Του Νικήτα Παπαντωνίου*
Ένας από τους διάφορους μεταρρυθμιστικούς στόχους όλων των μνημονίων ήταν η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα. Σκοπός ήταν να αυξηθεί ο ανταγωνισμός και ταυτόχρονα να ανοίξει η αγορά με ευεργετικές συνέπειες τόσο για τις άμεσες επενδύσεις όσο και στο χώρο της εργασίας καθώς οι επενδύσεις θα φέρουν και θέσεις εργασίας.
Το αρχικό πλάνο ήταν η δημιουργία της μικρής ΔΕΗ, όπου πρακτικά η εταιρεία θα «έσπαγε» σε δύο κομμάτια, όπου το πρώτο κομμάτι θα πήγαινε σε ιδιωτικά χέρια (το 1/3 της εταιρείας σε ενεργητικό-παθητικό) ενώ το υπόλοιπο θα κρατιόταν υπό το δημόσιο έλεγχο βοηθώντας το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας.
Τελικά το πλάνο δεν πέρασε αφού η αντιπολίτευση αντέδρασα σθεναρά και ακολούθησαν οι εκλογές του Γενάρη του 2015. Με αυτά και με αυτά, καταλήξαμε να έχουμε την ΔΕΗ υπό κατάρρευση με εμφανή θέματα ρευστότητας, την πώληση των λιγνιτικών μονάδων επιτακτική σε πάρα πολύ χαμηλή τιμή και τη τιμή του ρεύματος να έχει εμφανή τάσεις αύξησης. Γιατί όλα αυτά όμως;
Η ΔΕΗ έχει ληξιπρόθεσμα πάνω από 2,5 δις ευρώ δηλαδή κάτι λιγότερο από έναν ΕΝΦΙΑ. Η εκτόξευση των ληξιπρόθεσμων έγινε το 2014 στο 2ο εξάμηνο, το 2015 με τη γνωστή Βαρουφακιάδα και συνεχίστηκε με μικρότερο βαθμό το 2016. Εκεί όπου ο Αλέξης και η παρέα του δίνανε συμβουλές αποφυγής πληρωμής των λογαριασμών της ΔΕΗ, χτίστηκε το μεγαλύτερο πρόβλημα της σύγχρονης ΔΕΗ, από αυτούς που υποτίθεται νοιάζονται για το δημόσιο χαρακτήρα της.
Το θέμα με τις λιγνιτικές μονάδες και την πώλησή τους, είναι γνωστό χρόνια. Το χειρότερο είναι ότι πωλούνται αφενός υπό πίεση λόγω της οικονομικής θέσης της ΔΕΗ, όμως ανεξάρτητα από αυτό, οι μονάδες αυτές είναι παλιάς τεχνολογίας και εξαιρετικά ρυπογόνες. Τους τελευταίους 2 μήνες τα δικαιώματα ρύπων βρίσκονται σε επίπεδα άνω του 20 όταν πριν ένα χρόνο η τιμή τους ήταν στα επίπεδα του 7.
Το γεγονός αυτό επιβαρύνει τον ισολογισμό της άλλοτε πανίσχυρης ΔΕΗ με αρκετά εκατομμύρια σε έξοδα δικαιωμάτων ρύπων όμως παράλληλα κάνει λιγότερο θελκτικά τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη. Όμως οι σύντροφοι μερίμνησαν και για αυτό. Σε περίπτωση αποτυχίας τους εγχειρήματος θα πωληθούν τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, δένοντας τα χέρια και της επόμενης κυβέρνησης. Γιατί οι άνθρωποι είναι αριστεροί και όχι βλάκες, όπου μπορούν να δημιουργήσουν πρόβλημα στους πολιτικούς αντιπάλους τους το κάνουν με πολύ μεγάλη άνεση και με αδιαφορία για το όποιο κόστος.
Η τιμή του ρεύματος θα αυξηθεί τους επόμενους μήνες καθώς 3 κρίσιμοι παράγοντες δείχνουν «το που πάει το πράγμα». Οι ενδείξεις που αναφέρομαι είναι οι εξής:
1. Τα αποτελέσματα της τελευταίας ΝΟΜΕ (δημοπρασία ενέργειας) τον Οκτώβριο έδειξαν και αυξητική τάση της τιμής στα 54,74 €/MWh αυξημένη κατά 12% σε σχέση με τον Ιούλιο του 2018 και κατά 30% σε σχέση με τον Απρίλιο αλλά και παράλληλα αυξήθηκαν οι δημοπρατούμενες ποσότητες κατά 71%, δείχνοντας το άγχος της αγοράς για τις μελλοντικές τιμές αγοράς ενέργειας.
2. Η Οριακή τιμή του συστήματος (ΟΤΣ) είναι ουσιαστικά ο μέσος όρος της τιμής αγοράς ενέργειας με την οποία συναλλάσσονται οι διάφοροι πάροχοι στην χονδρική αγορά. Τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου δείχνουν ότι η ΟΤΣ έφτασε ξανά στα επίπεδα του 70 €/MWh (67,06) ενώ είναι σταθερά πάνω από τα επίπεδα των 60 €/MWh τους τελευταίους 4 μήνες. Η πρώτη ύλη ακριβαίνει και επομένως ο καταναλωτής θα πληρώσει παραπάνω…
3. Οι τιμές δικαιωμάτων ρύπων όπως αναφέρθηκε παραπάνω έχουν πάρει την ανιούσα. Η παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη είναι ακόμη σε υψηλά επίπεδα έχοντας σταθερά ποσοστό συμμετοχής στην ολική παραγωγή ενέργειας πάνω από 30% με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται η ΔΕΗ με αρκετά εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι οι τιμές ρεύματος θα αυξηθούν στο αμέσως επόμενο διάστημα και αυτό θα είναι αποτέλεσμα των παλινωδιών της κυβέρνησης τόσο στο άνοιγμα της αγοράς ενέργειας που γίνεται αργά όσο και της κακής οικονομικής κατάστασης της ΔΕΗ που δεν της επιτρέπει να λειτουργεί και με τα κοινωνικά κριτήρια που απαιτεί η αγορά ενός τόσο απαραίτητου κοινωνικού αγαθού όπως το ηλεκτρικό ρεύμα.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην αντιπολίτευση προ-έτρεπε τους πολίτες να μην πληρώνουν ρεύμα και τώρα θα τους οδηγήσει στο να μην μπορούν να το πληρώσουν, όπως και να το πεις το γεγονός αυτό κρύβει έναν καιροσκοπισμό και μία παραδοξότητα…
*Ο κ. Νικήτας Παπαντωνίου-Καρτάλης είναι πρώην CFO της Nobacco και αναλυτής της Eurobank, νυν σύμβουλος στο ΕΒΕΑ, καθηγητής-επιχειρηματίας στην εταιρεία Διακρότημα και πολιτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας. Επίσης είναι πτυχιούχος φυσικός με μεταπτυχιακές σπουδές στα εφαρμοσμένα μαθηματικά, τα χρηματοοικονομικά-διοίκηση καθώς και στο marketing management ενώ μεταξύ άλλων έχει πιστοποίηση σε IFRS λογιστικά πρότυπα.