ασυνείδητα— μετά το τέλος του διπολισμού και τη μετέπειτα αποδυνάμωσή τους προς όφελος των παλιών περιφερειακών οικονομιών: την απώλεια οικονομικής ισχύος των κοινωνιών τού πάλαι ποτέ πρώτου κόσμου, με την υποχώρηση της σημασίας των χωρών του παλιού καπιταλισμού στον πλανητικό οικονομικό ανταγωνισμό. Σε αυτό δηλαδή που, ακόμη αμήχανα, αποκαλούμε παγκοσμιοποίηση. Η δική μας διερώτηση του 2019, το δικό μας «αν μάθαμε», είναι η β' προβολή μιας ευρωπαϊκής αγωνίας που καταλαμβάνει εδώ και 30 χρόνια κάθε χώρα με ακανόνιστη σειρά και διαφοροποιημένη ένταση.
Τι ακριβώς όμως μεταφράζει το ερώτημα αυτό; Σε τι αναφέρεται;
Αναφέρεται στο κεφαλαιώδες ζήτημα της προσαρμογής στο ριζικά διαφορετικό παγκόσμιο οικονομικό —και όχι μόνον— περιβάλλον που διαμορφώθηκε την τριακονταετία που μεσολάβησε από την πτώση του τείχους του Βερολίνου μέχρι σήμερα. Ένα νέο οικονομικό περιβάλλον, ευνοϊκό για συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις —και εντέλει λίγους ανθρώπους—, μα επικίνδυνο για άλλες —και τους πολλούς που κατοικούν εντός τους—, καθώς και για τους κρατικούς και κοινωνικούς θεσμούς που φρόντιζαν για τη συνύπαρξη όλων.
Γνωρίζουμε ότι η επιτυχής προσαρμογή σε δραματικές αλλαγές δεν γίνεται με απλή διόρθωση των δεδομένων του συστήματος, δεν ικανοποιείται από ήπιες γνωσιακές αναβαθμίσεις. Η προσαρμογή σε νέα σύμπαντα, όπως αυτά που υπέταξαν τον παλιό ισόρροπο διπολισμό μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής αυτοκρατορίας —αλλά και την 11η Σεπτεμβρίου—, απαιτεί τη διαδικασία μιας νέας και ριζικής εκμάθησης. Και, κατόπιν, μια αέναη και κοπιαστική μάθηση, παρακολούθηση, προσαρμογή.
Η πρόσφατη ελληνική ιστορία, αυτή η φάση που ονομάσαμε μεταπολιτευτική δημοκρατία, διακρίθηκε από το ήσυχο μεγαλείο της ειρηνικής ζωής, της σχετικά υψηλής κοινωνικής συνοχής και της πλήρους δημοκρατίας. Από την άλλη όμως ήταν διαβρωμένη, όπως όλες οι κοινωνίες της μεταβιομηχανικής ευημερίας και του ατομικισμού, από την εσφαλμένη αίσθηση καθολικής και γενικευμένης ασφάλειας. Η τελευταία, καθώς εποίκιζε όλες τις κοινωνικές τάξεις, κάθε συλλογική ή ατομική συνθήκη και το σύνολο των εμπειριών του βίου, έφτιαχνε μαζί με τη γλυκιά αίσθηση προόδου αόρατο ομοίωμα του εαυτού. Μια αφανή ρέπλικα ή μια αντιστροφή της ασφαλούς δημοκρατίας που δεν ήταν άλλη από τη «δημοκρατία της απομάθησης». Μια συνθήκη στην οποία η κοινωνία δυσκολευόταν κάθε μέρα και περισσότερο να προσαρμόζεται στις προκλήσεις του εξωτερικού της περιβάλλοντος, που, από ένα ιστορικό σημείο και μετά, όχι μόνον γινόταν συνεχώς και πιο απειλητικό, αλλά διείσδυε αθόρυβα και εντός της.
Με άλλα λόγια, ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός που έφερνε η ευμάρεια και η κατανάλωση στα διογκωμένα μεσαία στρώματα λειτουργούσε παράλληλα με μια προοδευτικά αυξανόμενη αδυναμία εκμάθησης της πραγματικότητας. Μαθαίναμε τον κόσμο με ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία. Ή, πιο συγκεκριμένα, μαθαίναμε την αυξανόμενη επικινδυνότητά του ολοένα και πιο δύσκολα. Τα χρόνια της μεγάλης κρατικής σπατάλης, εκείνα που προηγήθηκαν της κρίσης, υπήρξαν χαρακτηριστικά της αγνωσίας, της αποεκμάθησης και γεννήτορες μιας νέας και πανίσχυρης άγνοιας κινδύνου. Άγνοια κινδύνου που δεν είχε ουδέναν ηρωισμό μα περίσσια ναρκισσιστική αμεριμνησία.
Όμως αυτή η συναισθηματική και μαθησιακή συνθήκη δεν χαρακτηρίζει μόνον μια πορεία από το 1974 έως το 2010. Προεκτείνεται αποφασιστικά και μέσα στη δεκαετία της κρίσης και —παραδόξως;— θριαμβεύει στα πιο δύσκολα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Το αντιμνημόνιο, με όλες τις απολήξεις του, από την ήπια κριτική των οικονομολόγων στις πολιτικές λιτότητας έως τις ακρο-αριστερο/ακρο-δεξιές θεωρίες συνωμοσίας, δεν ηγεμόνευσαν ως αντίδραση στην ενίοτε ανόητη αλλά forcee εφαρμοζόμενη πολιτική της Τρόικας, ούτε ανασύρθηκαν από το αρχαϊκό υπόστρωμα μιας κοινωνίας που δεν εκσυγχρονίζεται ποτέ. Ήταν αντιθέτως η φυσική συνέχεια μιας υπερμοντέρνας και πλήρως δυτικοποιημένης κοινωνίας απολαύσεων και αέναης ανοδικής κινητικότητας, μιας κοινωνίας έμπλεης αισθημάτων ασφάλειας και βρεφικής —ψυχαναλυτικά μιλώντας— παντοδυναμίας.
Έτσι, μέχρι το 2015, μπορούμε να πούμε ότι η αδυναμία εκμάθησης, η άρνηση στην προσαρμογή, τα κλειστά μάτια μπροστά στους νέους και άμεσους κινδύνους, μας ένωναν με την ύστερη φάση της ίδιας της μεταπολίτευσης. Ο κρατισμός, και η πλήρης ανάθεση στις μαγικές του δυνάμεις της ευτυχίας μας και σχεδόν όλων των ηδονών, έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την πλήρη αποσύνδεσή μας με τον κίνδυνο και στην επέκταση των ψευδαισθήσεων ασφαλείας μέσα στην περίοδο που κατά τα άλλα όλοι αναγνώριζαν ως κολασμένη.
Δυο μεγάλα γεγονότα ήρθαν να διασπάσουν το συνεχές της ασφαλούς αγνωσίας μας. Δύο Γεγονότα με Κ κεφαλαίο έβαλαν ξανά μπροστά μια μηχανή εκμάθησης.
Το πρώτο είναι η δραματική και σχεδόν σουρεαλιστική μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του 2015. Η πιο ριζοσπαστική κυβέρνηση της Ευρώπης εδώ και δεκαετίες, ενώ κινητοποίησε με επαναστατικές διαδικασίες τις λαϊκές μάζες στην κατεύθυνση μιας μεγάλης ρήξης, κατέληξε λίγες ώρες μετά την επιτυχία της να παρακαλεί γονυπετής για έλεος από τους έως τότε μεγάλους εχθρούς, δεχόμενη εντέλει την πιο ταπεινή συνθήκη και κάνοντας την πιο θεαματική αναδίπλωση της ελληνικής ιστορίας. Η πράξη αυτή μετουσίωσε όλες τις εθνικιστικές και βολονταριστικές έξεις σε μια τεράστια διάψευση. Μια βαθιά εγκατεστημένη, λαϊκή και επίσημη, ρητορική πολλών δεκαετιών, επικαιροποιημένη από τις αντιμνημονιακές δυνάμεις ως επίμονη και σχεδόν εμμονική άρνηση της πιο προφανούς πραγματικότητας (ότι το κράτος είχε χρεοκοπήσει και ότι η χρεοκοπία του έφερνε το μνημόνιο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ή την ίδια την ολική καταστροφή) και των τρομερών της κινδύνων, μια ρητορική που συνωμοσιολογικά και μνησίκακα συναντιόταν με τη βεβαιότητα της μη διακινδύνευσης, ξεριζώθηκε μεμιάς. Μετά τον Ιούλιο του 2015, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η εξωτερική πραγματικότητα ήταν ισχυρότερη από την εσωτερική και οι καταναγκασμοί του κόσμου σημαντικότερα μεγέθη από τις βεβαιότητες του μυαλού μας.
Το δεύτερο σημείο επανέναρξης της διαδικασίας εκμάθησης του κινδύνου, δηλαδή της προσαρμογής στα παγκόσμια ρίσκα και τον πολλαπλασιασμό τους, ήταν η τραγωδία στο Μάτι το 2018. Σε αντίθεση με την έναρξη της «δεκαετίας» το 2007, η κοινωνία συμπόνεσε τα θύματα και φοβήθηκε για τον εαυτό της. Η καταστροφή ήταν ουσιαστικά μέσα στην πόλη, ερχόταν από την αβελτηρία και τη μαγκιά κάποιων εξουσιαστών, από την κλιματική αλλαγή, από την ανεπάρκεια μιας χώρας, ενός κράτους και μιας κοινωνίας που είχαν μείνει πίσω σε όλα. Που είχαν ξεχάσει ότι ενίοτε κινδυνεύουν, ότι η ασφάλεια υπάρχει μόνον όταν «πληροφορείται» από τον κίνδυνο της κατάργησής της.
Μια χώρα που είχε ξεχάσει να μαθαίνει εν γένει πρέπει να μάθει τώρα από την αρχή το «πώς μαθαίνουν». Και θα της πάρει σίγουρα πάνω από μια δεκαετία, όποια μέθοδο για την οριοθέτησή της και αν επιλέξουμε.
* * *
Παντελής Μπασάκος (πρώην καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο? μόλις κυκλοφόρησε ο τιμητικός τόμος, «Τόποι: Αντίδωρα στον Παντελή Μπασάκο», σε επιμέλεια Βάσως Κιντή, Χλόης Μπάλλα και Γιώργου Φαράκλα, από τις εκδόσεις Αριάδνη): «H δική μας κάποτε κινητοποίηση, γραπτή ή προφορική, ήταν το κεφάλαιο με το οποίο έπαιζε την πόκα του το κόμμα»
Τι να μάθουμε; Ομαδική ψυχοθεραπεία κάναμε οι olim sinistri. Διότι άλλο να το ξέρεις —το ξέραμε—, άλλο να το βλέπεις.
Η κρίση είναι η ευκαιρία της Αριστεράς, η δεκαετία αυτή ήταν δική της. Τώρα, όσο και αν το προσπαθεί κανείς, από μόνος του την κρίση δεν μπορεί να τη φέρει. Έτσι, η Αριστερά είναι σαν τον παίκτη του πόκερ. Δεν ξέρει πότε θα του μοιράσει τρεις άσους η τράπουλα — πάντως κρατάει στο χέρι ένα ζευγαράκι, τίποτε δεκάρια, ακόμα και εφτάρια ή εξάρια, για να κάνει, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, το φουλ του. Ήτοι, όταν έρθει εκείνη η στιγμή, να έχει και αυτή στο χέρι κάποιαν οργάνωση, δυνάμεις, οπαδούς, δικούς της επιστήμονες, μιαν άποψη για την οικονομία, μια θεωρία — για να μπορεί, όταν πάρει τις εκλογές, να γίνει αυτή το κράτος και να το κρατήσει.
Κόβει λοιπόν η Λίμαν Μπράδερς, μοιράζει τα χαρτιά, και νά σου απαστράπτοντες οι άσοι, τρεις? κερδίζουν τις εκλογές οι σύντροφοι, δείχνουνε κι αυτοί το χαρτί τους: δύο εξαράκια στο χέρι, φθαρμένα και παράταιρα, βγαλμένα από άλλες τράπουλες, παλιές, ήτοι απάτη. The rest is history.
Αυτά, για τα εξαράκια, τα ξέραμε οι κάποτε αριστεροί. Αλλά είπαμε, άλλο το να το βλέπεις — και το είδαμε, τα είδαμε όλα.
Δηλαδή, εν ταυτώ είδαμε και εμάς, διότι δεν γνωρίζω ποιος «είμαι το ποτάμι», η Αριστερά όμως είμαστε εμείς: η δική μας κάποτε κινητοποίηση, γραπτή ή προφορική, ήταν το κεφάλαιο με το οποίο έπαιζε την πόκα του το κόμμα.
Ναι, η δεκαετία ήταν της Αριστεράς, αν αναρωτιέστε γιατί απαντάω έτσι. Ήταν του ηθικού πλεονεκτήματος, της απήχησης της 17Ν, των ηττημένων του Εμφυλίου κ.ο.κ. Κρατάει πολύ, λένε, η ψυχανάλυση, πρέπει να έχει και κόστος, αλλιώς δεν πιάνει το ξόρκι.
Τα ξέραμε λοιπόν, μόνο που χρειάστηκε και να τα δούμε για να τα μάθουμε.
Και αν δεν είναι όλο, αυτό, εκείνο που θα έπρεπε να έχουμε μάθει, λίγο όμως δεν είναι.