Η Τατιάνα Βασίλιεβνα Τσερνάβινα (1890-1971) ήταν κόρη του καθηγητής Βοτανικής Β. Β. Σαπόζνικοφ. Σπούδασε Ιστορία στην Μόσχα και στην Σορβόννη στο Παρίσι. Επιστρέφοντας στην Πετρούπολη άρχισε να διδάσκει. Το 1918 δίδασκε στην Εμπορική Σχολή και στις Εργοστασιακές Σχολές. Εκείνη την περίοδο παντρεύτηκε τον καθηγητή Ιχθυολογίας Βλαντίμιρ Βιατσεσλάβοβιτς Τσερνάβιν (1887-1949) κι ένα χρόνο αργότερα, γεννήθηκε ο γιος τους Αντρέι (1918-2007).
Το 1919 εργάστηκε στην αναστήλωση των μουσείων στο Πάβλοφσκ, ως φύλακας στα μουσεία του Πετεργκόφ, ως επικεφαλής επιστήμονας στο Ερμιτάζ.
Το 1930 συνελήφθη ο σύζυγος της και καταδικάστησε 5ετη φυλάκιση σε στρατόπεδο εργασίας. Το 1931 συνελήφθη η ίδια. Φυλακίστηκε στην Σπαλέρνα, ειδικό κατάστημα κράτησης υπόδικων. Ανακριτής της ήταν κάποιος Λέμπεντεφ και η κατηγορία που της απήγγειλαν ήταν «συνεργασία για οικονομική αντεπανάσταση». Αποφυλακίστηκε ύστερα από πέντε μήνες, χωρίς να τις απαγγελθούν κατηγορίες. Επέστρεψε στο σπίτι της, συνάντησε τον γιο της και ξαναγύρισε στην δουλειά της στο Ερμιτάζ. Μετά από πολλές δυσκολίες πήρε άδεια να επισκεφτεί τον σύζυγό της κι έτσι ταξίδεψε στην Λευκή θάλασσα, στο στρατόπεδο Κεμ. Κατά την διάρκεια της συνάντησής τους, ο σύζυγός της την ενημέρωσε για το σχέδιό του να αποδράσει μέσω της Φινλανδίας.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1932, ταξίδεψε ξανά στο στρατόπεδο στο Κανταλακσέ, μαζί με τον γιο της. Ακολουθεί η απόδραση από το στρατόπεδο, το πέρασμα των συνόρων και η βοήθεια που τους έδωσαν οι συνοριοφύλακες και οι ντόπιοι κάτοικοι. Έζησαν όλοι μαζί για ένα διάστημα στην γειτονική χώρα και στην συνέχεια μετακόμισαν στην Μεγάλη Βρετανία το 1934.
Η τελευταία ανάκριση
Ήρθε το καλοκαίρι, ο Ιούνιος, ο Ιούλιος. Όλοι ήμασταν εξαντλημένοι από τον καύσωνα και την πνιγηρή ατμόσφαιρα. Οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι είχαν υγρασία, η οποία είχε συσσωρευτεί εδώ και δεκάδες χρόνια. Στα κελιά έκανε τόση ζέστη που νόμιζες πως ήσουν μέσα σε ένα άθλιο υπόγειο. Χωρίς να κάνουμε τίποτα, χωρίς να κινούμαστε, χάναμε βάρος, το χρώμα μας ήταν πια πιο χλωμό απ’ ότι τον χειμώνα, ενώ οι δεσμοφύλακες έρχονταν ηλιοκαμένοι, χαρούμενοι που ο ήλιος χάιδευε τα πρόσωπά τους.
Τελείωνε ο πέμπτος μήνας της φυλάκισής μου και ο δέκατος από την σύλληψη του συζύγου μου. Τεσσεράμισι μήνες πέρασαν, από τότε που μου άσκησαν δίωξη και έπαψαν να με ανακρίνουν. Δεν ήξερα τίποτα και δεν μπορούσα να καταλάβω πότε θα τελειώσει η «υπόθεσή» μου.
- Τώρα θα περιμένετε, μου έλεγαν οι παλιοί δεσμοφύλακες. Ήξεραν να διαβάζουν τα σημάδια και έχοντας συνηθίσει την υπομονετική κρατούμενη, άρχισαν άθελά τους να με λυπούνται. - Έτσι συμβαίνει πάντα σ’ εμάς, αν δεν σε αφήσουν μετά από δύο μήνες, πρέπει να περιμένετε πέντε, κι αν δεν σας ανακρίνουν, αυτό είναι καλό.
Όσες κρατούνταν σε μεμονωμένα κελιά, καταδικάστηκαν σε πέντε με δέκα χρόνια στα στρατόπεδα. Περίμεναν μέχρι να επικυρωθεί η ποινή του από την περιφερειακή διεύθυνση της Ο.ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ, το οποίο δίκαζε ερήμην και με βαριά αδιαφορία ζούσαν τις τελευταίες ημέρες τους στην φυλακή, αφού τις περίμενε η εξορία, η παγωνιά και η πείνα. Μία είδε την θανατική της ποινή να μετατρέπεται σε δέκα χρόνια φυλάκισης στα στρατόπεδα των νησιών Σολοφκί. Μα, και οι δικές μου ημέρες κυλούσαν αργά, ανόητα και άσκοπα.
Ξαφνικά με κάλεσαν. Για ανάκριση.
Το τέλος! Ποιο τέλος;
Πώς μπορεί να περιγράψει κάποιος τι αισθάνεται όταν πηγαίνει να ακούσει την καταδικαστική απόφαση; Από κάπου βαθιά μέσα σου, νιώθεις να σε κυριεύει ένα παράλογο, άγριο αίσθημα διαμαρτυρίας. Πώς; Να πας μόνη σου για να ακούσεις μία ανόητη καταδίκη για σένα, τον σύζυγο και το παιδί σου; Να διαβάσεις σιωπηλά και να υπογράψεις την απόφαση των ηλίθιων επαγγελματιών της ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ;
Όλα έμοιαζαν σαν εφιάλτης: το γραφείο του ανακριτή, από το παράθυρο φαινόταν το ίδιο κλαδί, μα τώρα πια το φύλλωμά τους ήταν σκονισμένο και ξερασμένο. Ο ίδιος και πάλι ανακριτής, αποκρουστικός, άθλιος.
- Καθίστε.
Με κοίταξε προσεκτικά.
- Δείχνετε μια χαρά.
- Κι εσείς το ίδιο.
- Ναι, ξέρετε, έλειπα υπηρεσιακό ταξίδι και μετά πήρα άδεια. Σας καθυστέρησα λίγο. Με πεθυμήσατε;
Πλάγια ειρωνεία.
- Μάλιστα! Μάλιστα! Είπε χτυπώντας το τσιγάρο του στην τσιγαροθήκη. - Τον αντρούλη σας, τον ξαπόστειλαν ήδη. Μάλιστα. Δεν μας χρειάζονται οι υπονομευτές. Δεν χρειάζονται! Φώναξε από συνήθεια.
Επιτέλους. Τον εξόρισαν.
- Πού; Ρώτησα με δυσκολία.
- Δεν ξέρω. Στον Βορρά, μάλλον, στα στρατόπεδα. Ας μείνει εκεί κανένα χρόνο, δύο, να μάθει να δουλεύει, να μην υπονομεύει. Ωφέλιμο θα του είναι, ωφέλιμο.
- Πότε τον εξόρισαν; Ρωτάω, δήθεν ήρεμα, μα μέσα μου με έπνιγε η απόγνωση.
- Δεν ξέρω, δεν ξέρω! Γιατί δεν ξέρω; Δεν ήταν δική μου υπόθεση, μου απαντάει με περιφρόνηση, με ύφος αλήτη, με μία αποκρουστική περιέργεια παρακολουθώντας τις αντιδράσεις μου. - Και, τι θα κάνουμε μ’ εσάς; Πού θα σας στείλουμε; Σκεφτήκαμε τα νησιά Σολοφκί. Πώς το βλέπετε;
Με κοίταζε. Σώπαινα.
- Ναι, ναι! Αποφασίσαμε πως τα Σολοφκί είναι ένα καλό μέρος, έχει θάλασσα, δάση. Συνεχίζει να φλυαρεί και να με παρατηρεί. Δεν ακούω και δεν μπορώ να αναγκάσω τον εαυτό μου να ακούσει, έχει μείνει εμβρόντητη, ο σύζυγος μου έχει ήδη εξοριστεί. Δεν μου λέει πού. Δεν μας επέτρεψαν να συναντηθούμε. Να αποχαιρετήσουμε ο ένας τον άλλον.
- Σκεφτήκαμε τα Σολοφσκί, μα σας λυπηθήκαμε. Έχετε και το αγοράκι. Το φροντίσαμε, καλό παιδάκι, δεν μας χρειάζονται όμως ορφανά. Θα πρέπει να δουλέψετε πρώτα.
- Πού;
- Τι πού; Πού δουλεύατε; Δεν μας ενδιαφέρετε πια. Τι νομίζετε; Επειδή σας ασκήθηκε δίωξη; Ανοησίες! Έτσι τα γράφουμε, όσο χρειάζεται. Μπορείτε να το ξεχάσετε. Σας επαναλαμβάνω: δεν μας ενδιαφέρετε τώρα και δεν σας χρειαζόμαστε. Βέβαια, ήμουν πολύ δυσαρεστημένος και ήθελα σοβαρά να σας ξαποστείλω στα Σολοφκί. Τι συμπεριφορά ήταν αυτή, απαράδεκτη, επί ώρες δεν κατάφερνα να σας πάρω ούτε μία λέξη! Δεν ήταν συζήτηση αυτή. Από την στιγμή όμως που έτσι αποφασίσαμε, πηγαίνετε. Δεν ξέρω, καταλάβατε πως σας αφήνουμε ελεύθερη ή όχι; Τώρα θα υπογράψω την διαταγή. Μετά αναλαμβάνει η γραμματεία, τα εντάλματα. Σήμερα το βράδυ ή αύριο το πρωί, αν προλάβουν και μετά θα πάτε σπίτι της. Σας καθυστέρησα λίγο, αλλά δεν πειράζει, προλαβαίνετε και να ξεκουραστείτε και βόλτες να κάνετε. Να θυμάστε όμως πως δεν πρέπει να σας πιάσουμε δεύτερη φορά! Μπορούμε να μιλήσουμε αλλιώς, χωρίς ευγένειες.
Καθόμουν, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι άλλο θέλει. Να τον ευχαριστήσω περίμενε που εξόρισε τον σύζυγό μου, που με κρατούσε φυλακισμένη, που τσάκισε την ζωή του παιδιού μου;
- Πηγαίνετε και περιμένετε.
Επιτέλους. Βγήκα από το γραφείο τελείως διαλυμένη. Το βράδυ δεν μου είπαν τίποτα. Δεν λυπήθηκα. Νόμιζα πως στο μοναχικό κελί πιο εύκολα θα τα βγάλω πέρα με τον πόνο μου: ήταν τόσο τρομακτικό να επιστρέψω στο έρημο σπιτικό μου, γνωρίζοντας πως ο σύζυγός μου δεν θα επιστρέψει.
Πέρασα την νύχτα άυπνη, με όλες εκείνες τις απελπιστικές σκέψεις. Η φυλακή διαφέρει γιατί σταματάει την ροή των γεγονότων σε ένα σημείο και στη συνέχεια είναι τρομακτικό να επιστρέψεις στην τσακισμένη, έρημη ζωή.
Ξημέρωσε. Έκανε τον καθημερινό περίπατο στην αυλή. Με κοιτούσαν έκπληκτοι. Τόσο ταλαιπωρημένη έδειχνε η όψη μου από την νύχτα. Νόμιζα πως όλα μπροστά μου θα είναι φρικτά.
- Τι συνέβη; Μου ψιθύριζαν την ώρα του περιπάτου, οι κρατούμενες από το διπλανό κελί.
- Τον άντρα μου τον εξόρισαν, τους απαντούσα βιαστικά. - Πού; Πότε; Δεν ξέρω.
- Εμένα μ’ αφήνουν, πρόσθεσα στον επόμενο κύκλο. Χάρηκαν. Ήταν ευτυχία να μαθαίνεις πως κάποιον άφηναν ελεύθερο. Τι να την κάνω την σοβιετική ελευθερία; Μόνο ο γιος μου. Η ημέρα κύλησε. Δεν έχω ξαναζήσει άλλη τόσο μακριά ημέρα.
Τ. Τσερνάβινα: Απόδραση από τα γκουλάγκ, Μόσχα 1996