Juan Gabriel Vásquez «Τραγούδια για την πυρκαγιά», Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος, 2020, σελ.256
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι είναι να ‘χω πάει πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια σε μια περιοχή για κάποιο μακελειό, και σήμερα να τη βλέπω εντελώς διαφορετική. Το πρόσωπο των ανθρώπων αλλάζει όταν δεν φοβάται. Το πρόσωπο των ανθρώπων λέει πολλά πράγματα» [Γυναίκα στην όχθη]
Εννιά διηγήματα του κολομβιανού συγγραφέα Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες, τον οποίο οφείλουμε εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα και μεταφραστή Αχιλλέα Κυριακίδη, τα οποία ξεκινούν και κλείνουν σαν κύκλος με τις αφηγήσεις της Χότα [φωτογράφος του κολομβιανού πολέμου και αμετανόητη ταξιδιώτισσα] κι εκτυλίσσονται σαν δίνη, από την εποχή της ειρήνης και πίσω στην εποχή του μεγάλου χαμού.
Τον συγγραφέα μας τον σύστησε ο μεταφραστής του Αχιλλέας Κυριακίδης το 2014 με το βιβλίο «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» (Ίκαρος). Ένα πυκνό, στοχαστικό, εσωτερικό, εγγαστρίμυθο, τελικά, νουάρ πολιτικό μυθιστόρημα μυστηρίου που βαδίζει αντίστροφα με παρόν και μέλλον νεκρά και ολοζώντανο παρελθόν. Σαν μαύρο κουτί αεροπλάνου αποκαλύπτει τα κενά του χρόνου και της ζωής του Λαβέρδε, αναπλάθει εκείνο-που-υπήρξε για να μπορεί να υπάρξει ξανά ο Αντόνιο Γιαμάρα, όπως οφείλει να συνεχίσει να υπάρχει η Κολομβία μετά τον θάνατο του Εσκομπάρ. Ένα αριστούργημα για την Ιστορία και τις ιστορίες, τον Χρόνο και τον Χώρο, την αθωότητα και την ενοχή, τις αλληλένδετες τύχες μας στην ανθρώπινη αλυσίδα, τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης και της ζωής.
Το 2015 στους «Πληροφοριοδότες» θα γνωρίσουμε πολλά για την ανθρώπινη μνήμη, για την κληρονομημένη ζωή και την προδοσία, για το νόμο της συγγνώμης και για την αμνησία, για την αποτίμηση που ωστόσο όταν φτάνει είναι πάντοτε αργά.
Το 2018 και στη «Μορφή των λειψάνων» γνωρίζουμε αλήθειες και ιστορίες συνωμοσίας για τις μαύρες σελίδες της Κολομβίας, για τους δολοφονημένους και τα μυστήρια του παρελθόντος που στοιχειώνουν την χώρα.
Στις «Υπολήψεις» το 2019 και μέσα από έναν διάσημο σκιτσογράφο, βιώνουμε μια καθόλα οντολογική ιστορία για την άνοδο και την εσωτερική πτώση ενός ανθρώπου που η μοναδική αναμέτρηση που του απομένει είναι εκείνη η ειλικρινής με τον εαυτό του.
«Τα τραγούδια της πυρκαγιάς» είναι οι επιζώντες. Όλα εκείνα που ζουν από τον χαμό, μέσα από την ματιά μιας φωτογράφου, ενός φίλου, του ίδιου του συγγραφέα, με την αρχή τους στον παρόντα χρόνο αλλά με ολοζώντανες ρίζες σε ένα νεκροζώντανο παρελθόν.
Θα μπορούσε να είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Υπάρχουν ήρωες και ηρωίδες των διηγημάτων που ξανασυναντιούνται, υπάρχει κοινή θεώρηση των πραγμάτων, παντού υπάρχει εξάλλου ο αφηγητής- συγγραφέας, υπάρχει το προσωπικό που εμπλέκεται με την ιστορία του τόπου, που συμπαρασύρεται ή συμπαρασύρθηκε κάποτε από το συλλογικό χαμό.
«'Αυτό που δεν ξεχνάω εγώ'», τον έκοψε ο Γκουτιέρες, «είναι οι ουρές των μανάδων. Από το Μπουεναβεντούρα στο Κάλι, όλες οι μανάδες έβγαιναν να δουν αν είχαν επιστρέψει οι γιοι τους. Μερικοί δεν είχαν επιστρέψει, βέβαια, κι ούτε επρόκειτο να επιστρέψουν. Και κανείς δεν θα τους το 'λεγε αυτό». [Τα βατράχια]
Υπάρχει παντού το επώδυνο παρελθόν που καταδιώκει ομοίως τους βετεράνους και τους αυτομολήσαντες. Το τυχαίο που κατατρύχει τους νεκρούς και τους επιζώντες: «Πηγαίνατε στο ίδιο σχολείο, ξέρατε τα ίδια πράγματα, παίζατε στην ίδια ομάδα ποδοσφαίρου, βρισκόσαστε στην ίδια σειρά εκείνη την ημέρα στο θέατρο Patria, αλλά εσύ πέρασες πρώτος απ’ το σάκο με τους κλήρους, εσύ τράβηξες τον κλήρο που έπρεπε να τραβήξει ο Ερνέστο… Αν εσύ λεγόσουν Yammara ή Zuniga αντί να λέγεσαι όπως λέγεσαι, ο γιος μου θα ήταν ακόμα ζωντανός. [Ο άλλος γιος]
Υπάρχει η παραδοχή για την επιλεκτική μνήμη, κάπως θα πρέπει να ζήσουμε κιόλας: «Όλοι θυμόμαστε τα γεγονότα με διαφορετικό τρόπο, όλοι διατηρούμε τη δική μας χρονολογία (αν όχι και τη δική μας ερμηνεία) των γεγονότων» [Αεροδρόμιο]
Υπάρχουν τα παιδιά και οι συγγραφείς μιας χώρας που έζησαν κι έμαθαν να κάνουν ελεγεία, τραγούδι, ύμνο για την βασανισμένη τους χώρα, αυτή καθ’ εαυτή την απώλεια, το πένθος και την φωτιά:
«… γιατί το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι αυτό το βιβλίο απλώς να υπάρχει, γιατί αυτή είναι η μόνη παρηγοριά που μένει σε μας, στα παιδιά αυτής της χώρας που καίγεται, καταδικασμένα να θυμόμαστε και να διαπιστώνουμε και να θρηνούμε, και μετά να συνθέτουμε τραγούδια για την πυρκαγιά» [Τα τραγούδια της πυρκαγιάς]
Ένα βιβλίο ειρήνης με έκδηλα τα τραύματα του πολέμου. Εννέα ιστορίες ανθρώπων που βάδισαν επάνω στο όριο κι επέζησαν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, από έναν πόλεμο, μια δολοφονική νύχτα, μια ιστορία προδοσίας, που έχουν υποστεί με άμεσο ή έμμεσο τρόπο τη βία και η ζωή τους αλλάζει πια ολοκληρωτικά.
Ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες ο οποίος γεννήθηκε στην Μπογκοτά της Κολομβίας, το 1973, και σπούδασε Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία στη Σορβόνη, έχει εκδώσει τέσσερα μυθιστορήματα, «Los informantes» (Οι πληροφοριοδότες), 2004, «Historia secreta de Costaguana» (Μυστική ιστορία της Κοσταγουάνας), 2007, «El ruido de las cosas al caer» (Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν), 2011 και «Las reputaciones» (Οι υπολήψεις), 2013, μία συλλογή διηγημάτων «Los amantes de Todos los Santos» (Οι εραστές των Αγίων Πάντων), 2008 και μία συλλογή φιλολογικών δοκιμίων «El arte de la distorsion» (Η τέχνη της διαστρέβλωσης), 2009, έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία, σημαντικότερα των οποίων είναι το Premio Alfaguara (2011), το English Pen Award (2012), το Prix Roger Caillois (2012) και το Premio Von Rezzori (2013), τείνει να γίνει η Μνήμη και η Ψυχή της Χώρας του.
Ακολουθώντας στις ιστορίες του την αλυσίδα των γεγονότων είναι απ’ εκείνους τους συγγραφείς που διακρίνουν αρμούς, αφανείς κρίκους, διαβάζουν πίσω και μέσα από τις γραμμές και αφήνουν και στον αναγνώστη τους ακριβώς την ίδια ελευθερία να διαβάσουν ό,τι και όσο αντέχουν. Δεν παίζεις ελαφρά τη καρδία και αβρόχοις ποσί με τις αναγνωστικές αντοχές.