Για την ουσία όσων είπε ο κ.Αλέξης Πατέλης δεν έχουμε άποψη αλλά παρακολουθούμε κι εμείς την ενδιαφέρουσα συζήτηση που προκάλεσαν.
Δύο άρθρα όμως από ανθρώπους που διαβάζουμε συστηματικά γιατί εκτιμούμε τη σκέψη τους, τον διευθυντή της Καθημερινής Αλέξη Παπαχελά και την Κατερίνα Ανέστη στο iefimerida και που αφορούσαν μια άλλη διάσταση του θέματος, την επικοινωνιακή, θα τη σχολιάσουμε γιατί τη γνωρίζουμε αρκετά.
Και οι δύο συνδέουν τις ατυχείς δηλώσεις Πατέλη με την επιθυμία του να παρεμβαίνει στα κοινά, «με την ακατανίκητη έλξη της δημοσιότητας» που οδηγεί τους άπειρους με την πραγματικότητα της ελληνικής κοινής γνώμης, σε λάθη.
Είναι το θέμα του «καβγά» που συνηθίζουμε να στήνουμε στις κατ ιδίαν συνομιλίες μας με κάποιους από τους τεχνοκράτες της κυβέρνησης με τους οποίους είχαμε φιλικές σχέσεις από την «προηγούμενη» τους ζωή και με κάποιους είχαμε δουλέψει και μαζί. Εμείς τους πιέζουμε φορτικά να είναι πιο παρεμβατικοί στη δημόσια συζήτηση, να αρθρογραφούν, να σχολιάζουν και θέματα που εφάπτονται και δεν εμπίπτουν, απλώς, σε αυτά του χαρτοφυλακίου τους κι αυτό γιατί ξέρουμε το βάθος των γνώσεών τους και πιστεύουμε ότι θα είχαν να προσέφεραν στο διάλογο μιας δημόσιας σφαίρας που τη χαρακτηρίζει η ρηχότητα, η κοινοτοπία και η έλλειψη εξειδικευμένης ματιάς.
Σε μια κοινωνία που αισθάνεται ασφυξία από τον κούφιο και ξύλινο πολιτικό λόγο γιατί ο κάθε Πατέλης της κυβέρνησης Μητσοτάκη να μην βγαίνει μπροστά να μιλάει;
Επειδή θα κάνει γκάφες; Και λοιπόν;
Καθημερινά βλέπουμε εμπειρότατους πολιτικούς να κάνουν λάθη, να λένε πράγματα που θα έπρεπε να είχαν αποφύγει, με αποτέλεσμα να προκαλείται μια αναταραχή για μια-δυο μέρες και μετά το θέμα να τελειώνει γιατί πάντα θα έρθει μια άλλη γκάφα, ενός άλλου πολιτικού να μονοπωλήσει την προσοχή μας. Μάλιστα τα περισσότερα από αυτά τα επεισόδια είναι εν πολλοίς κατασκευασμένα από τον αντίπαλο ή ανεβαίνουν «στον αφρό» από τους χρήστες των ΜΚΔ που σχολιάζουν την πολιτική επικαιρότητα με όρους πανελλαδικού, όπως δηλαδή κάνουν και οι δημοσιογράφοι στην πλειοψηφία τους πλέον. Και τι έγινε;
Οι τεχνοκράτες της κυβέρνησης δεν έχουν λόγο να μιλάνε επί παντός του επιστητού, όχι σε καμία περίπτωση. Αυτό όμως που κομίζουν στην κυβέρνηση ξεπερνάει κατά πολύ αυτό που είναι σε θέση να εκτιμήσουμε οι περισσότεροι. Και με δεδομένο ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να διεκδικήσουν το σταυρό, ειδικά σε ένα κόμμα όπως η Νέα Δημοκρατία, με βαθιές ρίζες στην κοινωνία και πολλά φιλόδοξα στελέχη, αυτό θα έπρεπε να κάνει τους τεχνοκράτες πιο τολμηρούς και να μιλάνε περισσότερο, να λένε αυτοί τις αλήθειες που πρέπει να ακουστούν, να εξηγούν στους πολίτες πως έχουν κάθε φορά τα πράγματα αδιαφορώντας αν θα τους στεναχωρήσουν.
Βέβαια, πρέπει να γνωρίζουν και λίγο την πολιτική διάλεκτο και χρησιμοποιούμε τη λέξη «διάλεκτος» με την κυριολεκτική της σημασία. Η πολιτική έχει τον δικό της κώδικα. Εμείς μάλιστα είμαστε της άποψης ότι σε μια δημοκρατία μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε αρκεί να χρησιμοποιούμε τη σωστή γλώσσα.
Είναι ωραία και πολύ ευγενική η επιθυμία να διεκδικήσεις την ψήφο των συμπολιτών σου πολλώ δε μάλλον όταν έχεις αφήσει την καλά αμειβόμενη δουλειά σου για να τους υπηρετήσεις. Η αξίωση που έχουν κάποιοι οι τεχνοκράτες να αφήνουν τη δουλειά τους, την οικογένειά τους, να προσφέρουν τις εξειδικευμένες γνώσεις τους και όλα αυτά να τα κάνουν και σιωπηλά για να μην προσβληθούν «οι επαγγελματίες» ή από φόβο μήπως τους κανιβαλίσει η κοινή γνώμη -στην εποχή μάλιστα της κοινωνικής δικτύωση που όλοι έχουμε πέσει, έστω και μια φορά, θύματα κανιβαλισμού- είναι ανορθολογική αλλά κυρίως άδικη.
Να μιλάνε οι τεχνοκράτες, να παρεμβαίνουν, αλλά να μιλάνε στη διάλεκτο της πολιτικής. Μπορεί να μην έχουν ποτέ τη δυνατότητα να διεκδικήσουν την ψήφο μας, μπορεί να μην τους δοθεί ποτέ η ευκαιρία να νιώσουν τη μοναδική έξαψη που προσφέρει μια προεκλογική εκστρατεία αλλά γιατί να στερηθούν την αδρεναλίνη που προσφέρει η δημόσια σφαίρα όταν μάλιστα έχουν να της προσφέρουν;
Στην τελική, είναι όπως ακριβώς το είχε γράψει στο εγχειρίδιο της Αμερικανικής Αεροπορίας, τη δεκαετία του ‘50 εκείνος ο στρατηγός: «No guts,no glory». Χωρίς να επιδείξει γενναιότητα, κανείς δεν δοξάζεται. Και γιατί να μην θέλουν κι εκείνοι να δοξαστούν;