Του Φίλιππου Σαχινίδη*
Το 2018 θα είναι η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που η Ελλάδα θα έχει υπερβεί το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα. Η επίδοση αυτή σε μια χώρα με παράδοση δημοσιονομικής χαλαρότητας θα μπορούσε να συνιστά τομή στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της διετίας 2007-2009 που οδήγησε το πρωτογενές έλλειμμα στο 10% του ΑΕΠ, κατέστησε αναγκαία την προσφυγή στα μνημόνια. Η χώρα υποχρεώθηκε να εξουδετερώσει σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα το δημοσιονομικό έλλειμμα και να προχωρήσει σε αλλαγές για να αναδιαρθρώσει το παραγωγικό της πρότυπο που ήταν προβληματικό.
Το παράδοξο ωστόσο αυτής της δημοσιονομικής επίδοσης είναι ότι επιτεύχθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η οποία μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 αρνήθηκε να συνεχίσει το 2ο μνημόνιο γιατί αυτό έθετε υψηλούς δημοσιονομικούς στόχους.
Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 2015 οδήγησε τη χώρα σε νέες εκλογές με το επιχείρημα ότι το 3ο μνημόνιο που αυτή υπέγραψε, έθετε χαμηλότερους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα κάτι που κατά τα λεγόμενα της θα έδινε περιθώριο στην ανάπτυξη και την καταπολέμηση της ανεργίας.
Τελικά, η κυβέρνηση κατά την τετραετία 2015-2018 προσέφυγε σε πολιτικές υπερφορολόγησης και στη συνεχή μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων προκειμένου να πετύχει υπερπλεονάσματα. Ακυρώνοντας την δική της αφήγηση και δημιουργώντας προβλήματα στην οικονομία.
Εύλογα λοιπόν ανακύπτει το ερώτημα γιατί η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε αυτά που έλεγε το 2015 και το 2016. Η απάντηση σχετίζεται με την οδυνηρή εμπειρία του πρώτου εξαμήνου του 2015 όπου οι τυχοδιωκτικοί πειραματισμοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα του Grexit. Όταν η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι δεν πέρασε η απειλή της πως θα κάνει την Ευρώπη «κούγκι», τότε υποχρεώθηκε σε άτακτη υποχώρηση.
Έτσι, κυβέρνηση και δανειστές τον Αύγουστο του 2015 συμφώνησαν σε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για να διευκολυνθεί πολιτικά η πρώτη. Ο στόχος δανειστών και κυβέρνησης ήταν με τα υπερβολικά μέτρα που ψήφισε η δεύτερη, ειδικά από την πλευρά της φορολογίας, να διασφαλιστεί η δημιουργία υπερπλεονασμάτων για να ανακτήσει η χώρα την αξιοπιστία που χάθηκε το 2015. Αυτό με τη σειρά του θα επέτρεπε τη βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης και θα διευκόλυνε την έξοδο στις αγορές. Αυτή η συμφωνία εξυπηρετούσε ταυτόχρονα τις πολιτικές προτεραιότητες της κυβέρνησης που μέσω παροχών επιδοματικού χαρακτήρα επεδίωκε να κτίσει το δικό της πελατειακό κράτος.
Οι συμφωνίες αυτές είχαν τελικά μεγάλο οικονομικό τίμημα. Η χώρα κατέληξε να έχει ύφεση ή χαμηλότερη ανάπτυξη και λιγότερες νέες και κυρίως ποιοτικές θέσεις εργασίας. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η Ελλάδα ήταν σε ύφεση τη διετία 2015-2016 ενώ το 2017 πέτυχε το μισό του αναπτυξιακού στόχου που η ίδια η κυβέρνηση είχε θέσει στον προϋπολογισμό. Ενώ για το 2018 η επίδοση θα είναι κοντά στο 2% έναντι στόχου 2,5%.
Είχαν όμως και πολιτικό τίμημα: Την επιβάρυνση των μεσαίων εισοδηματικά στρωμάτων με υψηλότερη φορολογία. Αυτό όμως αφήνει αδιάφορη την κυβέρνηση. Για την ακρίβεια το επεδίωξε αφού αντιλαμβάνεται ότι τα στρώματα αυτά δεν θα τη στηρίξουν στις επόμενες εκλογές και συνειδητά τα τιμωρεί.
Ο κυβερνητικός σχεδιασμός δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας δεν βελτιώθηκε αισθητά ούτε η χώρα πέτυχε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Η χώρα τέσσερις μήνες μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου δεν έχει εξασφαλίσει ομαλή πρόσβαση στις αγορές. Ακόμη και αν το αποτολμήσει στις αρχές του νέου χρόνου δεν θα μπορεί να μιλά για κανονική έξοδο. Πιο πολύ θα μοιάζει με ραντεβού στα τυφλά.
Η δυσκολία πρόσβασης στις αγορές οφείλεται στο γεγονός ότι η χώρα δεν μπόρεσε με τα υπερπλεονάσματα να ανακτήσει την χαμένη αξιοπιστία της. Ακολουθεί μια αδιέξοδη οικονομική πολιτική που επιβαρύνει τους περισσότερους πολίτες και υπονομεύει τις προοπτικές της χώρας.
Η συνεχής παροχολογία και οι καθυστερήσεις στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές που θα επιταχύνουν την παραγωγική αναδιάρθρωση καταγράφονται από τις αγορές οι οποίες σήμερα αξιολογούν πολύ ακριβότερα το ρίσκο της Ελλάδας έναντι αυτού της Πορτογαλίας.
Η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας είναι πολιτική προτεραιότητα για το Κίνημα Αλλαγής. Αυτό προϋποθέτει, μετά τις εκλογές, την ευρύτερη συναίνεση των κομμάτων σε ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών και θεσμικών αλλαγών ώστε να εξασφαλιστούν από τους εταίρους χαμηλότεροι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία σε συνδυασμό με ένα θεσμικό σοκ θα επιτρέψουν στη χώρα να προσελκύσει τις αναγκαίες εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις ώστε να επιταχυνθεί η αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου, να εξασφαλιστούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης και να δημιουργηθούν νέες και ποιοτικές θέσεις εργασίας στους ανταγωνιστικούς και εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας.
*Ο κ. Φίλιππος Σαχινίδης είναι Γραμματέας Τομέα Οικονομικών Κίνημα Αλλαγής, και πρώην Υπουργός Οικονομικών