Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη
Η οικονομία της Ελλάδας έχει βαλτώσει. Αυτή είναι η αίσθηση που έχει κάθε πολίτης που ζει και αγωνιά στο καμίνι της καθημερινής βιοπάλης. Μιλάμε φυσικά για την καθημαγμένη ιδιωτική οικονομία, τον αιμοδότη της κοινωνίας μας, εκείνον που τροφοδοτεί με τους φόρους του την λειτουργία του παντοδύναμου αλλά ταυτόχρονα και παράλυτου κράτους μας.
Η υπερφορολόγηση, η διαρκής συσσώρευση όλο και περισσότερων γραφειοκρατικών ρυθμίσεων που δυναστεύουν την ζωή όσων δουλεύουν και παράγουν, αλλά και αδιαφορία για την τύχη τους έχουν εξαλείψει τα κίνητρα για δημιουργία και επενδύσεις. Τα στοιχεία που τακτικά δημοσιεύονται επιβεβαιώνουν την αίσθηση στασιμότητας. Είμαστε πάτοι παγκοσμίως στις επενδύσεις, ενώ κατρακυλάμε διαρκώς στην κατάταξη οικονομικής ελευθερίας και ανταγωνιστικότητας.
Η Ελλάδα κάνει βήματα σημειωτόν, ενώ οι άλλοι τρέχουν σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε στην ζωή μας. Η φοροδιαφυγή και η διαφθορά κερδίζουν συνεχώς έδαφος, γίνονται όλο και πιο αποδεκτές κοινωνικές συμπεριφορές, ενώ οι νέοι μας ανοίγουν τα φτερά τους για άλλες κοινωνίες ώστε να χτίσουν το δικό τους όραμα ευημερίας και ευτυχίας. Η χώρα απορφανίζεται.
Η κυβέρνηση που έχουμε έχει σοβαρή ευθύνη για την παράταση αυτής της κατάστασης. Η πολιτική της αποτελεί έκφραση των δυνάμεων αδρανείας που αντιστέκονται πεισματικά σε κάθε ουσιαστική αλλαγή, που θέλουν να κρατήσουν την Ελλάδα όμηρο των εγκατεστημένων προνομίων, που ικανοποιούνται με επιδόματα αλλά και με προστασία μικρών και ισχυρών πολιτικά ομάδων πληθυσμού.
Και όμως, η Ελλάδα δεν έχει καταρρεύσει. Συντηρεί μια αναιμική ανάπτυξη παρόλα αυτά, περιμένοντας. Πράγμα που αποδεικνύει ότι υπάρχουν ακόμα δυνάμεις που υπό προϋποθέσεις μπορούν να ενεργοποιηθούν και να μας δώσουν κάτι καλύτερο.
Αποτελούν ευχάριστη έκπληξη οι εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη για ένα άλλο μίγμα οικονομικής πολιτικής, με δραστική μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις και μάλιστα άμεσα, μόλις η ΝΔ γίνει κυβέρνηση. Ας μην γελιόμαστε, μία μείωση του φορολογικού συντελεστή κατά 9 μονάδες θα έχει ένα δυνητικό ρίσκο στα δημόσια έσοδα, τουλάχιστον στην αρχή. Δεν είναι μόνο η μείωση από 29 σε 20%. Αυτό θα συμπαρασύρει και τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή (που ενσωματώνει και τους ελέγχους, τις έκτακτες εισφορές κλπ) σε μείωση από το 50% που είναι σήμερα στο 35%.
Ωστόσο είναι ένα λελογισμένο ρίσκο. Η μείωση της φορολογίας θα είναι άρση ενός σημαντικού αντικινήτρου και θα ενεργοποιήσει ταυτόχρονα περισσότερες επενδύσεις, περισσότερη ενέργεια για δημιουργία αλλά και θα φέρει στο φως περισσότερες δραστηριότητες που σήμερα δουλεύουν κάτω από το ραντάρ, στην γκρίζα ζώνη της παραοικονομίας.
Στο τέλος της ημέρας το Κράτος θα έχει περισσότερα, παρά λιγότερα, έσοδα.
Ο υπολογισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι απλός. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, το «αυγό του Κολόμβου». Αφού μέχρι τώρα εφαρμόσαμε μία πολιτική συνεχούς αύξησης των φόρων, συνεχούς συσσώρευσης ρυθμίσεων και υποχρεώσεων επί ρυθμίσεων και υποχρεώσεων, αφού τυλίξαμε την ιδιωτική οικονομία στον ζουρλομανδύα της κρατικής καταπίεσης και απαξίωσης, με τα αποτελέσματα που βλέπουμε, ας δοκιμάσουμε το αντίθετο.
Ας μειώσουμε τους φόρους, ας μειώσουμε το ρυθμιστικό περιβάλλον, ας πετάξουμε τον ζουρλομανδύα. Τα αποτελέσματα θα είναι θεαματικά, διπλοί ρυθμοί ανάπτυξης, ένας νέος ενάρετος κύκλος προόδου.
Κάποιοι μπορεί να πουν ότι αυτό είναι ένα πείραμα. Ένα πείραμα όμως που αξίζει τον κόπο να πάρουμε, ιδιαίτερα όταν η μέχρι σήμερα πεπατημένη δεν μας βγάζει πουθενά.
Η απελευθέρωση των δυνάμεων της ιδιωτικής οικονομίας είναι ένα στοίχημα που πρέπει να πάρουμε, μαζί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.