Της Μαριάννας Σκυλακάκη
Ο Αλέξης Τσίπρας ανακάλυψε την «Ιθάκη», οι αγορές όμως αντιμετωπίζουν σταθερά την Ελλάδα ως χώρα παγιδευμένη στη σπηλιά του Κύκλωπα. Στον ματαιόπονο τηλεοπτικό μονόλογο του Αλέξη Τσίπρα απάντησαν με την αδιάψευστη γλώσσα των spreads. Γιατί αν η Ελλάδα βρισκόταν πράγματι στο τέλος της σύγχρονης αυτής Οδύσσειας της τελευταίας δεκαετίας, αν ήμασταν ασφαλείς από εξωτερικούς κραδασμούς και εσωτερικούς κινδύνους, αν είχαμε εξασφαλίσει πέρα από κάθε αμφιβολία την αδιάκοπη πρόσβασή μας στις αγορές, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα αποτύπωναν τη νέα αυτή πραγματικότητα.
Με το spread του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου να κινείται γύρω στις 400 μονάδες βάσης, είναι δύσκολο να καταπιεί κανείς αμάσητο τον... λωτό που απεγνωσμένα προσπαθούν να μας ταΐσουν οι κυβερνώντες. Ιδίως αν δει αναλυτικά την ιστορία των speads στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης και τη συγκρίνει με τα αντίστοιχα στοιχεία για τις άλλες μνημονιακές χώρες, όπως παρατίθενται στη συνέχεια.
Εκτός αγορών, χωρίς ζώνη ασφαλείας
Προφανώς, έπειτα από 8 χρόνια στην εντατική και εκατοντάδες δισεκατομμύρια φθηνά δανεικά, συν τις διαγραφές και ρυθμίσεις του χρέους (PSI κ.λπ.), οι οξείες φάσεις της κρίσης, οι οποίες συμπίπτουν με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 2012 και την κατάκτηση της εξουσίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το 2015, έχουν περάσει. Η Ελλάδα όμως κάθε άλλο παρά έχει προσγειωθεί στα προ κρίσης επίπεδα αποδόσεων.
Τραβώντας μια γραμμή στον χρόνο, πότε κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης συναντήσαμε αποδόσεις αντίστοιχες με τις σημερινές σε ό,τι αφορά τον δεκαετή τίτλο; Δύο είναι τα σημεία που συμβαίνει κάτι τέτοιο στο γράφημά μας. Ο Απρίλιος του 2010 και ο Ιούνιος του 2014.
Τον Απρίλιο του 2010, τα ελληνικά τα spreads είχαν αρχίσει την ανοδική τους πορεία, κάτι που οδήγησε τον Γιώργο Παπανδρέου να προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης στις 23 Απριλίου της ίδιας χρονιάς, αφού η Ελλάδα είχε χάσει πια τη δυνατότητα να δανείζεται απευθείας από τις αγορές. Η ελληνική κρίση είχε ήδη ξεκινήσει και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο τρόπος που αξιολογούν οι αγορές το ρίσκο της Ελλάδας στο λυκόφως των προγραμμάτων διάσωσης μοιάζει ίδιο με τον τρόπο που το έκριναν στην απαρχή της.
Σε παρεμφερές επίπεδο με το σημερινό βρίσκονταν όμως τα spreads και τον Ιούνιο του 2014. Διαμορφώνονταν λίγο πάνω από τις 400 μονάδες, πριν κερδίσει ο κ. Τσίπρας τις ευρωεκλογές και αρχίσουν και πάλι την ανηφορική τους πορεία που κορυφώθηκε τον Ιούλιο του 2015.
Τελευταίοι και... καταϊδρωμένοι
Μήπως όμως υπερβάλλουμε; Μήπως οι αποδόσεις αυτές είναι λογικές για μια χώρα που εξέρχεται -τύποις- από τρία διαδοχικά προγράμματα προσαρμογής; Θα ήταν χρήσιμο να διατρέξει κανείς στα αντίστοιχα spreads άλλων χωρών που πέρασαν από μνημόνια, συγκεκριμένα της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου, για να αποκτήσει μια καλύτερη εικόνα του τι είναι λογικό και τι όχι.
Δεν σοκάρει κανέναν η είδηση ότι τα spreads των υπολοίπων της παρέας των «άτακτων» Ευρωπαίων βρίσκονται σήμερα σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από την Ελλάδα. Πρωταθλήτρια στις χαμηλές αποδόσεις είναι η Ιρλανδία, με το δεκαετές της να απέχει από το γερμανικό μόλις 53 μονάδες βάσης, ακόμη και η Κύπρος όμως κινείται λίγο πάνω από τις 200 μονάδες.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει όμως το πού βρίσκεται καθεμία από τις παραπάνω χώρες κατά την έξοδό της από τα μνημόνια: τον Δεκέμβριο του 2016 για την Ιρλανδία, τον Ιανουάριο του 2014 για την Ισπανία, τον Μάιο του 2014 για την Πορτογαλία και τον Μάρτιο του 2016 για την Κύπρο. Ως εκ θαύματος, όλες αυτές οι χώρες είχαν κατά την περίφημη έξοδο χαμηλότερα spreads από το ελληνικό, όλους ανεξαιρέτως η αγορά τους αξιολογούσε ως λιγότερο επισφαλείς δυνητικούς δανειολήπτες απ'' ό,τι αξιολογεί αυτή τη στιγμή την Ελλάδα.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η Ελλάδα είναι η μόνη από τις χώρες για την οποία η μεταμνημονιακή εποπτεία είναι σημαντικά αυστηρότερη σε σχέση με τις άλλες χώρες που εφάρμοσαν μνημονιακές πολιτικές -το έχουν ήδη ξεκαθαρίσει οι εκπρόσωποι των δανειστών μας, οι οποίοι θα πραγματοποιήσουν την πρώτη μεταμνημονιακή τους επίσκεψη στην Αθήνα, ώστε να προλάβουν την κατάθεση του πρώτου μεταμνημονιακού προϋπολογισμού, ήδη στις αρχές Σεπτεμβρίου. Ούτε ότι οι ρυθμίσεις του χρέους που δόθηκαν στη χώρα μας είναι άμεσα συνδεδεμένες με την τήρηση των συμφωνηθέντων, ότι δηλαδή τα γνωστά μνημόνια με δανεικά έχουν επί της ουσίας αντικατασταθεί με ένα «μνημόνιο χρέους».
Οι αγορές ως χρήσιμοι ηλίθιοι
«Σήμερα μπορούμε με ασφάλεια να τερματίσουμε το πρόγραμμα του ESM χωρίς ακολουθούντα προγράμματα, καθώς για πρώτη φορά από τις αρχές του 2010 η Ελλάδα μπορεί να σταθεί ξανά στα πόδια της» τόνισε ο Μάριο Σεντένο στην ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) για την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια. Αυτό που δεν είπε ο κ. Σεντένο είναι ότι οι δανειστές δεν χρειάζεται να μας δανείσουν παραπάνω γιατί μας δάνεισαν προκαταβολικά για δύο χρόνια ώστε να βγάλουν το θέμα Ελλάδα από την πολιτική ατζέντα των ευρωεκλογών και ενδιαμέσως να έχουν τον χρόνο να πείσουν τις αγορές να αγοράσουν το ελληνικό χρέος που έχουν οι ίδιοι συσσωρεύσει και πλέον έχουν κάθε συμφέρον να ξεφορτωθούν.
Τα αποκαλύπτει επί της ουσίας όλα αυτά άθελά του ο ESM στην ίδια ανακοίνωση, εξηγώντας ότι αυτή τη στιγμή, συνδυαστικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), κρατά στα χέρια του 55% του συνολικού χρέους της ελληνικής κυβέρνησης. «Καθώς το ΕΜΣ και το ΕΤΧΣ είναι οι μεγαλύτεροι πιστωτές της Ελλάδας [...] τα συμφέροντά μας ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντα της Ελλάδας. Θέλουμε η Ελλάδα να είναι μια άλλη ιστορία επιτυχίας, να είναι ευημερούσα και μια χώρα εμπιστοσύνης των επενδυτών», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κλάους Ρέγκλινγκ.
Πράγματι, στη φάση αυτή τα συμφέροντα των πιστωτών μας ευθυγραμμίζονται με αυτά της κυβέρνησης Τσίπρα σε αρκετά σημεία: επιθυμούν νηνεμία στην Ευρώπη ενόψει ευρωεκλογών, ενώ με την Ιταλία ακόμα να κρέμεται από μια κλωστή δεν θέλουν επιπρόσθετες αναταραχές και, το κυριότερο, δεν θέλουν να μείνουν με τον μουτζούρη στο χέρι. Το ελληνικό χρέος, όμως, δύσκολα θα αλλάξει χέρια αν δεν πειστούν οι επενδυτές ότι η Ελλάδα δεν παρουσιάζει πλέον κίνδυνο.
Μπορεί για την ώρα ο ενθουσιασμός των επενδυτών να παραμένει ανύπαρκτος, όμως ο κ. Τσίπρας μπορεί πάντα να ελπίζει ότι το καράβι των αγορών θα εξοκείλει στη χώρα των λωτοφάγων. Ή -όπερ και το πιθανότερο- να αδιαφορήσει για όλα αυτά, με τη δοκιμασμένη θεωρία ότι κανείς δεν έχασε εφαρμόζοντας τη «σοφή» τακτική του «Τσοβόλα δώσ'' τα όλα» πριν παραδώσει τη διαχείριση της καραβοτσακισμένης Ελλάδας στον επόμενο καπετάνιο.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 24 Αυγούστου